» Derek Raymond (μτφρ. Βίκυ Λιακοπούλου, εκδόσεις Έρμα)
Ένα μικρό νήμα μεταξύ αναγνώσεων. Στο Νόμο του μίσους του Αλμπέρτο Γκαρλίνι εμφανίζεται ένας ντετέκτιβ της ιταλικής αστυνομίας, ένας χαρακτήρας που, παρότι δεν καταλαμβάνει ιδιαίτερο εμβαδό στην πλοκή, μοιάζει βγαλμένος από το εγχειρίδιο της υψηλής αστυνομικής λογοτεχνίας, ένας χαρακτήρας που πάνω του θα μπορούσε να γραφτεί ένα ολόκληρο νουάρ μυθιστόρημα. Τελειώνοντας την πολυσέλιδη περιπέτειά μου με τις ιταλικές νεοφασιστικές ομάδες, ήθελα διακαώς να συνεχίσω αναγνωστικά σε μονοπάτια σκοτεινά και να ακολουθήσω έναν μοναχικό ντετέκτιβ στην έρευνά του. Τράβηξα το Πέθανε με τα μάτια ανοιχτά από το ράφι με τα αδιάβαστα. Έτσι έγιναν τα πράγματα.
Βρέθηκε μέσα στους θάμνους μπροστά από τον Οίκο του Λόγου του Θεού στην Άλμπατρος Ρόουντ, στη συνοικία Γουέστ Φάιβ. Ήταν 30 Μαρτίου, απόγευμα, σε ώρα αιχμής. Έκανε κρύο διαβολεμένο κι ένας υπάλληλος γραφείου σκόνταψε πάνω στο πτώμα καθώς του ήρθε επιτακτική ανάγκη να ουρήσει ενώ γύριζε στο σπίτι του.
Χωρίς χρονοτριβή ο αφηγητής εισέρχεται στο ψαχνό της ιστορίας, ίσως γιατί τα χρόνια στην υπηρεσία και οι δεκάδες αναφορές που υποχρεώθηκε να συμπληρώσει απαίτησαν από εκείνον την ακρίβεια στο κόψιμο του περιττού λίπους. Ένα πτώμα που η ιστορία του δεν θα απασχολήσει τις εφημερίδες, μια υπόθεση διόλου δελεαστική για τα υψηλά κλιμάκια της υπηρεσίας. Για κάτι τέτοιες περιπτώσεις υπάρχει το Τμήμα Ανεξιχνίαστων Υποθέσεων, εκεί όπου μια καριέρα ντετέκτιβ μπορεί άκοπα να λιμνάσει. Την υπόθεση αναλαμβάνει ο μέχρι τέλους ανώνυμος αρχιφύλακας και πρωτοπρόσωπος αφηγητής της ιστορίας αυτής.
Ο δολοφονημένος άφησε πίσω του ηχογραφημένες κασέτες. Αυτό αποτελεί το κεντρικό αφηγηματικό εύρημα του Ντέρεκ Ρέιμοντ, με το οποίο δίνει φωνή στο θύμα, έναν μεσήλικα, αλκοολικό και αποτυχημένο συγγραφέα. Η φωνή του δολοφονημένου στοιχειώνει τα βράδια του ντετέκτιβ έτσι όπως ακούει τις κασέτες ξανά και ξανά, αρχικά αναζητώντας κάποιο στοιχείο, μα στη συνέχεια γυρεύοντας ένα καταφύγιο. Το εύρημα δεν περιορίζεται σε μια οδό προς την επίλυση της υπόθεσης, αλλά επιτρέπει στον Ρέιμοντ να χρησιμοποιήσει μια διπλή πρωτοπρόσωπη αφήγηση, να δώσει την υποκειμενική οπτική τόσο του θύματος όσο και του επιθεωρητή που έχει αναλάβει τη δικαίωσή του, να συνθέσει δύο ολοκληρωμένους χαρακτήρες. Κομμάτια των ηχογραφήσεων παρεμβάλλονται στην αφήγηση, τα αδιέξοδα, η αγωνία και η απογοήτευση της απομαγνητοφωνημένης φωνής επιτείνουν την ατμόσφαιρα, εμπλέκοντας ολοένα και περισσότερο τον επιθεωρητή, και κατ’ επέκταση τον αναγνώστη, δικαιολογώντας και ενισχύοντας την επιμονή του στην απόδοση δικαιοσύνης, έτσι όπως ο νεκρός παύει να είναι απρόσωπος, ένα απλό μονόστηλο στην εφημερίδα που γρήγορα ξεχάστηκε.
