Η Περιβαλλοντική Αγωγή και Εκπαίδευση ως συμμετοχική, βιωματική, διερευνητική και διεπιστημονική μαθησιακή διαδικασία, επιχειρεί να διαμορφώσει φιλοπεριβαλλοντικές απόψεις, αντιλήψεις, στάσεις, αντιστάσεις, δράσεις και συμπεριφορές στην ελληνική και πλανητική κοινωνία.
Οι επιδιώξεις αυτές οριοθετούνται -θεματικά και μεθοδολογικά- από:
* Τον ολιστικό χαρακτήρα της γνώσης.
* Τη διεπιστημονική προσέγγιση όλων των εκφάνσεων της γνώσης.
* Τη χρήση πολλαπλών, ποικίλων και αντιπαρατιθέμενων (επιστημονικά, κοινωνικά και πολιτικά) πηγών πληροφόρησης.
* Την κριτική ανάλυση, συνθετική επεξεργασία, αξιολόγηση και αξιοποίηση των περιβαλλοντικών πληροφοριών, σε σχέση με τις φυσικές, κοινωνικές, οικονομικές, τεχνολογικές, πολιτισμικές, πολιτικές και θεσμικές συνθήκες που διαμορφώνουν και επηρεάζουν τα ερευνούμενα -από τους σπουδαστές- οικολογικά ζητήματα ή προβλήματα του ολιστικού (φυσικού, κοινωνικού, πολιτισμικού) περιβάλλοντος.
* Την εποπτική παρουσίαση των αποτελεσμάτων, συμπερασμάτων και προτάσεων που αναδύονται από την ολοκληρωμένη εφαρμογή ενός οικο-εκπαιδευτικού προγράμματος.
* Τη συνολική, διαλεκτική, αυτοκριτική και διαμορφωτική αξιολόγηση των γνώσεων και δεξιοτήτων που οικοδομήθηκαν, των στάσεων και συμπεριφορών που διαμορφώθηκαν, των μεθόδων που εφαρμόστηκαν καθώς και των δυσκολιών και προβλημάτων που προέκυψαν στη διάρκεια του περιβαλλοντικού προγράμματος. Μια τέτοια αξιολογική διαδικασία εμπεριέχει στη λειτουργία της όχι μόνο το γνωστικό της χαρακτήρα, αλλά και την κοινωνική, συναισθηματική και ψυχοκινητική της διάσταση.
Με τις μεθοδολογικές αυτές διαδικασίες «πεδίου» (Project), οι σπουδαστές πρώτα παρατηρούν, ύστερα σκέπτονται, μετά υποθέτουν και αργότερα ελέγχουν τις υποθέσεις που έκαναν για να καταλήξουν σε αποτελέσματα, συμπεράσματα, λύσεις, γενικεύσεις και προτάσεις.
Οι λογικές και πρακτικές αυτές ανατρέπουν το -ακόμη και σήμερα- κυρίαρχο, μετωπικό, παραδοσιακό σχήμα: εκπαιδευτικός – σπουδαστής, αντικαθιστώντας το από τη συνερευνώσα κοινότητα εκπαιδευτικών – ερευνητών – σπουδαστών, η οποία προσπαθεί να αναζητήσει, να ανακαλύψει, να αναλύσει, να επεξεργαστεί, να συνθέσει, να αξιολογήσει, να αξιοποιήσει και συνεπώς να κατακτήσει ενεργητικά τη γνώση.
Γι’ αυτό η ιδέα, ο θεσμός και η λειτουργία της Περιβαλλοντικής Αγωγής και Εκπαίδευσης αντιμετωπίζεται ως ενεργητική παιδαγωγική που αντιστρατεύεται το στατικό, θεωρητικό και μονολογικό χαρακτήρα του εκπαιδευτικού μας μοντέλου και βιώνεται στη σημερινή σκληρή κοινωνικο-περιβαλλοντική πραγματικότητα.
