» Eva Baltasar (µτφρ. Ευρυβιάδης Σοφός, εκδόσεις Πατάκη)
Πιθανολογώ πως το βιβλίο αυτό, παρόλο το όµορφο εξώφυλλο και την καταγωγή της συγγραφέως, θα περνούσε κάτω από το αναγνωστικό µου ραντάρ. Ίσως γιατί διαισθητικά και µάλλον υποσυνείδητα υψώνω τείχη απέναντι σε βιβλία όπως αυτό, καθώς η πρωτοπρόσωπη, στα όρια της αυτοµυθοπλασίας, γυναικεία λογοτεχνία κινδυνεύει, σε προσωπικό επίπεδο, να περιπέσει στην κατηγορία της µανιέρας και της υπερπροσφοράς, της ανάγνωσης από κεκτηµένη ταχύτητα. Έχουν ήδη προηγηθεί µερικά τέτοια βιβλία που µου πέρασαν αδιάφορα, τα τελείωσα λόγω µικρού µεγέθους και τα άφησα στην άκρη. Η Λ., για ακόµα µια φορά, επισήµανε ένα βιβλίο, της το χρωστώ.
Μια κατακερµατισµένη αφήγηση σε πρώτο πρόσωπο, µε διαρκή πήγαινε-έλα στον χρόνο, καλογραµµένη µα µε φωνή που κάτι θυµίζει, µε σηµάδια αποκόλλησης από τον ταµιευτήρα του βιώµατος, µε ευδιάκριτο το παρελθόν της συγγραφέως στην ποίηση, µε διάθεση αφαιρετική και υπόνοια συναισθηµατικής κατεύθυνσης. Ένα βιβλίο που διαβαζόταν αρκετά ευχάριστα, αλλά διαρκώς διέτρεχε τον κίνδυνο ένταξης στο ακόµα ένα παρόµοιο βιβλίο στο άρµα της εποχής, που από καιρό έχει χάσει τον χαρακτήρα του αιφνιδιασµού και της έκπληξης, υποταγµένο στον κορεσµό. Εκείνο που, πέρα από την ευχάριστη ανάγνωση, µε κρατούσε ήταν η απορία αν σε κάποια στιγµή θα αναδυόταν ενδοκειµενικά το γιατί της συγγραφής, εκείνο το γεγονός, ανάµεσα σε τόσα άλλα, που πυροδότησε την ανάγκη της αφήγησης. Και αυτό το γεγονός, έστω και στο τέλος, εµφανίζεται για να σώσει την παρτίδα, για να φωτίσει εκ των υστέρων τόσο το γιατί όσο και το πώς της αφήγησης· ευτυχώς.
Πέρµαφροστ είναι το µόνιµα παγωµένο έδαφος, εκείνο το µέρος της γης που δεν ξεπαγώνει ποτέ. Η αίσθηση αυτή είναι ορατή στην αφηγηµατική απόσταση που η αφηγήτρια παίρνει από το συναίσθηµά της, τον τρόπο µε τον οποίο αντιµετωπίζει το παρελθόν και κυρίως το παρόν, απόσταση που δεν είναι απλώς ψύχραιµη –και που θα δηµιουργούσε ένα ωραίο παιχνίδι µε τις λέξεις–, δεν µοιάζει, θέλω να πω, να είναι συστατικό του χαρακτήρα της, κάτι το οποίο µάλλον θα την αποµάκρυνε από την ανάγκη για αφήγηση, έτσι όπως γεγονότα, εµπειρίες και πρόσωπα θα περνούσαν στο βασίλειο της αδιαφορίας, δεν έχουµε, επιµένω να προσπαθώ να πω, µια απόσταση εργοστασιακής ρύθµισης, µια άκοπη ικανότητα πλοήγησης ανάµεσα στα συµβάντα της ύπαρξης, αλλά µια απόσταση χαραγµένη από την ανάγκη, µια πράξη εν πολλοίς συνειδητή εντός της οποίας η ποίηση και εδώ η πρόζα βρίσκουν έδαφος γόνιµο.
