Πολλές επαινετικές κριτικές έχουν δει το φως της δημοσιότητας από πνευματικούς ανθρώπους του τόπου μας, μέχρι το τελευταίο έμμετρο ομοιοκατάληκτο ποίημα της φιλολόγου Μαρίας Βογιατζάκη – Ντούζα, με τον παραπάνω εύστοχο τίτλο, του αγαπητού φίλου και εγνωσμένου κύρους λογοτέχνη Γιάννη Πολυράκη. Θα προσπαθήσω λοιπόν να επισημάνω μόνον ορισμένα σημεία από την αναπόληση βιωματικών ιστορημάτων της δύσκολης παιδικής του ηλικίας, που ξαναζωντανεύουν τον κύκλο της ζωής, από τη γέννηση ως το θάνατο, σ’ ένα τόπο κακοτράχαλο και απομονωμένο, το χωριό Άη Γιάννης Σφακίων, τα πέτρινα χρόνια της δεκαετίας του ’50. Πέραν από την αδιαμφισβήτητη λογοτεχνική αρτιότητα, εντυπωσιάζει η αξιοζήλευτη μνήμη του συγγραφέα, που φανερώνεται στους διαλόγους, τις περιγραφές, τις διηγήσεις, στα ευχάριστα, στα δυσάρεστα μα και ευτράπελα βιώματα, με απόλυτη ειλικρίνεια, όπως ο ίδιος ομολογεί: «Η μνήμη είναι η ψυχή του ανθρώπου», όπως λέει ο Ουμπέρτο Έκο. Η μνήμη όμως αυτή συνοδεύεται από μιαν ευαίσθητη ψυχή, που αναδύεται από τα γραφόμενά του, όπως και ισχυρή θέληση, το σπουδαίο αυτό στοιχείο της ύπαρξης του ανθρώπου. Δεν τον εμπόδιζε ούτε ο καιρός, ούτε η ανέχεια, ούτε ο κακοτράχαλος κι απομονωμένος τόπος για να πραγματοποιήσει τα όνειρά του. Πιστός στο Θεό και ανθρωπιστής, μεταφέρει τα ήθη και έθιμα του τόπου του στους συντοπίτες του μα και σε μας, κληρονομιά και παρακαταθήκη. Περιγραφή ζώσα και ευχάριστη, σε ωθεί να διαβάσεις μέχρι τέλους το καλαίσθητο αυτό βιβλίο των 220 σελίδων. Ο επίλογος με τη νοερή του αναδρομή στο χωριό του, σε συνεπαίρνει: «Κλείνοντας την αναδρομή μου στη μητρώα Γη, στέλνω ακόμη μια φορά τη σκέψη να περιοδεύσει στα στενά σοκάκια του Άη Γιάννη, να μείνει για λίγο έξω από τις ερμητικά κλειστές του πόρτες, με μια στάση μεγαλύτερης διάρκειας στο αλλότρια κλειδαμπαρωμένο πατρικό μου σπίτι…» Και κλείνει: «Αέρινα φτεροκοπά με σιαμαίο “επιβάτη” τη νοσταλγία στην πτήση τούτη, διαβαίνει ακόμη μια φορά το δαιδαλώδες μονοπάτι του Φάραγγα τσ’ Αράδαινας, και φτάνει σε μηδαμινή χρονοστιγμή πίσω εις το δικό μου σπίτι στ’ Ακρωτήρι, εισέρχεται σε τούτο, κι εγώ ευθύς αμέσως αδράσκω τη γραφίδα, να γράψω στο γραφτό μου: ΤΕΛΟΣ»!!
