Μεσουρανούσε, που λες, ο ήλιος, κάτι συννεφάκια αφρογέννητα κόβανε βόλτες με τον αγέρα να τα σπρώχνει προς το υγρό στοιχείο και πασκίζανε κάπου να σταματήσουν, να μαζωχτούν, να δουλέψουν όλα μαζί, κουβάρι σφιχτοδεμένο να γεννούνε κι απ’ το πολύ το σμίξιμο βάρος ν’ αποχτήσουν, να μαυρίσουν, να σιμώσουν τη γης και να μάχονται στη μάνα που τα γέννησε και τώρα τα καλούσε, να γυρίσουν. Νερό να γεννούν και με πελάγη κι ωκεανούς να σμίξουν έως ότου αναστηθούν και πάλι.
Μ’ άξαφνα, αντάρα έπεσε, χαθήκανε τα σύννεφα, ο ζωογόνος ήλιος λαμπάδιασε και, καμίνι αδηφάγο, να λιώνει σίδερα, κι ό,τι έβγαινε μπροστά του να καταπιεί λυσσομανούσε. Κι υστερνά, μαύρος καπνός τύλιξε γης κι ουρανό, αγέρας δυνατός πήρε να φυσά, χάος ολούθε, πανδαιμόνιο, κι ο κρητικός ιχνηλάτης, η κύρα, να τρέχει φοβισμένη και να γαβγίζει ασταμάτητα και πονετικά, τον αφέντη της να ξυπνήσει.
Κι ως ένοιωθα μια πλάκωση παράξενη, πέταξα κλινοσκεπάσματα ν’ αλαφρώσω, να λευτερωθώ ήθελα, δεν είχε μπροστά μου πια καμίνια και βροχές, εφιάλτης, λέω, ήταν κι έκαμα τον σταυρό μου να ευχαριστήσω το Θεό που ήμουνα ζωντανός με τη συμβία μου δίπλα να ροχαλίζει. Παράξενο όμως, ένα βουητό άκουγα και το δυνατό, επίμονο, τρομοκρατημένο γάβγισμα της Κύρας απ’ όξω. Κι ακόμα, άγνωρα σουρσίματα, σπασίματα, πασχαλιάτικα δυναμιτάκια, θαρρείς, αχ ν’ άκουγα, που όλο και δυναμώνανε.
Ολα τούτα, ανάσες ματωμένες και λιγοστές χρειάστηκαν για να με φέρουν στην πραγματικότητα, να δω την ώρα, δυο μετά τα μεσάνυχτα ήτανε, μυστήριο και τρόμος με κεραυνοβολήσανε κι ολομεμιάς, σαΐτα εγίνηκα, την πόρτα βρέθηκα να ξεμανταλώνω, ο Κρητικός Ιχνηλάτης να ορμά μέσα, να πηδάει απάνω μου, να με αγκαλιάζει και να κλαίει από λύπηση για το θέαμα εμπρός μου, που με πότισε φαρμάκι και ξαντέρωσε τα σωθικά μου σαν αντίκρισα θεριά μυθικά να κυλιούνται, να τινάζονται στον αγέρα, πότε ψηλά και πότε χαμηλά και πιο ψηλά οι μοχθηρές πύρινες γλώσσες τους, τριάντα μέτρα στο ύψος, να γλύφουν θανάσιμα ό,τι εύρισκαν μπροστά τους, να τινάζονται ως τον ουρανό, να χαμηλώνουν και πάλι να τινάζονται, βουνά γιαλό και σύννεφα για να καταπιούνε.
Πόνος αφόρητος τότες με τρύπησε κι ένιωσα τα νεύρα μου να τεντώνουν, τα μενίγγια μου να σφυροκοπούν και τη θαματουργιά αδρεναλίνη να με κατακλύζει. Πόλεμος αρχίνιζε, μαχητής ολόμονος στα θεριά που χιμούσαν να με κατασπαράξουν βρέθηκα, δεν έπρεπε να δειλιάσω, σκέφτηκα, κοσάχρονος εγίνηκα, άρπαξα στραβοράβδι, φακό κι ένα ατσαλομάχαιρο μεγάλο, όρμηξα στο σκοτάδι που μάχονταν να το αφανίσουν οι φλόγες, ίσαμε τον ουρανό ανεβασμένες, τα αστέρια να ψάχνουνε να βρούνε, φονικό θεριό με αντροκάλεσε, και μισόγυμνος ως ήμουν, άρπαξα τη μαύρη μάνικα με το νερό. Μα χειμώνας, βλέπεις, δεν είχε πίεση το σύστημα, αστραπή, όρμηξα στο αυτοκίνητο, έκανα μανούβρα στα σκοτεινά, χτύποι στις πέτρες ακούστηκαν, δε βαριέσαι, ο κόσμος καίγεται το αμάξι θα νοιαστώ, και, ραλίστας, σε δύο λεπτά στη μεγάλη βάνα βρέθηκα. Την άνοιξα, ακούστηκε εξατμόσφαιρη η πίεση του νερού, καλά τα πάμε, ξέφυγε απ’ τα σφιγμένα μου χείλη, και ξανά πίσω, στο πεδίο μάχης, με τη φωτιά δυναμωμένη και τις ομοβροντίες από τα φλεγόμενα χλωρά και ξερά καλάμια, συνεχόμενες.
Αγωνίστηκα ώρα κάμποση, βρεγμένος μέσα κι όξω από ιδρώ και νερό, προυμύτισε το θεριό, η φωτιά γονάτισε, ο κίντυνος όμως άμεσος κι οι δυνάμεις μου λιγοστεμένες, αδύνατο να παλεύω άλλο μόνος. Εισορμώ στο σπίτι, να η γυναίκα μου που μόλις είχε ξυπνήσει, ολοκίτρινη, να τρέμει και να κλαίει όσο έβλεπε τις πύρινες γλώσσες κι ας είχε καλμάρει ο φριχτός αδηφάγος χορός τους. Δεν άντεξε, πέφτει λιπόθυμη, της έτριψα αρθρώσεις και κούτελο με ούζο, την άφησα, να συνέλθει μόνη της.
Αρπώ το τηλέφωνο, η πυροσβεστική δεν αποκρίθηκε με την πρώτη, δεν είχα περιθώρια, τηλεφώνησα στο Θανάση.
– Ερχομαι αμέσως, θαρρώ πως μου είπε, κοιτάω τη γυναίκα μου έκανε εμετό,
– Φύγε… μου έγνεψε, και άντε ξανά, στο πύρινο μέτωπο με το φίλο μου να κρατάει ένα τσεκούρι και τη μάνικα με το νερό.
Τέσσερις το πρωί νέκρωσε το θεριό, έφυγε ο συμμαχητής μου, πήρα αγκαλιά το μπουκάλι τσικουδιά να ξανάβρω τον εαυτό μου κι απόμεινα ξύπνιος ως το πρωί να σβήνω τις αναζωπυρώσεις.
Θύματα, κάμποσες ελιές και λάστιχα καμένα, μα ήμαστε ζωντανοί. Αυτό μετράει.
Γι’ αυτό σου λέω:
Πρόσεχε. Και… έσο έτοιμος!
*gkamvysellis@yahoo.gr