Με ώμους γυρτούς απ’ τα πολλά τα χρόνια περπατούσαν
σ’ ένα δρομάκι απόμερο πιασμένοι χέρι – χέρι,
μήτε δεξιά μήδε ζερβά μονάχα μπρος κοιτούσαν
και τι σιγομουρμούριζαν ο Πλάστης μόνο ξέρει.
Το χιόνι έπεφτε απαλά πάνω στ’ άσπρα μαλλιά τους
κι όσο μπορούσαν τάχυναν τα ζάλα τους κι οι δυο,
για να προφθάσουν και να μπουν μες στη ζεστή φωλιά τους
‘κει στο μικρό που ζούσανε και τ’ ορεινό χωριό.
Είχαν μισέψει τα παιδιά, πέρα μακριά στα ξένα
της φτώχιας ο άγριος άνεμος τα ‘διωξε από κοντά τους.
Κι έλεγαν κι οι δυο με στεναγμό «σαν δέντρα μαδημένα
με δίχως φύλλα μοιάζουμε» κι έτρεμεν η καρδιά τους.
Κι ενώ το χιόνι σκέπαζε την αδειανήν αυλή τους,
έγειραν ν’ αποκοιμηθούν κοντά στη παραστιά
να ζεσταθεί απ’ την παγωνιά τ’ αδύναμο κορμί τους,
μα η σκέψη τους φτερούγιζε στη μαύρη ξενιτιά.
Κι έβλεπαν μύρια όνειρα μες στου ύπνου την αγκάλη
γλυκά, μ’ εγγόνια γύρω τους, με νύφες και παιδιά,
και πότε τον αγλύκαντο μ’ αλλόκοτη θωριά,
κι έβρεχαν με τα δάκρυα τους το έρημο προσκεφάλι.
Τους βρήκε ο αγέρας την αυγή να είναι αγκαλιασμένοι,
τους ξύπνησε κι ανάλαφρα σκόρπισε τα όνειρά τους.
Μα είδαν την θύρα του σπιτιού να ‘ναι μισανοιγμένη
και δυο κοπέλες και μικρά παιδιά και τα παιδιά τους.
Πανέμορφο