«Όπως πάντα στην Ιστορία φυσάει ένας διαβολεμένος αέρας»
(Τ. Σινόπουλος)
ΠΕΝΗΝΤΑ χρόνια μετά την πρώτη βράβευση Έλληνα με το βραβείο Νόμπελ, η χώρα μας πορεύεται επαληθεύοντας, δυστυχώς, πολλούς «πικρούς» στίχους του Γ. Σεφέρη (1900-1971): του πρώτου Έλληνα λογοτέχνη που διεθνοποίησε τον σύγχρονο ελληνικό ποιητικό λόγο, τιμώντας μας ως λαό σε μια εποχή εκρηκτική πολιτικά (1963).
Η ΒΡΑΒΕΥΣΗ του Έλληνα διπλωμάτη και ποιητή, εκτός από την έκπληξη που προκάλεσε στους λογοτεχνικούς κύκλους (περίμεναν βράβευση του P. Neruda, 1904-1973), αποτέλεσε ανάσα αισιοδοξίας και περηφάνιας για τον τόπο. Περισσότερο για μας τους νεαρούς φοιτητές της Φιλοσοφικής Σχολής (Θεσσαλονίκη) που τραγουδούσαμε συνεχώς τους μελοποιημένους από τον Μ. Θεοδωράκη στίχους του. Έτσι, μετά από πρόσκληση του τότε καθηγητή της Νεοελληνικής Γλώσσας και Φιλολογίας Λίνου Πολίτη, ο Γ. Σεφέρης ήλθε στην πόλη μας. Σπεύσαμε περίεργοι να τον ακούσουμε: μίλησε απλά για την ποίηση και την ποίησή του. Αλησμόνητες μέρες για τα μετέπειτα.
ΤΑ ΛΟΓΙΑ των παλιών Ελλήνων Ποιητών αποπνέουν σοφία και πίκρα ταυτόχρονα. Σοφία για το προφητικό στοιχείο που ενέχουν∙ πίκρα για το «αδιόρθωτο» ημών των Ελλήνων. Η δε ποίηση του Γ. Σεφέρη κουβαλάει μέσα της τη στυφή γεύση του απόηχου μεγάλων εθνικών καταστροφών του περασμένου αιώνα (1922, 1967 κ.ά.). Έχουν διπλή αξία: την αγωνία για το (εκάστοτε) εύθραυστο παρόν της πατρίδας μας (όπως τώρα) και την προβλεπτικότητα για ένα μέλλον ζοφερό και επισφαλές (όπως το σημερινό). Η χώρα μας βρίσκεται σε γεωπολιτικό σταυροδρόμι, με μύριους κινδύνους για την ύπαρξή της…
ΥΠΑΡΧΕΙ, άραγε, πολιτικός να παίρνει στα σοβαρά τους λόγους των ποιητών; Η «ράτσα» τους δεν θεωρείται- από την εποχή του Πλάτωνα ακόμα («Πολιτεία»)- υποδεέστερη των «κανονικών πολιτών» και εξοβελιστέα από τις πολιτείες; Δεν χαρακτηρίζονται «λαπάδες», τεμπέληδες και αργόσχολοι; Κι όμως, η χώρα μας, αν είναι λογοτεχνικά γνωστή διεθνώς (βραβείο Νόμπελ), το οφείλει ακριβώς στο θαυμάσιο ποιητικό της λόγο (Γ. Σεφέρης – Οδ. Ελύτης).
ΑΣ ΞΑΝΑΘΥΜΗΘΟΥΜΕ το πως έβλεπε ο Γ. Σεφέρης τον Έλληνα και ορισμένες πτυχές του Ελληνισμού. Η φθορά κι ο χρόνος είναι κυρίαρχα στοιχεία στην ποίησή του, ενώ η πίκρα κι ο «μνησιπήμων πόνος» εκφράζονται έντονα και με ρεαλισμό…
ΣΑΡΑΝΤΑ ΔΥΟ χρόνια μετά τον θάνατό του (1971), η διαρρηγμένη από τους πολιτικούς ψυχοσύνθεση του Νεοέλληνα και η βαθμιαία μεταπολιτευτική αποσάρθρωση του Ελληνισμού, μας οδήγησαν στη σημερινή φοβερή αδιέξοδη κρίση.
ΕΓΡΑΦΕ ο ποιητής, μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και προτού ξεκινήσει ο Εμφύλιος στην Ελλάδα, για την «ξυλάρμενη σχεδία» -το «τρελοβάπορο» του Ελύτη- τον Ελληνισμό (1) που έχει πάντα έτοιμη τη φυγή στις αποσκευές του:
• «Ύστερ’ από την πρωτοφανή συγκέντρωση του Ελληνισμού στον ελλαδικό χώρο […] μόνο η δυνατότητα μιας καινούργιας διασποράς θα επιτρέψει στους Έλληνες να κάμουν κάτι. Σήμερα βλέπει κανείς καθαρά τα ψυχολογικά συμπτώματα πειναλέων ναυαγών σε μια ξυλάρμενη σχεδία. Γυρεύουν να φάει ο ένας τον άλλον».
