Παρασκευή, 20 Δεκεμβρίου, 2024

Η πισίνα (α’ μέρος)

Ο Άρης, μικρότερός μου στην ηλικία, μπήκε στη Νομική Σχολή Αθηνών δυο χρόνια ύστερα από μένα.
Πέρασε με την πρώτη τις εισιτήριες εξετάσεις. Πολλοί έδιναν χρόνια μέχρις ότου τα καταφέρουν. Όχι σπάνια τα παραιτούσαν. Τον ήξερα εξ όψεως. Αφορμή να γνωριστούμε έδωσε το παρακάτω επεισόδιο.
Μαγιάτικο πρωινό. Στα άκτιστα οικόπεδα και τις πλαγιές του Λυκαβητού οι παπαρούνες έλαμπαν εκθαμβωτικά, μικροί πορφυρένιοι ήλιοι. Ζούσαν τις τελευταίες μέρες τους, προτού τις αφανίσει η καλοκαιριάτικη κάψα. Στεκόμουν στα προπύλαια της Νομικής, στην οδό Σόλωνος. Το άχαρο κτίριο, μονοκόμματο και ψηλοτάβανο, θύμιζε φυλακή. Τετράγωνες κολώνες, στο βάθος, πίσω από τις θυρίδες, ενέδρευαν οι γραφειοκράτες της γραμματείας. Μερικοί από αυτούς μοχθηροί και αγενείς, έτρεφαν για τους φοιτητές συμπλέγματα κατωτερότητας.
Τότε τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Οι  επιγραφές στον τοίχο δεν προκαλούσαν. Οι παρδαλές αφίσες δεν έδιναν στο χώρο όψη σκουπιδαριού. Κάμποσα άτομα κουβέντιαζαν πολιτικά. Τα περιστοίχιζε, όπως συνήθως, όμιλος σιωπηλών ακροατών. Νεαρός, μη έχων την ιδιότητα του φοιτητή, ζήτησε την άδεια να λάβει μέρος στην συζήτηση. Είπε πως ετοιμάζεται να δώσει εισαγωγικές στην σχολή μας. Κανένας δεν έφερε αντίρρηση. Όταν όμως εξέφρασε απόψεις που δεν του άρεσαν, συνδικαλιστής της προοδευτικής παράταξης, τον έβρισε τσογλάνι, κωλόπαιδο, αλήτη. Η απαράδεκτη συμπεριφορά του σχολιάστηκε.
Το πηγαδάκι διαλύθηκε. Μείναμε μόνοι εγώ και ο Άρης.
Συστηθήκαμε. Άκουσα έκπληκτος, πως είναι Κρητικός, συμπατριώτης μου, Pεθυμνιώτης και από μάνα και από πατέρα. Δεν ξέρω γιατί, τον νόμιζα Κύπριο. Το παιδί μέσου αναστήματος, καστανό και λεπτοκαμωμένο με αρμονικά χαρακτηριστικά, ευπροσήγορο, υστερούσε σε τόλμη. Περίμενε τους άλλους να κάνουν το πρώτο βήμα.  Πάντα χωρίς φίλους, μόνος και έρημος.
Δεν αργήσαμε να γίνουμε αχώριστοι. Μαζί στο καφενείο, την λέσχη της οδού Ιπποκράτους, τους αγώνες του Ολυμπιακού. Οργώναμε την Αθήνα περπατώντας. Ο νέος είχε πέσει θύμα κακής συμπεριφοράς κοινών γυναικών. Του υπέδειξα μερικές, που συγκριτικά, αποτελούσαν το μη χειρότερο. Η κατάσταση βελτιώθηκε. Εκείνο τον καιρό το να γνωρισθείς με κοπέλα μη πόρνη και να αποκτήσετε ολοκληρωμένες σχέσεις ήταν σχεδόν αδύνατο ακόμα και στην  Αθήνα και για άτομα πολύ πιο καπάτσα από τον Άρη.
Σε διαδήλωση για το φοιτητικό εισιτήριο οι αστυνομικοί σταματούσαν τα ασθενοφόρα. Κατέβαζαν τους τραυματίες και τους ποδοπατούσαν. Η θέα της κτηνωδίας τον αρρώσταινε.
Μου άνοιξε την καρδιά του. Βασανισμένος άνθρωπος, καταθλιπτικός και επιπόλαιος. Δεν κατόρθωσε να ξεπεράσει τις τραυματικές εμπειρίες της κατοχής και του εμφυλίου πολέμου. Το οικογενειακό περιβάλλον στάθηκε ανίκανο να τον συνδράμει. Να τον κατανοήσει, να του δώσει τις πρέπουσες κατευθύνσεις. Τον  εξενεύρισε, τον αποβλάκωσε και τον αποδιοργάνωσε.
Ήταν μοναχοπαίδι. Οι γονείς νευροπαθείς, υποχονδριακοί, ασυνεννόητοι και μπουνταλάδες, του κατέπνιξαν κάθε πρωτοβουλία. Τον αποθάρρυναν να χρησιμοποιεί το μυαλό του. Το κατσαβίδι να ‘πιανε να βιδώσει μια βίδα, του ‘λεγαν άστο κάτω. Θα την στραβοβιδώσεις και θα χαλάσεις τον τοίχο. Τα κατάφεραν έτσι, ώστε ενώ οι συνομήλικοι του πετούσαν, εκείνος αδειασμένος από κάθε ζωντάνια, σερνόταν σαν εκατό χρονών γέρος.