Η μεθοδολογία του ντετέκτιβ είναι, αναμενόμενα, ιδιαίτερη, απόρροια του χαρακτήρα και της ιδιοσυγκρασίας του. Συναντά ανθρώπους από τη ζωή του νεκρού και εμπλέκεται μαζί τους. Ζει ένα μέρος από τη ζωή του, αναπληρώνει μέρος από το κενό που άφησε, δείχνει πυγμή εκεί που ο νεκρός έδειξε αδυναμία, λειτουργεί ως αγγελιοφόρος του χαμού του· τα βράδια ακούει τη φωνή του ξανά και ξανά στο στερεοφωνικό. Κυκλοφορεί στου ίδιους δρόμους με εκείνον, κάποιους τους γνωρίζει ήδη καλά, κάποιους άλλους όχι και τόσο. Η ιδιότυπη αυτή αστυνομική έρευνα λειτουργεί ως ξενάγηση σε ένα Λονδίνο σκοτεινό και επικίνδυνο, θύμα της δεύτερης θατσερικής τετραετίας, με την εγκληματικότητα να γνωρίζει άνθηση. Οι απεργίες και η διαφθορά, η ανισότητα μεταξύ των τάξεων, η μοναξιά και η απελπισία, η επιβολή άρνησης οποιασδήποτε εναλλακτικής. Ένας κακοτράχαλος μονόδρομος.
Ο Ρέιμοντ επενδύει αρκετά στους χαρακτήρες του χωρίς να αρκείται στην ειδολογική στερεοτυπία που τους καθιστά με ευκολία αναγνωρίσιμους στον αναγνώστη. Χωρίς να παρεκκλίνει των νουάρ συμβάσεων πετυχαίνει να ενσωματώσει μια καλοδεχούμενη λογοτεχνικότητα που δεν βαραίνει τον παλπ χαρακτήρα της αφήγησης και της πλοκής μιας ιστορίας που διαβάζεται με μανία αλλά δεν ξεχνιέται. Σκληρό, αληθινό και καλογραμμένο, το Πέθανε με τα μάτια ανοιχτά ήταν ό,τι είχα ανάγκη να διαβάσω τη δεδομένη στιγμή. Αναπόσπαστο μέρος του νουάρ λογοτεχνικού κανόνα και μια ακόμα απόδειξη πως η συζήτηση περί παραλογοτεχνίας είναι τουλάχιστον παρωχημένη.
Ο Ντέρεκ Ρέιμοντ γεννήθηκε ως Ρόμπιν Κουκ. Η ζωή, ωστόσο, τα έφερε έτσι που όταν αποφάσισε να γράψει επαγγελματικά αντιμετώπισε το πρόβλημα της συνωνυμίας με έναν εμπορικό Αμερικανό συγγραφέα. Η αγάπη του για την αστυνομική λογοτεχνία τον οδήγησε στην επιλογή του συγκεκριμένου ψευδώνυμου, ένας φόρος τιμής στους σπουδαίους. Το Πέθανε με τα μάτια ανοιχτά αποτελεί το πρώτο βιβλίο της σειράς Factory Novels, που χάρισε στον Ρέιμοντ τον τίτλο του νονού του βρετανικού νουάρ. Είναι η πρώτη φορά που μεταφράζεται στα ελληνικά, κάτι το εντυπωσιακό αν σκεφτεί κανείς το πόσο δημοφιλές είναι το αστυνομικό μυθιστόρημα ως είδος στα μέρη μας. Η πολύ καλή μετάφραση ανήκει στη Βίκυ Λιακοπούλου και το κατατοπιστικό, γεμάτο αγάπη επίμετρο στη Χίλντα Παπαδημητρίου.
Τώρα περιμένω να κυκλοφορήσει η συνέχεια.