Είχα την ευκαιρία να επισκεφθώ, ως Προϊστάμενος Πρωτ. Εκπ/σης, το δυτικότερο χωριό των Σφακίων Άη Γιάννη το 1988, όταν ακόμα λειτουργούσε το σχολείο με τους λιγοστούς μαθητές, και απόλαυσα την πυκνόφυτη βλάστηση από πεύκα, κυπαρίσσια κι ασφεντάμους. Γνώρισα το όμορφο χωριό, τους μικρούς με το σπινθηροβόλο βλέμμα και το καθαρό μυαλό, τον υπομονετικός δάσκαλο, τους καλοσυνάτους κατοίκους και την παραδοσιακή σφακιανή φιλοξενία.
Ομως οι αναπολήσεις με τις απίστευτες περιπέτειες που βίωσε ο δεκάχρονος Γιάννης, που με τόση γλαφυρότητα περιγράφει ο συγγραφέας, μου έδωσε την ευκαιρία, -και γι’ αυτό τον ευχαριστώ- να θυμηθώ κι εγώ τους δικούς μου ανθρώπους που δεινοπάθησαν και ταλαιπωρήθηκαν αφάνταστα για να κάμουν το πρώτο βήμα προκοπής στη ζωή τους. Πρώτα τον πατέρα μου, μακαριστό παπά Ζαχάρη, που όπως βλέπετε στην εμβληματική αυτή φωτογραφία με μπαλωμένα ρούχα και ξυπόλητο, δίπλα στη μητέρα μου Ειρήνη, το γένος Πολυχρονάκη, πηγαινοερχόταν από το Κόκκινο Χωριό στο Γυμνάσιο Βάμου, απόσταση 10χλμ. περίπου, επί έξι ολάκερα χρόνια, μέσα σε δύσβατο μονοπάτι ανάμεσα από αστιβίδες, ασπαλάθους, βάτους, που μάτωναν τα σκληραγωγημένα πόδια του. Η φωτογραφία που έστειλαν στον μεγαλύτερο αδελφό του Ανδρέα, που είχε μεταναστεύσει στην Αμερική, στάθηκε αφορμή για να τους στείλει λίγα χρήματα, που εξοικονόμησε δουλεύοντας ως λαντζέρης και εργάτης στα ορυχεία, και πήρε τα πρώτα του σαντάλια σε ηλικία 14 ετών. Όταν σε μια εκδήλωση στο χωριό μας είδε τη φωτογραφία αυτή ο τότε Μητροπολίτης μας και νυν Αρχιεπίσκοπος Κρήτης κ.Ειρηναίος, μου λέει: «Στέλιο, θα σε παρακαλέσω να μου βγάλεις ένα αντίγραφο. Θέλω να την έχω στο γραφείο μου, χωρίς να αναγράφει ονόματα, για να βλέπουν οι σημερινοί νέοι σε τι συνθήκες μάθαιναν γράμματα οι παλιότεροι και να βγάζουν τα δικά τους συμπεράσματα.
Δεν μπορώ όμως να μην αναφέρω και την περίπτωση της γυναίκας μου Δέσποινας που πηγαινοερχόταν από τον Αλίκαμπο στο ίδιο Γυμνάσιο Βάμου, απόσταση 15 χλμ., περνώντας από κονταρίδες, απότομες κατηφοριές κι ανηφοριές, φορώντας παπούτσια με πέταλα, για να μη φθείρονται εύκολα οι σόλες. Περνώντας το Βρυσιανό ποταμό κάποτε που είχε υπερχειλίσει, την παρέσυρε. Ευτυχώς συγκρατήθηκε από καλάμια και μέχρι ν’ ανέβη από το Καρύδι στο σχολειό της, κάπως στέγνωσε…
Κλείνοντας το κείμενό μου αυτό, παρατηρώ πως και ο Γιάννης και ο Ζαχάρης και η Δέσποινα ήταν παιδιά βοσκών που είχαν από πέντε παιδιά! Σύμπτωση…
Έζησαν δε στα… «ΠΕΤΡΙΝΑ ΧΡΟΝΙΑ σε ΠΕΤΡΙΝΟΥΣ ΤΟΠΟΥΣ»…