1960, τέλος Ιούνη. Ο Άρης τελείωσε τις τμηματικές εξετάσεις του πρώτου έτους. Στην επιστήμη μας ο αρχάριος δυσκολεύεται να κατανοήσει τις νομικές έννοιες, άγνωστες του από το γυμνάσιο. Κόπηκε στο Ρωμαϊκό Δίκαιο. Το μάθημα, μετά την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα, στερείται πρακτικής χρησιμότητας. Θα το ξανάδινε τον Οκτώβρη. Τίποτα το ανησυχητικό. Οι περισσότεροι φοιτητές περνούσαν την χρονιά σε δύο περιόδους. Μετρημένες στα δάχτυλα οι εξαιρέσεις.
Δυστυχώς οι υστερισμοί της οικογένειας, συντέλεσαν ώστε αυτή η συνηθισμένη μικροαποτυχία, να λάβει ανεπίτρεπτες διαστάσεις. Ο φίλος μου κατελήφθη από υπερβολικό φόβο, ανασφάλεια.
Ο κύριος καθηγητής «ευηρεστήθη να απορρίψει» το ενενήντα έξι τοις εκατό των φοιτητών του. Δηλαδή ολόκληρο το διδακτικό έτος δεν μπόρεσε να τους μεταδώσει τίποτα. Θα ‘πρεπε να κληθεί αμέσως σε απολογία.
Σκοτεινά χρόνια Η Ανώτατη εκπαίδευση βρισκόταν στον αστερισμό της καθηγητικής τυραννίας. Σήμερα αντίθετα πλέει στα άγρια νερά της φοιτητικής αυθαιρεσίας.
Αποφάσισε να μείνει στην Αθήνα μερικές μέρες, να ξεκουραστεί. Με αυτήν την σύντομη ανάπαυση, συνέδεσε προσδοκίες υπερβολικές για προσγειωμένο άνθρωπο. Περιστρέφονταν γύρω από την δυνατότητα προσέγγισης κοριτσιών της γειτονιάς. Έφαε τα μούτρα του.
Ένα πρωινό τον κυρίευσε η πλήξη. Ήταν και η ενόχληση από το κάπνισμα. Επέτεινε τα ψυχολογικά του αδιέξοδα.
Έμενε στην οδό Ασημάκη Φωτήλα απέναντι από το Άλσος. Σε δωμάτιο μέσα στο σπίτι οικογένειας, η τουαλέτα κοινή με τους σπιτονοικοκύρηδες. Κίνησε πεζός για το Ολυμπιακό Κολυμβητήριο. Συγκοινωνία που να τον εξυπηρετεί δεν υπήρχε.
Αλλά και να υπήρχε, θα έκανε οικονομία. Έτσι σπουδάζαμε εκείνα τα χρόνια. Ο Θεός να μην αφήσει με την οικονομική κρίση, να ξανακατρακυλήσομε σε παρόμοιο βιοτικό επίπεδο.
Στην διάρκεια της πορείας ο ήλιος τον χτυπούσε κατακέφαλα. Τότε το καπέλο δεν ήτανε της μόδας.
Εργάσιμη μέρα, ο κόσμος έτρεχε να προλάβει τις δουλειές του. Κάθε λογής άνθρωποι συνωστίζονταν γύρω από βιτρίνες.
Παζάρευαν τις τιμές των εμπορευμάτων. Αυστηροί βιοπαλαιστές,
στεγνοί και κοφτοί, αναιδείς νεαροί πρόδρομοι κάποιων άλλων που κάμποσα χρόνια αργότερα θα έκαναν την ζωή μας δύσκολη, κομψές μεσοαστές, χαριτωμένες δεσποινίδες. Τραχείς τροχονόμοι ρύθμιζαν την κυκλοφορία. Στρατιώτες ανεβοκατέβαζαν το χέρι στην προσέγγιση αξιωματικών. Στην πλατεία Κλαθμώνος ο θαυματοποιός έκανε μαγικά. Αμολούσε χαζομάρες. Τον πήραν στο ψιλό. Έξω από την Παλιά Βουλή τα καυσαέρια σταματημένου λεωφορείου λέκιασαν το παντελόνι του. Ο εισπράκτορας τον ειρωνεύτηκε, όλος κακία.
Έφτασε κατάκοπος στο κομψό κτίριο, πνιγμένο στα λουλούδια, τους πυκνούς θάμνους και τα βαθύσκια δένδρα. Τότε η πρωτεύουσα χωρίς το νέφος ήταν λιγότερο φρικτή.