Για να μην σας κουράζω με χαρακτηρισμούς, επιτρέψτε μου να αναφέρω πραγματικά γεγονότα. Το βιβλίο του συνταγματικού δικαίου ο φοιτητής το αγόραζε υποχρεωτικά από συγκεκριμένο βιβλιοπωλείο. Αλλιώς θα ‘μενε σ’ όλη του τη ζωή στο πρώτο έτος. Το πλήρωνε ολόκληρο. Έπαιρνε όμως στα χέρια του μόνο το πρώτο μέρος. Το υπόλοιπο του χορηγούταν σε φυλλάδια, κατά ακανόνιστα διαστήματα. Τι όμορφος κόσμος.
Τελικά η έκδοση ολοκληρώθηκε αρκετούς μήνες μετά την λήξη των τμηματικών εξετάσεων. Πάλι καλά. Ο Άρης επειδή ψυχράνθηκε με τον βιβλιοπώλη, δεν πήγαινε να του ζητήσει τα φυλλάδια. Πέρασε το μάθημα, αλλά του έμεινε το σύγγραμμα ημιτελές.
Κάποτε ο καθηγητής του δημοσίου διεθνούς δικαίου, όρισε διαγώνισμα για την επόμενη το πρωί στις οκτώ. Ο Άρης άργησε περίπου πέντε λεπτά. Στο σπουδαστήριο της οδού Σινά, βρήκε τις πόρτες κλειστές. Κτύπησε. Ο Τιμολέων ο κλητήρας του απαγόρευσε την είσοδο. Δεν διέθετε παρόμοια εξουσία. Θα ‘πρεπε να τον παραμερίσει. Να ζητήσει από τον καθηγητή την άδεια να γράψει. Πιθανόν να του εδίδετο, όπως συνέβη σε άλλη περίπτωση.
Ας μιλήσουμε για τον Τιμολέοντα. Από τους κακούς Κρητικούς, ξεχείλιζε μοχθηρία και κοινωνικά συμπλέγματα. Ζητούσε ευκαιρία να δείξει πως του περνούσε και αυτουνού. Δεν έδινε πεντάρα, εάν σε κατάστρεφε.
Στο Στρατό ο Άρης, Δόκιμος Αξιωματικός, υπηρετούσε στην Καρδίτσα. Μετατέθηκε στο Ρέθυμνο. Δεν το επέτρεπε ο Κανονισμός. Ας είναι καλά ο τοπικός βουλευτής. Ο Διευθυντής του στρατολογικού γραφείου, τύπος μίζερος και ευθυνόφοβος, του έδωσε μόνο τρεις μέρες άδεια μετακίνησης. Την παρεβίασε κατά είκοσι τέσσερεις ώρες. Θέλησε να μείνει λίγο παραπάνω στην Αθήνα. Παρέβλεψε το γεγονός ότι στην καινούργια μονάδα, δημιουργούσε σε βάρος του δυσμενές κλίμα.
Τέτοιος ήταν. Ικανός να θυσιάσει την αξιοπρέπεια  και το μέλλον του, για μερικές στιγμές που θα τον έβγαζαν από την κατάθλιψη.
Το παλικάρι πήρε τον στραβό τον δρόμο. Η υπόλοιπη ζωή του έμελλε να χαραμιστεί σε κοπιαστικές προσπάθειες αλλαγής γραμμής πλεύσης, επανόρθωσης. Δυστυχώς, «όπου μικρομάθει δεν γερονταφίνει».
Σαββατόβραδο αρχές του Ιούλη, μετά το κλείσιμο των μαγαζιών. Τότε ήταν ανοικτά και το απόγευμα του Σαββάτου. Βαδίζοντας στην τύχη, φθάσαμε στην πλατεία Μεταξουργείου.
Γλυκειά βραδιά. Φυσούσε ανάλαφρο αεράκι από τα καταπράσινα, εκείνο τον καιρό, βουνά της Αττικής, ανέπαφα από πυρκαγιές. Καθίσαμε στο καφενείο δίπλα από το σιντριβάνι και το αντίγραφο του φαναριού του Διογένη (Χορηγικός Τρίπους του Λυσικράτη). Γύρω μας, ανάμεσα στα ισχνά δενδράκια, τα αναιμικά λουλούδια, εργατικοί με τα ρούχα της δουλειάς, προσπαθούσαν να ξεχάσουν την κούραση της ημέρας.
Στην γωνιά χαριεντίζονταν δυο μοντέρνα ζευγάρια. Οι κυρίες, ωραιότατες. Τολμηρές έξωμες τουαλέτες, χρυσά κοσμήματα λαμπύριζαν στα αυτιά τους. Οι συνοδοί κομψοί, με θερινά κουστούμια και γραβάντες.
Φαίνονταν αταίριαστοι με το περιβάλλον. Διερωτώσουν από πού ξεφύτρωσαν.
Όλοι μιλούσαν ήρεμα και χαμηλόφωνα. Η φυσική πραότητα του Αθηναϊκού λαού, προτού πλακώσουν οι επαρχιώτες. Αμoλυθoύν στην πιάτσα οι καινούργιες γενιές, όλο αναίδεια, επιθετικότητα και άγριους τρόπους.
Μου διηγήθηκε τούτη την ιστορία. Σας την μεταφέρω.

…συνεχίζεται


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα