Ώρα πολλή έστεκα κει στο γυρογιάλι με τα ποιήματά του.
Ακούμπησα σ’ ένα χαράκι, διάβαζα, βούλιαζα στο πνέμα του, χάθηκα στα νοήματά του κι απ’ τη μια έγλειφε ο γιαλός τ’ ακροδάχτυλά μου με τα νεύρα μου να τεντώνουν στο παγωμένο θαλασσόνερο ως άγγιζαν, κι απ’ την άλλη, στο ακροκέφαλό μου, αλαζονικό το μαϊστράλι ερχότανε, μια να χαδεύει ύπουλα και μια να ξεσηκώνει τα στοιχειά της φύσης σ’ έναν αλλόκοτο, πρωτόγονο χορό.
Κι απόμεινε στα χέρια μου ξεμαλλιασμένη απ’ τον αγέρα η Κρήτη μας η πονεμένη, ν’ αγκομαχά και να πυρπολεί ψυχές κι Αγίους. «Παιγνίδια αριθμών / παιγνίδια χοχλαδιών / στ’ ακρογιάλι η κραυγή / περπατά ορθόκορμη / και μια οπτασία / ξεγελά τις πυγολαμπίδες»*
Μ’ άξαφνα συνέρχομαι, για να σύρω κραυγή απελπισιάς μέσ’ απ’ τον ποιητικό του λόγο: «τ’ όνειρο ταξιδεύει / το γαλάζιο πουλί βούλιαξε / οι καθάριες φωνές αιωρούνται / πέρα από αψίδες θριάμβου…»*
Κι είδα στον ουρανό κατά Μάλεμε κι Ομαλό μεριά, «τα μαύρα πουλιά εφορμούν / αδειάζοντας φλόγες / ν’ αφανίσουν τ’ ανθισμένο / χορτάρι που στη μαγιάτικη / ηλιοφάνεια πλέκει τη μοίρα του / εν ειρήνη με το νερό / εν πολέμω με τους χρυσοκάνθαρους…»* και τον αλύγιστο Κρητικό, θεόρατο, να πετάγεται πάλι ορθός… «περιμένοντας / την επόμενη δήλωση / για την κατάκτηση που οδηγεί / στη σπηλιά / του βάθους / σκοτώνουμε / μ α ύ ρ α π ο υ λ ι ά / μ έ χ ρ ι ς ε σ χ ά τ ω ν / σ τ η Ν ή σ ο. *
Μα δεν άντεξε το θεριό, κι άλλα πουλιά μαύρα μαζωχτήκαν, κι άλλα πολλά, τον ουρανό γιομίσανε, σκοτείνιασε, και μόναχα μια λάμψη, εκεί στα ριζά των βουνώνε, σειρήνα προγονική με καλνούσε κι ένιωθα τον ποιητικό πάλι λόγο του Δημήτρη Κακαβελάκη να ξεπετιέται απ’ την αλισάχνη, να μ’ εμψυχώνει: «Σε ταχύτητα προγονική / κατοικεί η άρνηση / για κάθε εκτύφλωση / που ως άφωνη έρχεται / να υψώνει αινίγματα / γενναιότητας που πρέπει / να ερμηνεύεται κατάντικρυ / από τόσα χαλάσματα…»*.
Κι οι βάρβαροι, «να καμινεύουν μπροστά / από τον ξεχασμό κλίβανους / να καίνε ύψιστες κορυφές / του ρόδινου χωρίς αυτές όμως / να καίγονται με συνεχείς / ξεγελασμούς που θέλουν να γίνουν / κόκκινα τα μαύρα σύννεφα,/ να πάψουν / να θυμούνται»*
Στεκόμουνα εκεί με κύματα θεόρατα να με δέρνουν, να με σκεπάζουν να με περγελούν που αδύναμος, πρόσμενα, στα ενδότερα ψυχής μου και σώματος να μου προσφέρει θυσίας εξιλέωση σε μένα, τα παιδιά μου και τα παιδιά των παιδιών μου, της Κρήτης όλα γέννημα, σαν έβλεπα, σαν βλέπουμε το δώρο και χρέος αυτών που φύανε: «Νήσος Βορρά Νήσος Νότου / σάρκα μία και οι δυο / με ισημερινό σε κάθε στιγμή /νάναι τόσο επισφαλής / ανάμεσα σε μέρα και νύχτα…»* ώσπου, η «σάρκα μία / σαρώνει φραγμούς / υψώνει νέους ρυθμούς/ γεννά άλλους αριθμούς / με υπέρβαση / αρκαδιας / με ποίηση / υπέρ-ουσίας»* … του μεγάλου αγωνιστή, του μεγάλου ποιητή, του μεγάλου πατριδολάτρη δημοσιογράφου, του τρανού ανθρωπιστή κι ανθρώπου, του Δημήτρη Κακαβελάκη που μας κάνει περήφανους να τον έχουμε συμπατριώτη κι ετερόφωτους λαμπαδηδρόμους στο πλάι του.
Υψηλής πνευματικής στάθμης δώρα τα βιβλία του, που, χρόνια πολλά τώρα, αυτό το… δέντρο που δεν πέφτουνε / ποτέ τα φύλλα του / και πάνω του η λάμψη του Χριστού τον φωτίζει, αγωνίζεται υψιπετής, για μένα και σένα, για τον πολιτισμό, την Κρήτη, και την Οικουμένη και στερνά για τα προβλήματα του τα ανθρώπινα τα οδυνηρά που ακμαίος προβάλει το στήθος του, χωρίς τίποτα να αντιπαρέρχεται.
Για όλα τούτα σε θαυμάζω κι υγεία δημιουργική σου εύχομαι, φίλε Δημήτρη Κακαβελάκη.
**gkamvysellis@yahoo.gr
*Από την ποιητική τριλογία του Δημήτρη Κακαβελάκη παρμένα