» Jeanette Winterson
(Εκδόσεις Μελάνι, Μετάφραση Αργυρώ Μαντόγλου)
Λίγο μετά αφού είδα ότι οι κάλτσες που φορούσα είχαν σχιστεί εντελώς, αφήνοντας το μεγαλύτερο μέρος του ποδιού εκτεθειμένο, εικόνα που μου δημιούργησε ένα έντονο, αν και τελικώς στιγμιαίο, αίσθημα άγχους, τη φώναξα με το όνομά της. Eστεκε στο πεζοδρόμιο. Όταν αναρωτήθηκα μήπως ήταν εκείνη, είχα κιόλας περάσει από μπροστά της και έπρεπε πια να κλίνω αριστερά για να σιγουρευτώ. Ακαριαία αποφάσισα να τη φωνάξω, ίσως και να πίστευα πως δε θα μου απαντούσε, εξέλιξη που θα αποτελούσε μια δικαίωση ακόμα. Γύρισε. Είχε κουρευτεί και είχε ισιώσει τα μαλλιά της. Λίγες ώρες μετά, ενώ ξυριζόμουν, σκεφτόμουν πως ίσως δεν ήταν καλή ιδέα να προφέρω ξανά δυνατά το όνομά της, αλλά αυτό είναι το εξηγήσιμο μέρος του ονείρου για το οποίο φταίει η Γουΐντερσον.
-Γιατί δε μπορείς να μου πεις την ιστορία χωρίς να ξεκινάς μια άλλη;
-Γιατί δεν υπάρχει ιστορία που να αρχίζει από μόνη της.
Μου μένουν δεκατέσσερις σελίδες, της είπα. Ήταν νωρίς το απόγευμα. Να διαβάσεις τις μισές τώρα και τις άλλες μισές το βράδυ πριν κοιμηθείς, μου πρότεινε. Πειθάρχησα παρά τη λαχτάρα μου, το βράδυ γύρισα αργά. Το σώμα δε συμμεριζόταν την επιθυμία, ένα αργό πέρασμα σε ύπνο βαθύ, με αποσπασματικά στιγμιότυπα ονείρων. Το πρωί, αφού σημείωσα τη μόνη ακολουθία εικόνων που μπορούσα να ανακαλέσω, διάβασα ξανά τις τελευταίες δεκατέσσερις σελίδες.
Είχε προηγηθεί η Νικόλ Κράους, Η ιστορία ενός έρωτα. Είναι κάποιες ιστορίες που δε θες να τελειώσουν, τέτοιο μυθιστόρημα διάβαζα. Είχα μια ιδέα για το επόμενο βιβλίο, το είχα κιόλας δανειστεί. Κάπου στη μέση άλλαξα γνώμη, αναγκάστηκα, για να είμαι ακριβής, να αλλάξω γνώμη. Στράφηκα στη βιβλιοθήκη, τμήμα αδιάβαστων, η Γουΐντερσον θα μου κρατούσε συντροφιά.
Η μητέρα μου με ονόμασε Σίλβερ. Γεννήθηκα η μισή από πολύτιμο μέταλλο και η μισή από ψεύτικο. Ζούσα σε ένα σπίτι επικλινές, πάνω στην απότομη πλαγιά του λόφου. Οι καρέκλες έπρεπε να είναι καρφωμένες στο πάτωμα, και ποτέ δε μας επιτράπηκε να φάμε σπαγγέτι.
Όταν έχασε τη μητέρα της, η κοινότητα έβαλε αγγελία με σκοπό να βρεθεί ανάδοχη οικογένεια για το, αγνώστου πατρός, ορφανό. Ο Πίου τη δέχτηκε στο φάρο και μια νέα ιστορία ξεκίνησε. Στο κάποτε σημαντικό λιμάνι Σολτς, η αλμύρα και η υγρασία συνθέτουν ένα δίδυμο ανίκητο ανά τους αιώνες, κάποτε οι φωνές των μεθυσμένων ναυτικών διατάραζαν την κυριαρχία τους, τώρα πια όχι.
Ο φάρος, ό,τι απέμεινε να στέκει, ανάμνηση από ένα παρελθόν μακρινό.
Αναλογίζομαι την κεντρική ιστορία: ένα ορφανό βρίσκει καταφύγιο σε ένα φάρο.
Πόσες δυνατότητες μπορεί μια τέτοια ιστορία να έχει άραγε; Στο μυαλό της Γουΐντερσον άπειρες, όσες και οι ιστορίες που εγκυβωτίζει, παραλληλίζει, υποσημειώνει, εντάσσει.
Γραφή καινοτόμα και συνάμα κλασική, μια αίσθηση ανατριχιαστική, γουλφική, αποπλάνηση διαρκής και επαναλαμβανόμενη. Η -κατ’ εμέ- σημαντικότερη σύγχρονη Βρετανή συγγραφέας διατυπώνει το αίτημα ξεκάθαρα·
Πες μου μια ιστορία, Πίου.
Ποια ιστορία, παιδί μου;
Την ιστορία του μυστικού του Μπέιμπελ Νταρκ.
Υπήρχε κάποια γυναίκα.
Πάντα το ίδιο λες.
Υπάρχει πάντα μια γυναίκα κάπου, παιδί μου· κάποια πριγκίπισσα, κάποια μάγισσα, κάποια μητριά, κάποια γοργόνα, κάποια καλή νεράιδα, ή κάποια που είναι ωραία αλλά κακιά, ή είναι ωραία και καλή.
Είναι αυτή ολόκληρη η λίστα;
Υπάρχει και η γυναίκα που αγαπάς.
Ποια είναι αυτή;
Αυτή είναι μια άλλη ιστορία.
Υ.Γ. Είχε προηγηθεί το Βάρος, και πριν απ’ αυτό, το Πάθος.