» Νίκος Α. Μάντης (εκδόσεις Καστανιώτη)
Φαινόμενο σύνηθες: ο συγγραφέας καθισμένος στο γραφείο του και στον μικρόκοσμό του επιχειρεί να αποτυπώσει ρεαλιστικά και με αληθοφάνεια τον μεγάλο κόσμο. Συνήθως το αποτέλεσμα δεν διαφέρει και πολύ από ένα σύνολο στερεότυπων και άψυχων χαρακτήρων, που κινούνται σε ένα περιβάλλον ελάχιστα πειστικό. Βέβαια, συχνά οι παραπάνω συγγραφείς συναντούν τους αναγνώστες τους, επίσης αποκομμένους απ’ την πραγματικότητα, οπότε και δέχονται τις επευφημίες: ρεαλιστικότατο, σκληρό, πραγματικό. Oλοι ευχαριστημένοι. Μάλιστα, τα τελευταία χρόνια, με την οικονομική κρίση να δεσπόζει και να επισκιάζει τα πάντα, αρκετοί ακόμα επίδοξοι συγγραφείς πρόσθεσαν το όνομά τους στην παραπάνω λίστα, επιχειρώντας μια δημοσιογραφικού χαρακτήρα λογοτεχνία, την οποία ο “ρεαλισμός” θα έσωζε από τις εξόφθαλμες αδυναμίες της αφήγησης, της δομής, των χαρακτήρων κ.τ.λ. κ.τ.λ. κ.τ.λ. Η περίπτωση του Μάντη δεν είναι η παραπάνω. Ευτυχώς. Στο “Πέτρα Ψαλίδι Χαρτί”, σπονδυλωτό μυθιστόρημα όπως σωστά διευκρινίζεται στο εξώφυλλο, ο βραβευμένος, από το ηλεκτρονικό περιοδικό Αναγνώστης για την Άγρια Ακρόπολη (2013), συγγραφέας στρέφει το βλέμμα του στο παρόν. Μοιάζει να εμπνέεται από όσα τον περιβάλλουν, την πόλη που διασχίζει, τους ανθρώπους που συναντά, τις ιστορίες που ακούει. Υπάρχει μια αίσθηση οικειότητας, που συνοδεύει την ανάγνωση, κάτι αναμενόμενο, καθώς όλοι είμαστε εκτεθειμένοι, άλλοι λιγότερο και άλλοι περισσότερο, στα ίδια ερεθίσματα. Eξι ιστορίες αποτελούν τον πυρήνα του μυθιστορήματος, ιστορίες των οποίων οι πρωταγωνιστές συνδέονται και διασταυρώνονται στη σημερινή Αθήνα, ό,τι κοντινότερο σε μητρόπολη διαθέτουμε στη μικρή μας χώρα.
Ο Μάντης δεν εκβιάζει τη σύνδεση των ιστοριών του, δεν είναι αυτό που τον ενδιαφέρει άλλωστε. Επιλέγει τον δύσκολο δρόμο της πρωτοπρόσωπης αφήγησης, δύσκολο λόγω των εναλλαγών στις αφηγηματικές φωνές, άνθρωποι τόσο διαφορετικοί μεταξύ τους. Εκεί φαίνεται και η ικανότητα του συγγραφέα στην αφήγηση, η πειστικότητα των χαρακτήρων που “αναγκάζει” τον αναγνώστη να κοιτάξει από τη δική τους σκοπιά τις καταστάσεις και τα γεγονότα, να αισθανθεί τις βαθύτερες ανάγκες τους, τις φοβίες και τις ελπίδες τους. Χαρακτηριστικότερο δείγμα αυτής της ικανότητας αποτελεί ο χρήστης ναρκωτικών, πρωταγωνιστής της πρώτης ιστορίας, ο οποίος μας ξεναγεί στο κέντρο της Αθήνας μέσα από μια πυρετική και παραληρηματική αφήγηση, στον αγώνα του να εξασφαλίσει χρήματα για μια ακόμα δόση. Ο Μάντης επιθυμεί όμως τον πλουραλισμό, στοιχείο απαραίτητο για τη σύνθεση της πραγματικότητας εκεί έξω. Το αποτέλεσμα είναι ένα πολυφωνικό μυθιστόρημα, αυτή άλλωστε μοιάζει να είναι και η επιδίωξη του συγγραφέα, και όχι μια συλλογή διηγημάτων με κοινό θεματικό άξονα τη σύγχρονη Αθήνα.
Και μπορεί το περιβάλλον να είναι όντως η Αθήνα της οικονομικής κρίσης, όμως οι ιστορίες, εκτός ίσως από μία, θα μπορούσαν να έχουν συμβεί και την προηγούμενη δεκαετία, τη χρυσή κατά πολλούς. Γεγονός που απαλλάσσει το μυθιστόρημα απ’ τον αχρείαστο και ακόμα άγουρο τίτλο: λογοτεχνία της κρίσης. Και είναι αυτή η οικειότητα, για να επιστρέψω στον αρχικό συλλογισμό, που τόσο λείπει στην πλειοψηφία της λογοτεχνίας του πραγματικού, ιδιαίτερα της εγχώριας, όχι για λόγους γονιδιακούς, αλλά επειδή αφορά γνώριμα μέρη και καταστάσεις, οικειότητα που τόσο έντονα πηγάζει από τις σελίδες του μυθιστορήματος αυτού και του προσδίδει την απαραίτητη δυναμική, για να σε παρασύρει μακριά από αναμασημένες αστικές δοξασίες και εξ αποστάσεως κρίσεις. Μυθιστόρημα σίγουρα διαφορετικό από τη δυστοπική Aγρια Ακρόπολη, που είχε ως φόντο την Αθήνα του μέλλοντος όπως την οραματίστηκε ο Μάντης, με ευδιάκριτους όμως τους συνδετικούς εκείνους ιστούς ανάμεσα σε αυτά τα δύο ύστερα έργα, περισσότερο κοινωνικοπολιτικά σε σχέση με τα προηγούμενα.
Γνώριμα στοιχεία της γραφής του Μάντη ο σκεπτικισμός και η προσπάθεια για κατανόηση, που τόσο λείπουν, όχι μόνο από τη λογοτεχνία μα γενικότερα.