Πού μας πάνε
Ηθελα και να κάτεχα ίντα μυαλό βαστούνε
όσοι βρεθήκανε ψηλά, λένε πως κυβερνούνε
Τη μια (επιτυχία;) τους φέρνουν μετά την άλλη
αφού δε φτάνανε αυτές, φέρανε τη μεγάλη.
Το Σκοπιανό ανοίξανε δεν φτάνουνε τα άλλα
εδά γελούν σα νάπεσε μια μύγα μες το γάλα.
Ξυπνούν εδά όσοι βαθύ ύπνο είχανε πιάσει
που στην αρχή πιστέψανε, η φτώχεια θα περάσει.
Επεσαν απ’ τα σύννεφα εδά θωρούνε πράξεις
φόρα εκουζουλάνανε μικρομεσαίες τάξεις.
Με νόμους και περικοπές κόβονται οι συντάξεις
Ιντα πρώτο κι ίντα δεύτερο απ΄ούλα να ξανοίξεις;
Δε χαμπαρίζουνε πολλοί για πίστη και πατρίδα
θαρρώ τέθοιο κατάντημα ποτές δε ξαναείδα.
Μαδαρίτης
Η έξοδος
Εάν απ΄τα Μνημόνια η ΕΞΟΔΟΣ, σημαίνει:
Να χρεωκοπούν οι Τράπεζες, στον πάτο να πηγαίνει
η Σοφοκλέους και τα spreads να ΄ν΄ κάτω απ’ το πέντε,
να μας υποθηκεύουνε για χρόνια εξήντα πέντε,
Να ψευτοζούμε μοναχά απ΄τις “ληστοεισπράξεις”
κι η σπάθη η Δαμόκλειος να ΄ν΄παν ΄απ΄τις συντάξεις.
Δεν θα ΄τανε καλύτερα να΄λειπε η “Εξοδούλα”
κι ας έμενε η χώρα μας των δανειστών της δούλα;
Παύλος Πολυχρονάκης
Ζωγραφιές που μοιάζουνε
Τα χελιδόνια, με φιλιά τη γη καλημερίζουν
κι οι βορεινές ανηφοριές σαν ήλιοι ξεχωρίζουν.
Από το γέλιο τους σκορπά το ζαχαρένιο μέλι
κι η γύρη που μεθυστικά μελώνει το παστέλι.
Και τα παιδάκια σαν πουλιά γελούν και φτερουγίζουν
και νιώθεις, στ’ ουρανού το φως, να σε περιστοιχίζουν
σαν να σε κατακλύζουνε ζωγραφιστοί οι αγγέλοι
κι η νιότη που μαγευτικά μεστώνει κι ανατέλλει!
Αντωνιάδου Ελένη
Ε! Βίβα πατριώτες!!
Πολλοί θαρρώ τα φάγανε..
μα λίγοι τα ξερνούνε,
και μπότες του κατακτητή
στη ζάλη τους γρικούνε.
…Ελλάδα χώρα των θεών
πότε θα ξαστεριώσεις,
και τα καινούρια φώτα σου
τσ’ άλλους λαούς να δώσεις.
Γιώργος Λεάνδρ. Κοκολογιάννης
Ο κλέψας του κλέψαντος
Η καλοσύνη τση ψυχής κι η αγάπη στον πλησίον,
είναι χαρίσματα πιστών, μα σπάνια πλουσίων.
Αφού όπως είναι γνωστό, το χρήμα διαφθείρει
έχοντες και κατέχοντες, τ’ ανάβουν… θυμιατίρι.
Βαθιά τ’ αποθηκιάζουνε, σ’ αμπαρωμένες κρύπτες
και ξαγρυπνούν για χάρη του, τσι πιο πολλές τσι νύχτες.
Αφού οι κλέφτες έχουνε, τα μέσα και τον τρόπο
για να σουφρώνουν αγαθα, δικώ και ξέν’ ανθρώπω.
Βεβαίως και οι πλούσιοι, από φτωχούς τα κλέβουν,
που τους εκμεταλεύονται, θέλουν και τσι παιδεύουν.
Ρουφούν από το αίμα τους, κρατούνε δουλεμένα,
δώρα και υπερώριες, έχουν διαγραμμένα.
Ο συνδικαλισμός μπορεί, ν’ ανέκοψε τη φόρα,
του εργοδότη του κακού, κόπασε λίγ’ η μπόρα.
Μα γρήγορ’ ανακάλυψαν, οι μεγιστάνες τρόπους,
ν’ ελέγχουν συνδικαλιστές, αδύναμους ανθρώπους.
Πότε εξαγοράζοντας, τους εργατοπατέρες,
πότε προπυλακίζοντας, με μπράβους και φοβέρες.
Όσπου η κοινωνία μας, έφθασε στο σημείον,
κλέβεις εσύ, κλέβω κι εγώ και η Ελλάς στο μείον.
Λαμόγια κι επιτήδειοι, κυκλοφορούσαν χρόνια,
η κρίσ’ αν δεν μας χτύπουνε, θα ‘ρχοταν η διχόνια.
