Δευτέρα, 23 Δεκεμβρίου, 2024

Ποια η συμπαράστασή μας;

Την ανακοπή τη ξέφυγα.
Η έκρηξη γίνηκε.
Τα χαρτιά τα έσκισα.
Και ένα χτύπημα να ξεχαρβαλωθεί η ξώπορτα, με έσωσε απ’ το εγκεφαλικό.
Και το πιο σπουδαίο, με το που πετάχτηκα σαν ελατήριο όξω στο χωράφι, με το που με έλουσε, ασήμι μαυρισμένο το φεγγαρόφωτο, κατάλαβα μια μεγάλη αλήθεια. Που την αναζητούσα χρόνια.
Πως είμαι ένας αδιόρθωτος ασυμβίβαστος ρομαντικός μπορεί και γραφικός βλάκας.
Ναι, ένας οδοιπόρος που δεν θέλει να δεχτεί την πραγματικότητα, αδυνατεί να ξεχωρίσει τις πληγές μας που πλημμυρίζουν αίμα ως διαβαίνουμε τρεχάτοι των καιρών τα βίτσια και της τεχνολογίας τις καταστροφές, κι αγναντεύει ακόμα το αστραλίκι1 ανάμεσα ζώα και αθρώπους, κι επαναστατεί, μα αδυνατεί να ξεδιαλύνει πού, εξόν τα λεφτά ξεχωρίζουμε, και πού εξόν τα κρυστάλλινα και πλατινένια μπιχλιμπίδια υπερτερούμε.
Λέγαμε κάποτε πως έχουμε το πνεύμα και το συναίσθημα που μας κάνει να υπερηφανευόμαστε πως κρατάμε τα ινία σε τούτο τον κόσμο.
Το πνεύμα ασθενεί, το μυαλό μένει. Τυποποιημένο, καμουφλαρισμένο, ποτισμένο ύλη και ντοπαρισμένο, να δουλεύει μοναχά προς τη μια κατεύθυνση, και για ένα μόνο σκοπό. Να εφευρίσκει τρόπους να ευκολύνουμε μα να χαλάμε τη ζωή μας, να την κάνουμε κι αυτήν πλαστικιά, που κάποτε θα είναι υποβαθμισμένη ομπρός του αθρώπου τα καμώματα, ρομπότ ή διαδίκτυο λέγονται.
Κι αφού το μυαλό ξετόπισε το πνεύμα, κι ο πολιτισμός σταμπιλαρισμένος ξύλινος κυριάρχησε στη λεγόμενη ζωή μας, άδικα ψάχνω να βρω τι απογίνανε αυτά τα ωραία συναιστήματα αγάπης ευγένειας αλληλεγγύης στοργής πόνεσης και χιλιοτραγουδημένου έρωτα που δίνανε μια αλλιώτικη ομορφάδα, ένα πιο σημαδιακό νόημα και περιεχόμενο στη ζωή μας.
Γι αυτό κι ανακράζω πως, ναι είμαι ξεπερασμένος, ανήκω στα υπό διωγμό και εξαφάνιση πλάσματα και δικαίως μερικοί θα με χαρακτηρίσουν αφελή, ή θα μου κολλήσουν τη ταμπέλα του ακαταλόγιστου.
Βραδάκι ήτανε πια απόψε, ώρες πολλές ασταμάτητα στα χαρτιά μου απάνω, να γράφω, σκίζω, μουτζουρώνω και να ξαναγράφω λαχανιασμένος το άρθρο της βδομάδας, πετάχτηκα ορθός, γιόμισε η κάμαρη αισθήματα, γέλιο δάκρυα, μαλλιά ανάκατα και χειροκροτήματα, σημάδια ούλα ενός φρενοβλαβούς, και σα τον μεγάλο νικητή, με ύφος θριαμβευτή έδωκα το κείμενο να το διαβάσει η μούσα μου που με υποστηρίζει.
Ήταν ένα κείμενο γιομάτο συναίσθημα και διαμαρτυρία για τα φαινόμενα των καιρών μας· την αδιαφορία, τον ατομικισμό, και τον υλισμό. Γιομάτο μηνύματα και προβληματισμό για το πότε ήταν η ζωή καλλίτερη. Ένα άρθρο με ειδικό βάρος δυσβάσταχτο για μένα.
Κι ως απάντεχα σα το σκολιαρόπαιδο ομπρός το Δάσκαλο, έκανα τον αδιάφορο, μα τρεμόπαιζε η ματιά μου, γιατί ξέρω τη σκληράδα της που οι άλλοι τη λένε πραγματισμό, είδα να παίζουν τα φρύδια της και να διαγράφονται οι ζάρες ανάμεσά τους.
—Δεν είναι καλό, έ; Ρώτησα σιγανά.
—Προσπαθώ να καταλάβω γιατί δεν μου αρέσει πάρα πολύ, ήρθε ψυχρή η απάντηση.
—Μήπως τα έντονα συναισθήματά μου;
—Φοβάμαι πως ζητάς ένα κόσμο αλλιώτικο. Ιδανικό.
—Ζητώ έναν κόσμο πιο ανθρώπινο. Να νοιάζεται ο ένας λίγο και για τον άλλο. Με ευγένεια και εξωϋλιστικά ενδιαφέροντα.
Κι όταν επέμενε στην ρεαλιστική της άποψη, που θέλει τον άθρωπο εγωκεντρικό, κι ισοπέδωση συναισθημάτων και αξιών, τότε ήταν που έγινε η έκρηξή μου, όχι γιατί διαφώνησα, αλλά γιατί επί τέλους είδα πως, ναι έτσι είναι. Και πως πρέπει κι εγώ κάποτε να συμβιβαστώ. Αλλά το άγριο πεισματάρικο μουλάρι, δεν μπαίνει εύκολα, ή μάλλον καθόλου στον αχυρώνα.
Όλοι είπαμε και λέμε απ’ τη σιγουράδα του σπιτιού μας και το μπάνιο το θαλασσινό, να βοηθήσουμε! Ναι συμπαρασταθούμε στο συνάνθρωπο που καταστράφηκε που έχασε τον πατέρα τη σύντροφο στον αγώνα της ζωής, μα πόσοι εξόν τα παχιά λόγια και τις δακρύβρεχτες ευχές βάλαμε το  χέρι στην τσέπη; Πόσοι τρέξαμε στη Βρίσα και τ’ άλλα χωριά της Μυτιλήνης να προσφέρουμε; Ποτέ φίλοι μου δεν είναι αργά. Ας δώσουμε από το υστέρημά της τσέπης μας και το περίσσεμα της καρδιάς μας
Και τώρα, εσύ που ίσως αδιαφορείς, προσπάθησε να φανταστείς αν θα αξίζει να ζει κανένας μετά από μερικές δεκαετίες. Εξόν κι αν γίνει κάποιος άλλος σεισμός, ή καταποντισμός  Μια και στη κορφή του παγωμένου βουνού έχουν κάνει οι επιστήμονες αντιπυρηνικά κατεψυγμένα καταφύγια, με χιλιάδες σπόρους μέσα, για να ξαναρχίσει η ζωή όταν τελέψει η προβλεπόμενη από πολλούς συντέλεια και τούτου του κόσμου.
Όπως, με το Νώε.
1. Διαχωριστική γραμμή,  σύνορο.


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Εντός εκτός και επί τα αυτά

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα