Το ένα
Πουλί που σ’ έχουν στο κλουβί
γιατ’ είσαι λυπημένο;
Έχεις φαγάκι και νερό
και σπίτι ονειρεμένο!
Κοίταξε σύρματα πολλά
με τέχνη ταιριασμένα
κοίταξε χρώματ’ απαλά
με τάξη αραδιασμένα!
Κοίταξε πάστρα γύρω σου,
κοίτα τροφής σπατάλη,
κοίτα κρυστάλλινο νερό
κι έγνοια για σε μεγάλη!
Πέρασε μέρα, στο μικρό,
συρμάτινο κλουβί σου,
που να μην έχεις του σπιτιού
κάποιον στη δούλεψή σου;
Τι να τα κάμω τα φτερά
μες στο κλουβί κλεισμένο
και πως με δίχως λευτεριά
να νιώθω ευτυχισμένο;
Πάνω απ’ όλα στη ζωή
μάθε, μετρά το Ένα
όπου το λένε λευτεριά
και που μου λείπει εμένα!
Πάρτε μου πίσω τα πολλά
και δώστε μου το Ένα,
γιατί δεν είναι τα φτερά
για σίδερα πλασμένα.
Ελισάβετ – Διαμαντάκη Κωνσταντουδάκη
Το εγχειρίδιο του σωσμού μας
Όποιος και να μας κυβερνά τίποτα δεν αλλάζει,
πήραμε τον κατήφορο που στο γκρεμό μας βγάζει.
Και με εκατό κουρέματα και πάλι θα χρωστούμε
και στα σαλόνια των τρανών πάντα θα επαιτούμε.
Με δανεικά απ΄τους Σαϋλόκ* εμάθαμε να ζούμε
και όταν θαν ΄έρθει η πληρωμή να δυσανασχετούμε.
Μόνο με τους συνασπισμούς δεν θα σωθεί η χώρα
γιατί μ΄αυτούς την κάνουμε χειρότερ ΄από τώρα,
αφού τον μέγα δάσκαλο την πείρα αψηφούμε
κι ηγέτες ακατάλληλους κι ανάξιους ψηφούμε.
Και αν από τύχη θα βρεθεί κάποιος με αξιοσύνη
πέφτουμε όλοι πάνω του σαν από σφήκες σμήνη
όπως συνέβη πιο παλιά με τον τρανό Λευτέρη
( δύο φορές με πιστολιές, μια μ ΄εκλογομαχαίρι).
Γι΄ αυτό μη λέμε τίποτα , οι ΜΕΝ στους ΔΕΝ δε φταίμε
μα κι ούτε να σταυρώσουμε τα χέρια και να κλαίμε.
Με θάρρος και υπομονή όλοι να οπλιστούμε,
να σφίξουμε τη ζώνη μας , σκληρά να εργαστούμε
πως είμαστε οι Έλληνες! να αναλογιστούμε
και να ψηφίζουμε σωστά, αλλιώς δε θα σωθούμε.
* Σαϋλόκ = ο τοκογλύφος του Σαίξπηρ που έπαινε την καρδιά όσων δεν του πληρώνανε τα δανεικά
Παύλος Πολυχρονάκης
Ελευθέριος Βενιζέλος
Ό,τι στον κόσμο γεννηθεί
έχει αρχή και τέλος
ένας θα μείνει αθάνατος,
Λευτέρης Βενιζέλος.
Αυτός σε τούτη τη ζωή
σκοπό ‘χε και ζητούσε
Ελλάδας – Κρήτης Ένωση
ήθελε και ποθούσε.
Τσοι Κρητικούς ξεσήκωσε,
στο Θέρισο εβγήκαν
πάνω στσ’ Αλιάκες στα βουνά
στρατόπεδο εστήσαν.
Οι πρώτοι συνεργάτες του,
Φούμης και Μάνος ήταν
αυτοί με πρώτο το λαό
πολέμησαν και βρήκαν,
πως δεν αξίζουν πρίγκιπες,
ούτ’ αριστοκρατία
και στη ζωή δεν ωφελούν
πλούτη και μεγαλεία.
Μόνο το δίκιο του λαού
και το καλό τση χώρας
ήτονε σκέψη και καημός
κάθε στιγμής και ώρας.
Ο σύνδεσμος που κάλεσε
Λευτέρη Βενιζέλος
πίστευε ότι μόνο αυτός μπορεί
να δώσει τέλος,
διχόνοια που χώριζε
ολόκληρη τη χώρα
κι απ’ τση Μελούνας
τα στενά να προχωρήσει τώρα.
Επήρε την πατρίδα μας
κι άπλωσε τη σημαία
απ’ του Βοσπόρου τα νερά
στην Ιωνία πέρα.
Ό,τι Ομόνοια, Σύμπνοια
πάντοτε μας χαρίζει
με μιας γκρεμίζει ο διχασμός,
ερείπια σκορπίζει.
Μαδαρίτης
Μαντινάδες
Xάρη δε κάν’ ο χάροντας
δεν ειναι ξεχασιάρης
μου ‘τε ποτέ σειρά κρατεί
γιατ’ είναι και ζηλιάρης.
Σκέφτουμαι το παράδεισο
που βρίσκεται χωσμένος
και αν σε γη με ουρανούς
είναι παραδομένος.
Τσι λογικής τη συντροφιά
όποιος περιφρονήσει
χάνετε εις την άβυσσο
και στσι ζωής τη δύση.
Ο πλούτος απούχ’ η ψυχή
με γρόσια δε μετριέται
πλάθεται με χαρίσματα
κι απ’ το Θεό γεννιέται.
Στου ήλιου την ανατολή
αναβοπαιγνηδίζεις,
τσι πόνους και τα βάσανα
με μιας μου τα ξωρίζεις.
Θέλω τσι τάβλας οι χαρές
ποτές να μη τελειώνουν,
στα γλεντοξημερώματα
που μας αφιερώνουν.
Στσι μερακλήδες ταίριαζε
ποτές να μη ποθαίνουν
γιατί χαρίζουνε πρεπιά
στολίζουν κι ομορφαίνουν.
Μαρία Νικ. Γρυφάκη
Συγγραφέας – Μέλος της Λογετεχνικής Παρέας
Ριζίτικα
1. Μαύρο καπνό δα πήγαινε
από ‘να όρος μέσα,
παιδιά καμίνι καίγεται
γή τ’ όρος εκεντήθει;
Γη κι από τ’ Αρχοντόπουλα
κιανένα εσκοτώσαν;
Μηδέ καμίνι καίγεται
μητ’ όρος εκεντήθει,
μητ’ από τ’ Αρχοντόπουλα
κιανένα δε σκοτώσαν.
Θεριό ‘ταν κι αναστέναξε.
2. Ομορφονιός εγεύγεντο
σε μια μηλιά ‘πό κάτω,
σε μια μηλιά γλυκομηλιά,
σε μια γλυκομηλίτσα.
Χρυσά ‘ταν τα πιρούνια ντου
κι ολάργυρα τα πιάτα
κι η κόρη που ‘τονε κερνά
ξαθιά και μαυρομάτα.
Ο Ριζίτης Μ.Τ.
Εορτολόγιο
Αγίους τσ’ εκκλησίας μας, σπουδαίους και μεγάλους,
σε ρίμα βάζ’ όσους μπορώ, μα δεν ξεχνώ και τσ’ άλλους.
Επώνυμους κι ανώνυμους, που έχουνε αγιάσει,
Ορθόδοξους Χριστιανούς, στην οικουμένη πάση.
Πρωτοχρονιά γιορτάζουμε, τον Αγιο Βασίλη,
που στα παιδάκια του Ντουνιά, ένα δωράκ’ οφείλει.
Εξι Γενάρη έχομε, αγιασμό υδάτων,
μ’ άλλη γιορτή οι Φώτηδες, έχουν στο όνομά των.
Την επομένη Σύναξις, Προδρόμου Ιωάννου,
που το λαό ετοίμαζε, στο Θείο δρόμ’ επάνου.
Στις δεκαφτά και δεκαοχτώ, Αντώνη και Θανάση
τιμά η εκκλησία μας, που πλούσια είχαν δράση.
Στις εικοσπέντε του μηνός, Γρηγόρη Θεολόγο,
Χρισόστομ’ είκοσι επτά, που πύρινο ‘χε λόγο.
Εις τις τριάντα των τριών, Ιεραρχών τη μνήμη,
γιορτάζουν τα σχολεία μας, αλλά κι η επιστήμη.
