Βούτηξε πάλι την πολυκέλαδη γραφίδα του στο καλαμάρι της καρδιάς του ο συγγραφέας και αγαπητός μου φίλος Γιάννης Θ. Πολυράκης φέρνοντας στο φως της δημοσιότητας το έβδομο κατά σειρά βιβλίο του με τον τίτλο “Πέτρινα χρόνια σε πέτρινο τόπο”.
Ενα βιβλίο που τις σελίδες του τις πρωτοέγραψε με ανεξίτηλα γράμματα πάνω στα φύλλα της καρδιάς του, από τότε που άρχισε να καταλαβαίνει και ν’ αντιλαμβάνεται τις χαρές και τις λύπες της ζωής. Τότε που ένοιωθε έντονα την ζεστασιά του ήλιου και την κρυάδα του δροσερού αέρα στην αγκαλιά του αγαπημένου του τόπου ως παιδί. Ενα βιβλίο άρτια επιμελημένο διακοσίων δεκαοκτώ σελίδων, έχοντας διαλέξει για εξώφυλλο μια φωτογραφία του πεντάμορφου χωριού του, τον Αγιο Ιωάννη στα Σφακιά. Το βιβλίο του αυτό το αφιερώνει ο Γιάννης Πολυράκης στους χωριανούς του, όπου γης. Αλήθεια, ποιος από τους αναγνώστες τούτου του βιβλίου μπορεί να μην νοιώσει κάποιο ελαφρύ φτερούγισμα στην καρδιά του, διαβάζοντας την πιο πάνω αφιέρωση; Εγώ πιστεύω κανείς. Κι ο πιο σκληρός αναγνώστης δεν μπορεί, κάποιο γλυκό ανατρίχιασμα θα αισθανθεί στο κορμί του. Την απέραντη αγάπη για το χωριό του ο συγγραφέας τη δείχνει περίτρανα στο ποίημα στην πρώτη κιόλας σελίδα του βιβλίου του. Να τι μας λέει ο ποιητής: «Λένε πως τ’ άψυχα δεν έχουν λαλιά/ δεν έχουν αισθήματα και αισθήσεις/ λένε πως είναι νεκρή φύση». Για ν’ αποδείξει πιο κάτω και να μας πει ότι «τότε γιατί μου μίλησε η πέτρα γιατί με καλοδέχτηκε το χώμα σαν άφησα τα ίχνη των παπουτσιών…». Τόσο πολύ αγαπάει τον τόπο του ο συγγραφέας που όταν πηγαίνει εκεί, θαρρεί πως όλα του μιλούν και πως όλα τον καλωσορίζουν και τον αγκαλιάζουν. Γίνεται πάλι παιδί και μιλάει μαζί τους με τη μυστική φωνή της ψυχής του ώρες ατελείωτες. Ολα όσα έζησε και πέρασε ο Γιάννης Πολυράκης, ξυπόλητο παιδί, φτωχό βοσκαρούδι όπως μας λέει ο ίδιος, σαν μικρός καημός έχουν παραμείνει στην μνήμη του και μας το διηγείται με απίστευτη γλαφυρότητα. Θα μας πει για το παράπονο του, που δεν είχε να φορέσει παπούτσια.
Περπατώντας ξυπόλητος στα κακοτράχαλα βοσκοτόπια του χωριού του, πονώντας αφάνταστα τα δάκτυλα των πάντα ματωμένων ποδιών του. Όμως η ζωή κυλούσε ήσυχη, μας λέει πιο κάτω ο Γιάννης, με τη συντροφιά των συνομηλίκων του βοσκών, γιατί όλοι ήταν το ίδιο, όλοι είχαν ζεστή καρδιά κι απέραντη ψυχική γαλήνη.
Στη συνέχεια πάρα πολλές ιστορίες μας αναφέρει ο συγγραφέας στις σελίδες του βιβλίου αυτού, που στους παλαιότερους αναγνώστες του θα ζωντανέψουν στις μνήμες του. Εικόνες σκληρές πολλές φορές της πέτρινης εποχής, διδάσκοντας συγχρόνως στους νεότερους ιστορία, ήθη και έθιμα, πίστη στο λόγο και τον όρκο των Σφακιανών κείνης της εποχής κι ένα σορό άλλα χρήσιμα πράγματα που γινόντουσαν τότε στα χωριά και που σήμερα ή έχουν ξεχαστεί εντελώς, κλεισμένα στο χρονοντούλαπο της ιστορίας ή έχουν πια ξεθωριάσει, κάτι βέβαια που όλοι έχουμε χρέος να τα μεταλαμπαδέψουμε στις ερχόμενες γενιές με όποιον τρόπο ο καθένας από μας μπορεί και από το δικό του μετερίζι ακολουθώντας ως μπροστάρη τον ακάματο συγγραφέα Γιάννη Θ. Πολυράκη.
Θα μπορούσα βέβαια να γράφω ώρες ολόκληρες για τα όσα αναφέρει ο Γιάννης Πολυράκης στο βιβλίο του, όπως απίστευτα γεγονότα γύρω από τη ζωή των χωριανών, ιστορίες παράξενες όπως είναι η απίστευτη ψυχραιμία της μαμής, βοηθώντας με την εμπειρία της τις εγκυμονούσες να φέρουν στον κόσμο τη νέα ζωή, σχεδόν σαν θαύμα. Κι ένα σορό άλλες δραστηριότητες των ανθρώπων των ορεινών και απομακρυσμένων χωριών, όμως ο χώρος της εφημερίδας δεν μου το επιτρέπει και σταματάω εδώ.
Πριν τελειώσω όμως την ταπεινή τούτη αναφορά μου για το βιβλίο του Γιάννη Πολυράκη, θέλω ν’ απευθυνθώ προς όλους τους αναγνώστες μου και να τους πω ότι το εν λόγω βιβλίο πρέπει να γίνει το στολίδι της όποιας βιβλιοθήκης, γιατί είναι ένα σπάνιο βιβλίο.
Τελειώνοντας θέλω κι από τούτη τη θέση να ευχαριστήσω τον συγγραφέα, για την τιμή που μου έκανε χαρίζοντας μου το βιβλίο του και μάλιστα με αφιέρωση, παρακαλώντας τον μεγαλοδύναμο να του δίνει δύναμη να συνεχίσει το αψεγάδιαστο, χρήσιμο για την κοινωνία μας αξιοθαύμαστο έργο του.
*συγγραφέας – ποιητής,
μέλος της Παγκοσμίου Ενώσεως Ελλήνων Λογοτεχνών και Μέλος της Λογοτεχνικής Παρέας Χανίων