Μακάρι να ‘ρθει η στιγμή, ν’ αλλάξει η εικόνα,
ετούτη που σας ομιλώ, στον τρέχοντα αιώνα.
Όμως δεν βλέπω σύντομα, βελτίωση μεγάλη,
δεκαετίες θα ‘χομε, το μαύρο μας το χάλι.
Εκτός κι αν καταφέρουνε, χωρίς ν’ ανοίξει μύτη,
να πάρουν πίσω τα λεφτά, του κάθε λωποδύτη.
Εννιαχωριανός
Στην πλατεία αυτού του κόσμου…
Στην πλατεία αυτού του κόσμου, σε μια μάζωξη τρανή,
ας υψώσουμ’ ως τ’ αστέρια όλοι μας μία φωνή
Μιά φωνή απ’ ένα στόμα -φτωχών ,πλούσιων- να βγει,
να πει ΟΧΙ στους πολέμους, σαν απόγνωσης κραυγή
Να φωνάξουμ’ ένα ΟΧΙ στις κακίες και στα μίση
και να βάλουμε σε θρόνο το καλό, να κυβερνήσει
Την αγάπη γέροι-νέοι, να καλέσουμε κοντά μας,
συντροφιά καθημερνή μας και τιμόνι στ’ όνειρά μας
Το συνάνθρωπο να δούμε, με χαμόγελο στα χείλη,
να γλυκάνουμε την πίκρα, σα να είμαστε δυό φίλοι
Να ξυπνήσουμ’ απ’ τον ύπνο τη χαμένη ανθρωπιά μας
και τη συμφορά την ξένη, να τη νοιώσουμε δικιά μας
Κι ύστερα…Όλοι ενωμένοι, να βρεθούμε σ’ ίδιο δρόμο,
ο ένας τ’ άλλου το φορτίο ν’ αλαφρώνει απ’ τον ώμο
Μπροστ’ άπ’ όλους, να πηγαίνει η καινούρια μας χρονιά,
να μας λέει…”Τραγουδάτε, σαν ο μήνας να ‘χει εννιά”
Θα ‘ναι ο κόσμος μας ωραίος, αν μιλεί με μια φωνή…
Άσπροι αν είμαστε ή μαύροι, μουσουλμάνοι ή χριστιανοί
Μαρία Βογιατζάκη Ντούζα
Φιλόλογος – Μέλος της Λογοτεχνικής Παρέας Χανίων
Μαντινάδες
Γιάντα δεν έρχεσαι χαρά
ξανά στην συντροφιά μου
άστοργα και αλύπητα
κλέβεις τα όνειρά μου.
Μια μαντινάδα θα σου πω
με λόγια τσι καρδιάς μου,
που μου τα λέει μυστικά
σαν χάνω τη μιλιά μου.
Με απαρνήθηκες χαρά
αλάργω φτερουγίζεις
κι εις τα συναπαντήματα
δε με αναγνωρίζεις.
Έχω σημάδια στη καρδιά
π’ αυτός που τα ‘χει γράψει,
τα κάλη και τσι ομορφιές
μου ‘χει καταριμάξει.
Άστρα μη βασιλεύετε
ο ουρανός αδειάζει,
και το φεγγάρι μοναχό
πικροαναστενάζει.
Εις τσι καρδιάς μου τη καρδιά
σ’ αγάπης μονοπάτια,
περιπλανούμαι μ’ όνειρα
απ’ τα δικά σου μάτια
Μαρία Νικ. Γρυφάκη
Συγγραφέας –
Μέλος της Λογετεχνικής Παρέας
Εθνικό μοιρολόι
Τέτοιος λαός χωρίς Ηγέτες,
καί μέ οράματα θαμένα….
Αλλάζει μόνο ποδηγέτες
κι αναπολεί τά περασμένα.
Στό Εθνικό τό μοιρολόϊ,
μάς έχει πιάσει αφωνία..
θρήνος, λυγμός, κουβεντολόϊ !!
Θά τανε μιά παραφωνία.
Απόγνωση θωρρείς παντού !!
κι αβεβαιότητα μεγάλη.
Ούτε μιλάς κι ούτε γελάς !!
Χάνεσαι μεσ´στήν παραζάλη.
Τά κόμματα της Εξουσίας
Θέλουν ν αρπάξουν τή σκυτάλη.
Μέ τό Λαό τής απουσίας
Κάτω !! νά χάσκει…στό κουτάλι.
Κιγκ
Ριζίτικο
Γιάντανε μαύρα τα βουνά
γιάντανε μαυρισμένα
γη ο Βοριάς τα μαύρισε
γη ο Νοθιάς τα βρήκε
Μηδέ Βοριάς τα μαύρισε
μηδέ νοθιάς τα βρήκε
εμορφονιός απόθανε
γιαυτόνε μαραμένα
Και πια δε πρασινίζουνε
Μαντινάδα
Τα λόγια σου θαυμάζουν
όλοι που τα γρικούνε
είναι σταράτα και σωστά
κι ευγενικά μιλούνε
Ο Ριζίτης Μ.Τ.