Δύο του Φλεβάρ’ Υπαπαντή Κυρίου μας τιμούμε
και δέκα του Χαράλαμπου, γνωρίζω και θυμούμαι.
Βαγγέλης Ευαγγελισμού, γιορτάζει την ημέρα,
που μύνημ’ απ’ αρχάγγελο, έλαβ η θυγατέρα.
Τρίτη του Πάσχα Ραφαήλ, Νικόλαος, Ειρήνη
και η Σοφία του Θεού, μαζί τη μέρ’ εκείνη.
Είκοσι πέντε τ’ Απριλιού, Μάρκου του Αποστόλου
θ’ ανακαλύψω τη γιορτή, που δεν θυμόμουν διόλου.
Γιάννης και πάλ’ έχει σειρά, εις τις οκτώ του Μάη
και εξωκκλήσια του θα βρείς, απ’ τα Χανιά ως το Βάϊ.
Τον Κωνσταντίν’ εικοσιμιά και την Αγιά Ελένη
που ‘βρε τον Τίμιο Σταυρό, με πίστη οπλισμένη.
Είκοσι πέντε εύρεση, τση κεφαλής Προδρόμου,
θυμάται κάθε Χριστιανός, στο διάβ’ αυτού του δρόμου.
Πέτρου και Παύλου είκοσι εννέα Ιουνίου
και Αποστόλων Σύναξις, τριάντα του ιδίου.
Αγίας Μαρίνας δεκαφτά, έχομε Ιουλίου
και του Θεσβίτου είκοσι, Προφήτου μας Ηλίου.
Παντελεήμονος γιατρού, μετά ‘πο μια βδομάδα,
που ‘χει ναούς περικαλείς, σε όλη την Ελλάδα.
Δεκαπενταύγουστο γιορτή, κοίμησις Θεοτόκου
κι Αγίου Τίτου ύστερα, Κρήτης πρώτ’ Επισκόπου.
Αυγούστου εικοσι εννιά, αποτομή τιμίας,
του Ιωάννου κεφαλής και τούτου εκδημίας.
Τση Παναγιάς γενέθλια, οκτώ του Σεπτεμβρίου
κι Υψωση δεκατέσσερις, Σταυρού του σωτηρίου.
Επτά Οκτώβρη εορτή, Α Γιάννη Εριμήτη
και των εννενήντα οκτώ, πατέρων εις την Κρήτη.
Δέκα οκτώ τ’ Αγίου Λουκά, είκοσι Γερασίμου
κι Αγίας Σκέπης είκοσι κι οχτώ μηνός εκείνου.
Μνήμη Κοσμά και Δαμιανού, σαν μπαίνει ο Νοέμβρης
και στις οκτώ του Μιχαήλ και Γαβριήλ θα εύρεις.
Την άλλη του Νεκτάριου, Μηνά την εντεκάτη,
δεκάξ’ Απόστολου Μαθιού, δε με γελά το μάτι.
Εισόδια τση Παναγιάς, στις εικοσι και μία,
Ανδρέου τέλος του μηνός, δεν πάει τριανταμία.
Βαρβάρας, Σάββα, Νικολή, τέσσερις πέντε έξι,
του Δεκεμβρίου του μηνός, χωρίς περίσσια λέξη.
Αγιάς Αννα σύλληψη, Σπυρίδωνα κατόπι,
εννιά και δώδεκα μηνός και δένει το σιρόπι.
Αγιού Λεφτέρη μάρτυρα, στα μέσα Δεκεμβρίου
και θεοφόρου είκοσι, Αγίου Ιγνατίου.
Είκοσι δύο του μηνός, της φαρμακολυτρίας
Αναστασίας κι εικοστρείς, Δέκ Αγίων Μαρτυρίας.
Είκοσι πέντε του Χριστού, τη γέννηση γιορτάζουν,
οι Απανταχού Ορθόδοξοι και το διασκεδάζουν.
Στέφανος πρωτομάρτυρας, έμεινε για το τέλος
Δεκέμβρη είκοσι κι επτά δείχνει γι’ αυτόν το βέλος.
Απ’ όσους δεν ανάφερα, στη ρίμα που ‘χω γράψει,
ένα συγνώμη δεν αρκεί και κρίμα μη με κάψει.
Εννιαχωριανός