ΔΕΝ είναι μόνο το αλληλοφάγωμα των πολιτικών που επιμένουν και σε καιρούς κρίσης σε άστοχα διχαστικά «δίπολα» ή θεωρίες «των άκρων». Η μνημονιακή ζωή των Ελλήνων κατάντησε τέτοια που οι ούτε ποιητές αντέχουν να τη τραγουδήσουν (2):
• «Στην πολιτεία που έγινε πορνείο
μαστροποί και πολιτικιές
διαλαλούν σάπια θέλγητρα· […]
ο ποιητής χαμίνια τού πετούν μαγαρισιές
καθώς βλέπει τ’ αγάλματα να στάζουν αίμα.
Πρέπει να βγεις από τούτο τον ύπνο·
τούτο το μαστιγωμένο δέρμα»
ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΣ πάλι τους παρακάτω στίχους έχεις την αίσθηση πως γράφτηκαν μόλις χθες! Αν, μάλιστα, στη θέση «ροδαμούς» βάλεις τη λέξη «μνημονιακούς», να περίπου η εξήγηση της κακοδαιμονίας μας (3):
• «Με τους καινούργιους ροδαμούς
οι γέροντες αστόχησαν
κι όλα τα παραδώσανε
αγγόνια και δισέγγονα
και τα χωράφια τα βαθιά
και τα βουνά τα πράσινα
και την αγάπη και το βιος
τη σπλάχνιση και τη σκεπή
και ποταμούς και θάλασσα»
ΚΟΝΤΑ έξι χρόνια βαθιάς οικονομικής ύφεσης και περικοπών κάνουμε πάντα υπομονή μήπως κι αλλάξει κάτι. Μήπως γίνει το πολυαναμενόμενο «θάμα» (4):
• «…Στην πέτρα της υπομονής προσμένουμε το θάμα».
ΤΙ είναι -και τι δεν είναι- άραγε, ο λαός; Η πραγματική του έννοια λησμονήθηκε τσαλαπατιέται από τους ταγούς μας (5):
• «[Λαός] δεν είναι ένα κοινό ανθρωπομάζωμα τούτης ή εκείνης της στιγμής, αλλά ένα οργανικό σύνολο, που ακολουθεί, διαμορφώνει, και υποτάσσεται, και υποτάσσει μια ζωή ενιαία, όσο κυματιστή κι αν είναι· μιαν απέραντη αλληλεγγύη πεθαμένων και ζωντανών».
ΜΑ, ΠΟΣΑ χρόνια ακόμα θα κάνουμε υπομονή ανεχόμενοι τον κάθε ευτελισμό κι από οπουδήποτε; Όλο μας λένε για «φως στο τούνελ» κι όλο «καιγόμαστε» μέχρι να γίνουμε στάχτη (6). Υπάρχει ελπίδα; Θα υπάρξει μνήμη;
• «…Βρήκαμε τη στάχτη. Μένει να ξαναβρούμε τη ζωή μας, τώρα που δεν έχουμε πια τίποτα. Φαντάζομαι, εκείνος που θα ξανάβρει τη ζωή, έξω από τόσα χαρτιά, τόσα συναισθήματα, τόσες διαμάχες και τόσες διδασκαλίες, θα είναι κάποιος σαν εμάς, μόνο λιγάκι πιο σκληρός στη μνήμη. Εμείς, δεν μπορεί, θυμόμαστε ακόμη τι δώσαμε. Εκείνος θα θυμάται μονάχα τι κέρδισε από την κάθε του προσφορά».
ΘΕΛΟΥΜΕ να πιστεύουμε πως εμείς, οι Έλληνες, παρά τη φαινομενική απαισιοδοξία του Γ. Σεφέρη, έχουμε «ελύτειες» δυνάμεις καλά κρυμμένες. Που δεν αξιοποιούμε, παρά μόνο σε σπάνιες περιπτώσεις. Είναι, όμως, καιρός να τις ξαναανακαλύψουμε στη συλλογική δράση και τη συνεργασία (7):
• «…Πάμε μαζί κι ας μας λιθοβολούν
Κι ας μας φωνάζουν αεροβάτες
Φίλε μου όσοι δεν ένιωσαν ποτέ με τι
Σίδερο με τι πέτρες τι αίμα τι φωτιά
Χτίζουμε ονειρευόμαστε και τραγουδούμε!».
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
-(1) Γ. Σεφέρης, 3 Αυγούστου 1946. Μέρες, Ε΄. Ίκαρος, 1977. 46.
-(2) Γ. Σεφέρης, «Θερινό ηλιοστάσι», Γ΄, 7-9, 13-17. Τρία κρυφά ποιήματα, 1966. Ποιήματα. Ίκαρος, 1974. 295.
-(3) Γ. Σεφέρης, «Άνοιξη μ. Χ.», 20-28. Ημερολόγιο καταστρώματος, Α΄, 1940. Ποιήματα. Ίκαρος, 1974. 173-174.
-(4) Γ. Σεφέρης, «Ερωτικός Λόγος», Ε΄, 5. Στροφή, 1931. Ποιήματα, 1974. 32.
-(5) Γ. Σεφέρης, «Κωστής Παλαμάς», 1943. Δοκιμές, Α΄. Ίκαρος, 1974. 215.)
-(6) Γ. Σεφέρης, «Ο κ. Στράτης Θαλασσινός περιγράφει έναν άνθρωπο», 5: «Άντρας», 19-32. Τετράδιο γυμνασμάτων, 1940. Ποιήματα. Ίκαρος, 1974. 120-121.
-(7) Οδ. Ελύτης, Ήλιος ο πρώτος, ΧVΙ, 25-29. 1943. Ποιήματα. Ίκαρος, 2002. 90.