Έτσι η αναγκαιότητά της βασίζεται τόσο στην οξύτητα των κοινωνικο-οικολογικών προβλημάτων του ολιστικού περιβάλλοντος, όσο και στην κρίση που διέρχεται το παθητικό, νοησιαρχικό εκπαιδευτικό μας σύστημα.
Οι θέσεις αυτές αντλούνται από μια συγκεκριμένη κοινωνική και παιδαγωγική αντίληψη που θεωρεί ότι η αναζήτηση λύσεων για τα περιβαλλοντικά προβλήματα καθώς και η ποιότητα του ολιστικού περιβάλλοντος δεν μπορούν να προσεγγιστούν μόνο με την επιστημονική έρευνα ή την ισχύουσα νομοθεσία αν πρώτα δεν διέλθουν μέσα από διερευνητικές, διεπιστημονικές και βιωματικές μεθοδεύσεις της εκπαιδευτικής διαδικασίας.
Χρειάζεται όμως -σε επίπεδο εκπαιδευτικής πολιτικής και πρακτικής- να αναμορφωθούν ριζικά τα προγράμματα σπουδών και οι πρακτικές υλοποίησής τους, για να αντιστοιχούν διεπιστημονικά στις πολλαπλές όψεις της κοινωνικο-οικολογικής πραγματικότητας, διαμορφώνοντας έτσι στέρεες και βαθιές φιλοπεριβαλλοντικές αντιλήψεις, στάσεις και συμπεριφορές.
Οι μέθοδοι περιβαλλοντικής αγωγής, αναπτυσσόμενες, συνήθως, στο επίπεδο μικρών ομάδων εργασίας σπουδαστών, διευκολύνουν τη διερεύνηση των πολυδιάστατων περιβαλλοντικών προβλημάτων, διαμέσου όχι απλουστευτικών αιτιακών σχέσεων και ερμηνειών, αλλά κυρίως μέσω της κριτικής ανάλυσης και αξιολόγησης των παραμέτρων που διαμορφώνουν τα περιβαλλοντικά ζητήματα. Τέτοιες παράμετροι είναι η οικονομική μεγέθυνση, η κοινωνική ανάπτυξη, η υπερπληθυσμιακή πίεση, η διαθέσιμη τεχνολογία, η παραγωγική διαδικασία, τα καταναλωτικά πρότυπα, οι διαφημιστικές τεχνικές, οι μηχανισμοί της αγοράς, οι πολιτισμικές αξίες, οι πολιτικές δομές, τα Μ.Μ.Ε., η υπάρχουσα νομοθεσία, η λειτουργία του εκπαιδευτικού μας συστήματος κ.ά.
Με τις διερευνητικές και συστημικές αυτές διαδικασίες σκέψης και πράξης -στον βαθμό που η προσφερόμενη περιβαλλοντική αγωγή είναι συνεχής και συνεπής σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης- είναι δυνατόν να διαμορφωθούν πολίτες με οικολογική συνείδηση, περιβαλλοντική ευθύνη, πλανητικό ήθος και κυρίως διάθεση δράσης για τη διατήρηση, προστασία και βελτίωση του περιβάλλοντός τους, επιδίωξη που συνιστά κορυφαίο σκοπό κάθε εκπαιδευτικού και κοινωνικού συστήματος.
Η προσέγγιση ενός τέτοιου σκοπού, υπάρχει ελπίδα να βελτιώσει και τις δομές και τις λειτουργίες αυτής της ίδιας της ελληνικής κοινωνίας.
*Ο Αρτέμης Μ. Αθανασάκης είναι δρ Περιβαλλοντικής Αγωγής, κάτοχος MSc. Οικολογίας, Med. Παιδαγωγικών, MASTER Περιφερειακής Ανάπτυξης και διδάσκει Περιβαλλοντικές Επιστήμες στο Πανεπιστήμιο Αθηνών
Περίληψη εισήγησης στο 4ο θερινό σχολείο ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗΣ ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΙΑΣ του Ινστιτούτου Επαρχιακού Τύπου, στα Χανιά, την Κυριακή 27 Ιουλίου 2014.