Δευτέρα, 23 Δεκεμβρίου, 2024

Πέτρινα χρόνια σε πέτρινο τόπο

Στον Άη Γιάννη των Σφακιών, του Θοδωρή παιδάκι,
τον ‘ξέραν όλα τα βουνά τον Γιάννη Πολυράκη
Πατρός ποιμένος ήταν γιος, μ’ αντί για το κοπάδι,
την αλφαβήτα “έβοσκε” απ’ το πρωί ως το βράδυ
Κι εκείνη τον αντάμειψε με πλούσιο μαξούλι
κι έβαλε πλήσια μόρφωση ,στου νου του το σακούλι

Είχε πατέρα Σφακιανό, γεμάτο περηφάνια,
π’ απ’ τα παιδιά του έδιωξε της φτώχιας την ορφάνια
Κι η μάνα, η κυρά Μαριγώ, σαν κλώσα τα παιδιά της
τα σκέπαζε, και τα ‘καμε αετούς η αγκαλιά της
Σ’ αυτό, λοιπόν, το μακρινό κι άγνωστο βοσκοχώρι,
είδε το φως μια ταχινή, μιάς μάνας έν’ αγόρι
Από τα πρώτα χρόνια του, βουνό οι δυσκολίες,
μα σαν υπάρχει θέληση…ζωής είν’ αγγελίες
Κι ήταν οι τόποι πέτρινοι, μα ‘χε μυαλό σφουγγάρι,
που μπόρειε κι απ’ ασπάλαθο, ό,τι φελά, να πάρει
Πέτρινα χρόνια έζησε, σαν πήγαινε σχολείο,
κι όλα του τα βιώματα, τα έκανε βιβλίο

Τα ποδαράκια τα λιγνά, ξυπόλητα πατούσαν
μα…με κλεμμένα κόκκινα σκαρπίνια επετούσαν
Κι όταν θα δεις ολόκληρη αυτή την ιστορία,
δίκιο θα δώσεις στο Γιαννιώ και στη μαμά Μαρία
Θα ζήσεις πλάι του κι εσύ την παιδική απορία,
του τι σημαίνει θάνατος, σαν πήγε σε κηδεία
Θα δεις, πώς κατασκεύαζε μια σβούρα, ένα πιστόλι,
μία χαρχάλα…κι έπαιζε καθημερνή και σκόλη
Θ’ ακλουθάς κι εσύ μαζί στ’ άγριο μονοπάτι,
να φτάσεις ως τις αλυκές, που βγάζανε τ’ αλάτι
Θα πρωτακούσεις ράδιο, στον πέτρινο τον τόπο
και την πρωτόγνωρη χαρά θα νοιώσεις των ανθρώπω(ν)
Θα μάθεις για το “μάτιασμα” και το κλεμμένο κρέας
και για τις “πλάκες” ,π’ έστηναν ο Γιάννης κι ο Ανδρέας
Θα νοιώσεις, όπως ένοιωσε, σαν είδε σκοτωμένο
και το γιατί “πεθάνανε” προωρογεννημένο
Θα οργιστείς, όταν θα δεις το δάσκαλο με βέργα
και πώς “χαντάκωνε” παιδιά ,με τα δικά του έργα
Θα νοιώσεις, πόσο άξιζε η μάνα του αντάρτη
και πώς, θεμέλιο έβαλε στης μόρφωσης το χάρτη
του Γιάννη της, π’ αν κι αμόρφωτη, έκανε τη δασκάλα
και ‘κείνος, τέρμ’ ανέβηκε της μόρφωσης τη σκάλα
Θυμό θα νοιώσεις, σαν θα δεις το “χρέος” του πατέρα
και του καπνού του το χαμό, μια πέτρινη ημέρα
Θ’ ανατριχιάσεις, σαν θα δεις μαμή, πώς ξεγεννάει
και του ετοιμοθάνατου η οδύνη, πώς πονάει
Θ’ ακολουθήσεις το μικρό το Γιάννη στο σχολείο,
από την ώρα που ξυπνά και μέχρι το βραβείο,
που πήρε για την έκθεση, ως πρωτοβραβευμένος
στην Έκτη του Δημοτικού… αν και” πατρός ποιμένος”…
Κι ύστερα στο Γυμνάσιο, μακριά απ’ το πατρικό του,
πεντάωρο περπάταγε, να φτάσει στο σχολειό του
Μ’ ένα σακούλι τρόφιμα κι ένα πυρσό στο χέρι
και με το φόβο ενός παιδιού και το σκοτάδι ταίρι,
πέρναγε της Αράδαινας το φάραγγα με φόβο
και με το πρώτο χάραμα , εις το σχολειό ντελόγο
ήταν’ εκεί, στην ώρα του κι όλη την εβδομάδα
τα γράμματα εμάθαινε, δεν άφηνε αράδα

Μορφώθηκε, εσπούδασε κι έζησε στο χωριό του
Λαμπροχριστούγεννων χαρές και των πανηγυριώ(ν) του
Κι ανέβηκε-μεγάλος πιά- ως το παλιό μιτάτο,
που μ’ αναμνήσεις μοναχά βρήκε,  να ‘ναι γεμάτο
Στον γκρεμισμένο τοίχο του,  βρήκε τα αρχικά του,
που έφεραν στα μάτια του βροχή τα δάκρυά του
Ύστερα τον οδήγησ’ η καρδιά στο πατρικό του,
μα ‘ταν η πόρτα σφαλιστή κι η βλόγα των γονιών  του,
εις τα αυτιά του ,του ‘φερνε τα περασμένα χρόνια
τότε, που δεν εσκέπαζαν την κεφαλή τα χιόνια
Κι όλες τις νοσταλγίες του μα και τις αναμνήσεις,
σ’ ένα βιβλίο έκλεισε, απόσταγμα της ζήσης
Και γίνονται όλες μαζί ένα σφιχτό κουβάρι,
που από το νήμα του ,ο καθείς μηνύματα θα πάρει
Όλ’ οι παλιοί να θυμηθούν κι οι νέοι να μαθαίνουν
πως…
ΚΙ ΑΠΟ ΤΟΠΟΥΣ ΠΕΤΡΙΝΟΥΣ, ΠΑΝΩΡΙΑ ΔΕΝΤΡΑ ΒΓΑΙΝΟΥΝ

Μαρία Βογιατζάκη Ντούζα
Φιλόλογος
Μέλος της Λογοτεχνικής Παρέας Χανίων


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Εντός εκτός και επί τα αυτά

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα