» Λάνα Μπάστασιτς (μτφρ. Ισμήνη Ραντούλοβιτς, εκδόσεις Gutenberg)
Ας ξεκινήσουμε λοιπόν απ’ την αρχή. Έχεις κάποιον και μετά δεν τον έχεις. Κι αυτή θα ήταν, πάνω κάτω, όλη η ιστορία. Μόνο που εσύ θα έλεγες πως δεν μπορείς να έχεις κάποιον. Ή μήπως αντί για εσύ θα ήταν καλύτερα να έλεγα εκείνη; Ίσως αυτό να ήταν πιο εύστοχο· θα σου άρεσε, νομίζω. Να είσαι εκείνη σε κάποιο βιβλίο. Εντάξει λοιπόν.
Η Σάρα ζει στο Δουβλίνο τα τελευταία χρόνια. Συγκατοικεί με τον σύντροφό της στο σπίτι που αυτός έμενε όταν γνωρίστηκαν, η ζωή έχει λάβει έναν χαρακτήρα σταθερότητας, η Σάρα μοιάζει ικανοποιημένη εντός αυτού του πλαισίου. Ένα τηλεφώνημα αρκεί ωστόσο για να αναταράξει τα ήρεμα νερά της καθημερινότητας. Στην άλλη άκρη της γραμμής ακούγεται η φωνή της Λέιλα. Δώδεκα χρόνια έχουν να μιλήσουν εκείνες που κάποτε, μέχρι το πρώτο έτος της σχολής, ήταν φίλες κολλητές, ωστόσο η Σάρα διόλου δεν δυσκολεύεται να αναγνωρίσει αυτή τη φωνή από το παρελθόν. Της ζητάει να πάρει το αεροπλάνο και να πάει στη Βοσνία και από εκεί οι δυο τους οδικώς στη Βιέννη εκεί που η Λέιλα ισχυρίζεται πως εντόπισε τον αδερφό της μετά από χρόνια εξαφάνισης. Η Σάρα θα αναστατωθεί, θα πει ψέματα στον σύντροφό της σχετικά με τον σκοπό του ξαφνικού αυτού ταξιδιού. Αγοράζει ένα αεροπορικό εισιτήριο, πανάκριβο, της τελευταίας στιγμής. Χωρίς καλά καλά να το καταλάβει, μετά από χρόνια, βρίσκεται πίσω στη χώρα που συνειδητά εγκατέλειψε.
Η πρωτοπρόσωπη αφήγηση με την ξεκάθαρη απεύθυνση γίνεται εκ των υστέρων, όταν το ταξίδι αυτό ανήκει πια στο παρελθόν, ξεκινάει ωστόσο από τη μέρα που οι δυο τους μίλησαν στο τηλέφωνο, εκείνο είναι το σημείο μηδέν, το γεγονός που πυροδότησε την πλοκή. Το μυθιστόρημα της Λάνα Μπάστασιτς θα λέγαμε πως ανήκει στην ευρύτερη κατηγορία του road novel καθώς μεγάλο μέρος της αφήγησης λαμβάνει χώρα σε κάποιο μέσο μεταφοράς, πρώτα είναι το αεροπλάνο και ύστερα το αυτοκίνητο στον δρόμο για τη Βιέννη, ενώ και το ίδιο το τοπίο διαδραματίζει σημαντικό ρόλο. Για τη Σάρα, αυτή είναι μια επιστροφή στο παρελθόν, μια αναμέτρηση με όσα, ευκολότερα ή δυσκολότερα, άφησε πίσω της, τη χώρα, τη γλώσσα, την οικογένειά της, τη Λέιλα. Η Μπάστασιτς σπάει στα δύο την αφήγηση, κάθε ένα από τα δώδεκα αριθμημένα κεφάλαια, πλην του τελευταίου, χωρίζεται στα δύο, το ένα αφηγείται την ιστορία στο αφηγηματικό παρόν, το ταξίδι των δυο τους μέχρι τη Βιέννη, το άλλο, χωμένο ανάμεσα σε αγκύλες, το παρελθόν, όλα εκείνα που οδήγησαν στη ρήξη των δύο, αποτελώντας πρακτικά μια εγκιβωτισμένη ιστορία ενηλικίωσης στο κυρίως σώμα της αφήγησης. Οι παράλληλες αφηγήσεις λειτουργούν συμπληρωματικά όχι μόνο για τον αναγνώστη, που με τον τρόπο αυτό τοποθετεί τα κομμάτια του παζλ που λείπουν, αλλά και για την ίδια την αφηγήτρια που πραγματοποιεί έναν ιδιότυπο έλεγχο στατικότητας σε όσα θεωρούσε ακλόνητες βεβαιότητες και μετά το ταξίδι ταρακουνήθηκαν αρκετά.