Η ζέστη τον είχε εξουθενώσει. Επί πλέον αναστατώθηκε από ένα περιστατικό. Στο Σύνταγμα το προκλητικό ντύσιμο και στόλισμα μελαχρινής καλλονής τον άναψαν. Αφήνοντας κατά μέρος την συνηθισμένη του ατολμία, την πήρε από πίσω. Της εξέφρασε, πολιτισμένα, τον ανήλεο πόθο του.
Τον έβρισε πρόστυχα. Παραλίγο να του φέρει την τσάντα στο κεφάλι. Κατάπιε το θυμό και το παράπονό του. Έτσι και κατέληγε στο τμήμα κινδύνευε να τον κουρέψουν γουλί, ως τέντυ – μπόι. Συνηθισμένη πρακτική της αστυνομίας, στις μέρες του Υφυπουργού Δημόσιας Τάξης.
Παρόμοια δυσάρεστα συμβάντα μπορούσαν να θρυμματίσουν το κέφι του Άρη για μέρες. Συνεσταλμένος, φοβητσιάρης, μειωμένης αυτοπεποίθησης, άφηνε τους άλλους να τον χαρακτηρίζουν, ανάλογα με τα συμφέροντα και τα συμπλέγματά τους.
Το μετάνιωσε που ήρθε. Εάν δεν φοβόταν μην τον κατηγορήσει ο άδικος και αμείλικτος κριτής μέσα του, θα γύριζε πίσω. Μπήκε επειδή έπρεπε να μπει, αφού έκανε τόσο δρόμο. Γδύθηκε στα αποδυτήρια. Κολύμπησε λίγο στην πισίνα ανόρεκτα. Έπειτα ξάπλωσε ανάμεσα στο πλήθος, να κάνει ηλιοθεραπεία.
Ένοιωθε άσχημα. Καλοφτιαγμένοι άντρες, γυναίκες με όμορφα χυτά σώματα περιφέρονταν, κουβέντιαζαν στα πεταχτά, φλέρταραν άνετοι, γεμάτοι χάρη. Οι κοπέλες του δημιουργούσαν έντονη επιθυμία, αίσθημα στέρησης. Συνέκρινε το ισχνό σκαρί του με τα γεροδεμένα κορμιά των συνοδών τους. Τον έπιασε μαύρη απογοήτευση.
Εννοείται πως θα μπορούσε να είναι πιο εμφανίσιμος, εάν αντί να καπνίζει βελτίωνε την διατροφή του. Ασκείτο μερικές από τις ελεύθερες ώρες του, στο κοντινό γυμναστήριο του Πανελληνίου. Η είσοδος κόστιζε μια δραχμή της εποχής. Πολύ λιγότερο από ένα πακέτο τσιγάρα.
Ξαφνικά ο καλοβαλμένος κύριος γύρω στα σαράντα, μέσου αναστήματος, μυώδης, άρχισε να εκτελεί καταδύσεις. Όλων τα βλέμματα συγκεντρώθηκαν πάνω του. Η ακρίβεια των κινήσεων του, προκαλούσε τον θαυμασμό. Έπεφτε ανάποδα. Προτού βυθιστεί στο νερό περιστρεφόταν τρεις φορές στον αέρα.
Ο Άρης τον ζήλεψε. Φαντάστηκε ότι εκείνος διαθέτει ό,τι του έλειπε. Οδηγεί το αυτοκίνητό του, στους μεγάλους δρόμους. Κάθεται σε κέντρα, όπου ο ίδιος, για πολλούς και διαφόρους λόγους, δεν αισθάνεται ευχάριστα. Απολαμβάνει τα θέλγητρα κυριών του καλού κόσμου, χορευτριών. Περιφέρεται ανέμελος στην Ρόδο, την Κέρκυρα, τα Καμένα Βούρλα, τους παράδεισους της Μεσογείου, της Λατινικής Αμερικής. Και τι δεν θα ‘δινε, να μπορούσε να ζήσει μια εβδομάδα σαν κι αυτόν.
Θυμήθηκε την κουβέντα που συχνά πυκνά επαναλάμβανε ο Ράμμος διδάσκοντας Πολιτική Δικονομία: «Υπάρχουν Παρασκευογεννημένοι και Σαββατογεννημένοι». Του λόγου του γεννήθηκε το μεσημέρι της Παρασκευής. Εκεί που αναστέναζε λουσμένος στον ιδρώτα, άκουσε τον νεαρό δίπλα του να μονολογεί.
– Τον καϋμένο.
Ξάνοιξε καλά. Και είδε κάτι που προηγουμένως διέφυγε την προσοχή του. Το αριστερό χέρι του αθλητή που τόσο θαυμασμό προκάλεσε ήταν κομμένο από τον καρπό.