Δάνεια σε «βαθύ κόκκινο», για τα οποία έχουν πλήρεις προβλέψεις, θα επιδιώξουν να πωλήσουν οι τράπεζες για να αποφορτίσουν τους ισολογισμούς τους. Αν και η συγκεκριμένη αγορά προχωρά με δειλά βήματα, σχεδιασμός υπάρχει και γίνονται συζητήσεις με εξειδικευμένα funds.
Το επόμενο διάστημα αναμένεται μία συναλλαγή από τη Eurobank, για καταναλωτικά δάνεια ύψους 1,5 δισ. ευρώ χωρίς εξασφαλίσεις που έχει διαγράψει, ενώ και οι άλλες τράπεζες πακετάρουν δάνεια αυτής της κατηγορίας, διερευνώντας την αγορά. Ειδική μελέτη της Τράπεζας της Ελλάδος καταρρίπτει τον μύθο ότι τυχόν πωλήσεις δανείων θα πίεζαν τα κεφάλαια των τραπεζών και αποδεικνύει ότι κυρίως για καταγγελμένα επιχειρηματικά και καταναλωτικά δάνεια, οι τράπεζες θα μπορούσαν να προχωρήσουν με σχετική άνεση σε πωλήσεις.
Τα κεφαλαιακά «μαξιλάρια» είναι ικανοποιητικά, καθώς ο κλάδος διαθέτει υψηλές προβλέψεις και έχει προσαρμόσει τους ισολογισμούς του στις δύσκολες συνθήκες. Παράγοντες της αγοράς επισημαίνουν στη «Ν» ότι για τους δανειολήπτες, η πώληση του δανείου τους μπορεί να είναι ευκαιρία «απαλλαγής» από το βάρος των οφειλών: τα funds αγοράζουν σε πολύ χαμηλές τιμές και ζητούν ένα κέρδος επί του τιμήματος αυτού, ώστε η τελική οφειλή είναι κατά πολύ χαμηλότερη από την αρχική για το δανειολήπτη.
Από τα 107,5 δισ. ευρώ μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων στο εννεάμηνο, το σύνολο των ανοιγμάτων σε καθυστέρηση άνω των 90 ημερών (συμπεριλαμβανομένων και των καταγγελμένων ανοιγμάτων) ανέρχεται σε περίπου 80 δισ. ευρώ, ενώ μόνο τα καταγγελμένα ανοίγματα ανέρχονται σε περίπου 48 δισ. ευρώ. Το σύνολο προβλέψεων έναντι δανείων ήταν άνω των 53 δισ. ευρώ για τον κλάδο και το ποσοστό κάλυψης ανερχόταν σε περίπου 50%.
Όπως επισημαίνεται στη μελέτη που περιλαμβάνεται στην Επισκόπηση του Χρηματοπιστωτικού Συστήματος που δημοσιοποίησε χθες η ΤτΕ, το σύνολο των καταγγελμένων δανείων ύψους 48 δισ. ευρώ, με αξία εξασφαλίσεων ύψους περίπου 22 δισ. ευρώ, θα μπορούσε δυνητικά να μεταβιβαστεί στο 30% της αξίας τους, δηλαδή 14 δισ. ευρώ, χωρίς να γίνει χρήση του υφιστάμενου υπερβάλλοντος κεφαλαιακού αποθέματος. Το είδος και η αξία των εξασφαλίσεων αποτελούν καθοριστικό παράγοντα για τη διενέργεια λογιστικών προβλέψεων και συνακόλουθα για τη δυνητική τιμολόγηση μεταβιβάσεων χαρτοφυλακίου, ενώ το ζητούμενο είναι να διαμορφωθεί μια λειτουργική δευτερογενής αγορά και να υπάρξουν φορολογικές διευκολύνσεις, όπως ζητείται από τον κλάδο.
ΠΗΓΗ: naftemporiki.gr