Η αφήγηση γίνεται με σκοπό να γίνει βιβλίο, η πρόθεση αυτή επανέρχεται συχνά πυκνά στην αφήγηση, η Σάρα κάνει αρκετές φορές σχόλια επί της συγγραφικής διαδικασίας, συγκρίνει τον ρεαλισμό με τις πιθανές μυθοπλαστικές δυνατότητες καλλωπισμού του, τις αλλαγές που θα μπορούσε να κάνει για να δώσει διαφορετικό χρώμα και ύφος στην ιστορία αυτή. Τα βάζει με τον εαυτό της, δεν υπήρξε καλή παρατηρήτρια, δεν κράτησε τις σωστές σημειώσεις, με αποτέλεσμα η εικόνα να μην είναι πλήρης. Λεπτομέρειες που θα της πρόσφεραν απάγκιο από τους ισχυρούς ανέμους του συναισθήματος που έπνεαν κατά τη διάρκεια του ταξιδιού. Ταυτόχρονα, έχει ενδιαφέρον και ο τρόπος που συνομιλεί ενδοκειμενικά με τη Λέιλα, σ’ έναν υποθετικό διάλογο που λαμβάνει χώρα στο μυαλό της Σάρα και αποτυπώνεται στο χαρτί και περιλαμβάνει μέρος από εκείνα που δεν μπόρεσε ή δεν τόλμησε να της πει ευθέως. Όμως, εκείνο που την καίει είναι η πραγματικότητα, όσα τουλάχιστον εκείνη νόμιζε ως πραγματικότητα, και οι προσδοκίες που με βάση αυτή οικοδόμησε, για εκείνη η συγγραφή είναι ένα μονοπάτι επαναβάδισης του παρελθόντος, κατανόησης και ίασης. Και είναι αυτό το έντονο συναίσθημα που διατρέχει τις σελίδες του μυθιστορήματος εκείνο που αιτιολογεί την ίδια τη συγγραφή, εκείνο που δίνει μορφή στην ανάγκη της Σάρα, εκείνο που προσδίδει την απαραίτητη ένταση στο μυθιστόρημα αυτό.
Η επανασύνδεση της Σάρα με τη Λέιλα, η επιστροφή στον γενέθλιο τόπο αλλά και σε εκείνον της παιδικής ηλικίας, επιτρέπει στη Μπάσασιτς να γράψει ένα βιβλίο και για τη χώρα της, την τραυματισμένη από χρόνια διαμάχη χώρα της, που είδε μεγάλο μέρος του πληθυσμού να την εγκαταλείπει την ώρα που προσπαθεί να βρει τη νέα θέση της στον χάρτη. Ένα βιβλίο με τη ματιά κάποιου που για χρόνια έλειπε, γεγονός που του προσφέρει το αβαντάζ να μπορεί να δει με μεγαλύτερη ευκρίνεια τις αλλαγές που συντελέστηκαν κατά τη διάρκεια της απουσίας, αλλαγές που σε επίπεδο καθημερινής τριβής ίσως και να μην είναι τόσο ορατές ή να μη μοιάζουν τόσο τεράστιες. Και αυτό προσδίδει ένα πρόσθετο ενδιαφέρον στην ιστορία αυτή, προσθέτοντας χαρακτηριστικά εθνικής λογοτεχνίας στο Πιάσε το λαγό, επιτρέποντάς του να λειτουργήσει σε περισσότερα επίπεδα. Ο τρόπος με τον οποίο διαχειρίζεται η Μπάστασιτς αυτή την πτυχή της ιστορίας γίνεται με τρόπο που υπηρετεί την κεντρική ιστορία και γίνεται οργανικό μέρος της, χωρίς να ρίχνει βαριά τη σκιά, χωρίς το μυθιστόρημα να χάνει την πορεία του σε μονοπάτια εξωτισμού ή τουριστικού οδηγού. Χρηστικός είναι και ο τρόπος διαχείρισης, από κατασκευαστικής αλλά και αφηγηματικής πλευράς, των διαφόρων μικροευρημάτων και κυρίως εκείνων που σχετίζονται με τα επεισόδια που διάφορα ζώα πρωταγωνιστούν, μικροευρήματα που τελικά επιτρέπουν στη συγγραφέα να ολοκληρώσει της ιστορία αυτή χωρίς να μένει μετέωρη.
Το Πιάσε το λαγό μου θύμισε ένα άλλο ωραίο βιβλίο για την αναβίωση μιας χαμένης φιλίας που διάβασα σχετικά πρόσφατα. Πρόκειται για το Μια φιλία της Σίλβια Αβαλόνε. Μου θύμισε επίσης ένα βιβλίο που, εδώ και καιρό, βρίσκεται στη στοίβα με τα προσεχώς, την Καταγωγή του Σάσα Στάνισιτς. Το μυθιστόρημα της Μπάστασιτς είναι ένα ωραίο βιβλίο που διαχειρίζεται με συνέπεια τόσο το συναίσθημα όσο και τον καμβά της συγχρονίας, προσφέροντας αναγνωστική απόλαυση, χωρίς ιδιαίτερες λογοτεχνικές εκπτώσεις, ένα μυθιστόρημα που ανταποκρίνεται στις διαφαινόμενες συγγραφικές φιλοδοξίες, αρκετά οικείο στον Έλληνα αναγνώστη —και— λόγω της βαλκανικής του πραγματικότητας.