Το Ασφένδου είναι το θερινό χωριό των κατοίκων της τ. κοινότητας Ασφένδου. Κανείς δεν έμενε ούτε τότε τον χειμώνα εκεί. Κατεβαίναμε στα χωριά Βουβά, Νομικιανά και Κολοκάσια για να μαζέψουμε τις ελιές μας, να πηγαίνουνε τα παιδιά μας στο σχολείο και να περάσουμε ήπιο χειμώνα.
Τα σπίτια μας στο Ασφένδου, με χωμάτινες στέγες, εμπάζανε νερό και καθώς έχει μεγάλο υψόμετρο, ήτανε σωστά ψυγεία. Ομως ήτανε επιτακτική ανάγκη να σπείρουμε και εκεί τα χωράφια μας στις αρχές του χειμώνα και να σκάψουμε τα αμπέλια μας τον Μάρτη και καταναγκαστική λύση ήτανε να μένουμε σ’ αυτά τα σπίτια ψυγεία. Στη μέση του σπιτιού ανάβαμε μεγάλη φωτιά και γύρω- γύρω επίσης στο πάτωμα εβάζαμε κλήματα ή θάμνους και βάζαμε τα ράσα μας (τις κάπες) και ξαπλώναμε πάνω. Ρούχα άλλα δεν αφήναμε εκεί τον χειμώνα γιατί θα σαπίζανε από τις υγρασίες και για λίγες μέρες δεν βγάζαμε κουβέρτες, που τότε τις είχαμε υφαντές και τις λέγαμε “σεντόνες”.
Ενα βράδυ βγήκε ένας ηλικιωμένος άνθρωπος και έμεινε στο σπίτι μας τις μέρες που ζευγαρίζαμε, για να πάμε την άλλη μέρα στους “βροβλιούς” από το “Μπουρμπαδόβουνο” (μια κορφή της Κήμπης, βορειοδυτικά του Ασφένδου). Πραγματικά την επομένη μόλις έφερε η μέρα πήγαμε στην κορφή και το βράδυ κατεβήκαμε φορτωμένοι ωραιότατους βολβούς). Δεν είχαμε ψωμί ούτε άλλο φαγώσιμο. Εβράσαμε όμως βολβούς και είχαμε λάδι και κρασί όπου ήτανε αρκετά για τα δεδομένα που είχανε δημιουργήσει στον τόπο μας οι νεοβάρβαροι του βορρά. Αμα ψηθήκανε οι βολβοί τους βάλαμε σε μεγάλη “πετροχρειγιά” (πήλινη λεκάνη) για να τους φάμε συνεταιρικά και οι τρεις από την ίδια λεκάνη. Το λάδι είχαμε σε ένα πήλινο δοχείο με σχετικά μικρό στόμιο που το λέγαμε “λαδικούδα”. Οταν βάζαμε λάδι στους βολβούς έπεσε μέσα από τη λαδικούδα ένας ποντικός και κάθισε απάνω στους βρασμένους βολβούς!!! Δεν έφαγα εγώ, όσο και αν πεινούσα. Ομως οι δύο ηλικιωμένοι πετάξανε τον λαδοποντικό, επλύνανε τους βολβούς και μετά από το ποντικόλαδο τους ξαναλαδώσανε και φάγανε!!! Πολλές αηδίες φάγαμε τότε, μα το παραπάνω είναι η ακραία περίπτωση.
Σίγουρα όποιος θα διαβάσει το παρόν θα αηδιάσει και σίγουρα θα κατακρίνει τα γεροντάκια, μα θα πρέπει να σκεφτούν σε πόσο δύσκολη θέση βρεθήκανε εκείνη την ώρα. Υπενθυμίζω ότι τότε που έπεσε ένα αεροπλάνο στις Ανδεις της Νοτίου Αμερικής όσοι γλυτώσανε από την πτώση του αεροπλάνου, φάγανε τις σάρκες των σκοτωμένων συνεπιβατών τους για να σωθούνε. «Το καθήκον είναι δυνατό, μα πιο δυνατή είναι η ανάγκη».
Σ’ αυτή την κατάσταση μας είχανε φέρει οι φασίστες του Χίτλερ μα διά της βίας μας πήρανε και “δάνειο” που «θα το γυρίζανε μετά τον πόλεμο», μα ίσως εννοούσανε μετά τον οικονομικό πόλεμο, αυτόν που συνεχίζεται τώρα μετά από 75 χρόνια. Δεν ανταποκρίνονται οι κληρονόμοι του Χίτλερ στο χρέος τους.