Η απόσταση αυτή, εκ των υστέρων κρίνοντας, υπήρξε καταλυτική για την παράλληλη και αντιθετική αναγνωστική εµπειρία, που από τη µια καλλιεργούσε την αδυναµία κατανόησης του γιατί, ενώ ταυτόχρονα συντηρούσε τη βεβαιότητα, ή την απαίτηση αν προτιµάτε, για το καθοριστικό εκείνο γεγονός, που η εµφάνισή του θα τη δικαιολογούσε. Αν η ανάγνωση είχε εγκαταλειφθεί νωρίτερα, τίποτα από τα παραπάνω δεν θα είχε γεννηθεί, µια αδικία µόνο, µια γενίκευση ελαφρά την καρδία, τίποτα το διαφορετικό δεν υπάρχει εδώ, θα αποφαινόµουν, ακόµα ένα βιβλίο, τίποτα παραπάνω. Είναι, ωστόσο, αρκετό το στοιχείο αυτό, που σχεδόν στο πέρας της ιστορίας προέκυψε, για να καταστήσει το Πέρµαφροστ διαφορετικό και µοναδικό; Σίγουρα όχι, δεν είναι αυτές οι κατάλληλες λέξεις, δεν είναι αυτό ένα καταστατικό αναγνωστικό ζητούµενο.
Η απόσταση από το συναίσθηµα, η εκ του µακρόθεν παρατήρηση και καταγραφή, πέρα των παραπάνω, απάλλασσε εξ αρχής το κείµενο από άναρθρες κραυγές που θα στόχευαν να τραβήξουν την προσοχή και την αναγνωστική ελεηµοσύνη µη λογοτεχνικά, ένα κοιτάξτε να δείτε τι µου συνέβη, τι το τόσο ξεχωριστό µου συνέβη και µε πόσο ξεχωριστό τρόπο το διαχειρίστηκα, σταµατήστε ό,τι και αν κάνετε και κοιτάξτε µε, σίγουρα πρόκειται για ό,τι πιο οδυνηρό, σκληρό και άδικο έχετε ποτέ αντικρίσει, να γιατί γράφω την ιστορία αυτή, να γιατί αξίζει την ενσυναίσθησή σας, να γιατί το λογοτεχνικό κριτήριο εδώ δεν πρέπει να εφαρµοστεί, το περιεχόµενο είναι από µόνο του αρκετό να καταστήσει το βιβλίο αυτό ξεχωριστό. ∆εν είναι τέτοια περίπτωση το βιβλίο αυτό. Να γιατί µίλησα για υπόνοια συναισθηµατικής κατεύθυνσης καταγράφοντας τα χαρακτηριστικά της αφήγησης, αλλά και της κατασκευής εν γένει. Υπόνοια που συντηρεί την επιφύλαξη, ζητώντας να λαβωθεί και να ξεψυχήσει.
Το Πέρµαφροστ, ίσως και αναπόφευκτα, δεν εισάγει κάποια εντυπωσιακή καινοτοµία, δεν πατάει ωστόσο και στο κενό, δεν είναι διαφορετικό, δεν χάνει ωστόσο και την ιδιαιτερότητά του. Σε µεγάλο, αν όχι στο µεγαλύτερο, µέρος της λογοτεχνίας συµβαίνει αυτό. Ποτέ µου δεν κατάλαβα τη φράση: δεν θα έχανα και τίποτα αν δεν διάβαζα αυτό το βιβλίο. ∆εν την καταλαβαίνω, όπως δεν καταλαβαίνω και πολλούς αντίστοιχους αφορισµούς. Ακριβώς επειδή δεν φέρνει κάτι το ρηξικέλευθα νέο, χρησιµοποιώντας συστατικά οικεία και γνώριµα, τόσο από την προσωπική συγχρονία όσο και από το αναγνωστικό έδαφος που έχει διανυθεί, το γεγονός πως, έστω και εκ των υστέρων, το µικρό αυτό µυθιστόρηµα δεν περιέπεσε στην τάφρο της αδιάφορης ανάγνωσης είναι από µόνο του αρκετό να χαρακτηρίσει την εµπειρία και την τελική αποτίµηση.
Θα περιµένω µε ενδιαφέρον την κυκλοφορία και των επόµενων βιβλίων της Μπαλτασάρ.