Το αγαπημένο σκυλί της εκπομπής «Ράδιο Αρβύλα», η «Σαρδέλα» όπως ήταν το όνομά της, πέθανε στις 5 Ιουνίου. Ο Στάθης Παναγιωτόπουλος, ανακοίνωσε το γεγονός σήμερα με κείμενό του στην ιστοσελίδα Πόρτα , εξηγώντας επίσης γιατί δεν το έκανε νωρίτερα.
Αναλυτικά το συγκινητικό κείμενο του Στάθη Παναγωτόπουλου έχει ως εξής:
«Είχα γράψει παλιότερα πως όταν το σκυλί με το οποίο συγκατοικούσα, η Σαρδέλα, πεθάνει, θα φροντίσω να μην το μάθει κανείς. Το έγραφα αυτό επειδή, όταν ανέβασα μια ενημέρωση σχετικά με την υγεία της στο www.iporta.gr, το ενδιαφέρον που εισέπραξα ήταν μεν πολύ έντονο και συγκινητικό, αλλά κατά περιπτώσεις καθόλου καλοδεχούμενο.
Μου τηλεφώνησαν, για παράδειγμα, από την εκπομπή της Τατιάνας Στεφανίδου για “να πω δυό λόγια για το άρθρο”.
Καταλαβαίνεις.
Συγκριτικά, όμως, το ειλικρινές ενδιαφέρον των ανθρώπων υπήρξε πολύ μεγαλύτερο από την πτωματολαγνεία των ΜΜΕ, οπότε είπα να ενημερώσω αυτούς που ενδιαφέρονται.
Η Σαρδέλα λοιπόν πέθανε στις 11:30 το πρωί της Παρασκευής 5 Ιουνίου, 14μιση ετών. Η υγεία της είχε επιδεινωθεί πολύ, απέκτησε ένα πρόβλημα στο θυρεοειδή, το αριστερό της μάτι καταστράφηκε εντελώς από μια νεοπλασία, και τα προβλήματα κινητικότητας είχαν γίνει πολύ πιο έντονα. Δεν είχε πια αυτό που ευφημιστικά αποκαλούμε “ποιότητα ζωής”.
Τι να κάνω; Συμβουλεύτηκα το γιατρό της, ο οποίος επιβεβαίωσε τη γνώμη μου, ότι είχε έρθει δηλαδή η ώρα της. Το καλό ήταν πως σ’ αυτές τις περιπτώσεις ο κτηνίατρος είναι πάντα αυτός που αποφασίζει, διαφορετικά οι περιπτώσεις ευθανασίας σκύλων θα ήταν πολύ περισσότερες και πολύ πιο πρώιμες. Ορισμένοι “ιδιοκτήτες” σκύλων (τι τραγική έκφραση, και πόσο παραπέμπει στη δουλεία!) θα προχωρούσαν σε ευθανασία με την παραμικρή ενόχληση, όπως γνωρίζουμε. Ας μην επεκταθώ.
Έτσι κλείστηκε το ραντεβού για τη μεθεπόμενη μέρα, και τότε άρχισαν τα πραγματικά δύσκολα. Όχι για κανέναν άλλο λόγο, αλλά εξαιτίας της ηλίθιας σκέψης “αυτό γίνεται για τελευταία φορά”. Τελοσπάντων.
Το προηγούμενο απόγευμα πήγα στο χασάπη και πήρα το καλύτερο, τρυφερότερο και πιο φρέσκο μοσχαράκι που υπήρχε, το μαρινάρισα και το μαγείρεψα γιουβέτσι. Πέτυχε πολύ το φαγητό, εγώ δεν έφαγα, επειδή το είχα υποσχεθεί σ’ αυτήν, αλλά μαγειρεύοντας δοκιμάζεις κι έγινε πραγματικά πολύ νόστιμο. Το άφησα να κρυώσει λίγο, και της το
σέρβιρα-όλο, τι θα πάθει το σκυλί, σκεφτόμουν και γελούσα μόνος μου και ξέφευγε και κανένα δάκρυ.
Το καταβρόχθισε όλο, παρόλη τη δυσκινησία, και παρέμεινε χαζούλα, αγαθή ακόμη και στην ώριμη ηλικία της. Οποιοσδήποτε άλλος θα έμπαινε σε υποψίες. “Μετά από τόσα χρόνια κροκέτες, αυτός ο τύπος με ταίζει γιουβέτσι;
Κάποιο λάκκο έχει η φάβα”. Δεν υποψιάστηκε όμως τίποτα, ούτε ακόμα και όταν της έδωσα μια τεράστια σοκολάτα να φάει για επιδόρπιο. Έγλειψε τα μουστάκια της και έπεσε για ύπνο.
Την άλλη μέρα το πρωί πήγαμε βόλτα, και ηλιθίως ήλπιζα ότι θα συμβεί κάτι απρόβλεπτο και θα μπορεί να περπατάει καλύτερα, ίσως ότι το γιουβέτσι λειτούργησε φαρμακευτικά και η υγεία της θα παρουσίαζε θεαματική βελτίωση.
Ηλιθίως, επαναλαμβάνω. Την πήγα στο γιατρό. Στο δρόμο σταμάτησα και πήρα άλλη μια τεράστια σοκολάτα. Την
έφαγε με όρεξη στον προθάλαμο του ιατρείου. Λέγαμε βλακείες με το γιατρό, τύπου τι καλά που θα ήταν εμείς οι άνθρωποι να μπορούσαμε να προγραμματίσουμε το θάνατό μας όταν δε θα μπορούμε άλλο να ζούμε αξιοπρεπώς, και τέτοια. Βλακείες.
Την πήρα αγκαλιά και την ανέβασα στο τραπέζι. Της έγλειψα τη μουσούδα, ανταπέδωσε, πάντα με εμπιστοσύνη, κι ας της δάγκωνα τη γλώσσα παίζοντας, προς μεγάλο εκνευρισμό της. Αν υπάρχει ένα χαρακτηριστικό που έχουν ΟΛΟΙ οι σκύλοι, είναι το ότι εμπιστεύονται πάντα τους ανθρώπους, ό,τι κι αν γίνει, όσο κι αν εμείς συχνά προδίδουμε την εμπιστοσύνη τους.
Τη μια στιγμή ήταν εκεί, η Σαρδέλα που ήξερα, έστω και πολύ λιγότερη, και την άλλη δεν ήταν πια εκεί. Λίγα κιλά οργανικής ουσίας. Επέστρεψε στη θάλασσα, εκεί από όπου προήλθε, εκεί από όπου προήλθαμε όλοι και εκεί όπου όλοι θα καταλήξουμε. Καμμιά φορά, ακόμη και τώρα, ξυπνάω το βράδυ και ακούω τα νύχια της στα πλακάκια. Είναι μόνο η ιδέα μου,όμως…»