Πέρασα πάλι απ’ το μικρό το φτωχικό ξωκκλήσι
εψές αργά το λιόγερμα κι ήταν χαρά θεού,
κι ο δόλιος αναστέναξα που είδα την ώρια δύση
να κλείνει μες στον κόρφο της το ρήγα τ’ ουρανού.
Κι ύστερα αγάλια κάθισα πλάι στη μικρή βρυσούλα
εκεί που μ’ ορκιζόσουνα και μου ‘δινες φιλιά
κι έλεγες πως θα μ’ αγαπάς κι όσο θωρείς δροσούλα,
κι από του Άδη όταν βρεθείς την παγερή αγκαλιά.
Κι απόψε πάλι στο μικρό θα πάω το ‘κλησσάκι
κι όταν γιομίσει ο ουρανός μ’ αστέρια λαμπερά
θα πάρω αγαπημένη μου το γνώριμο δρομάκι
που μ’ οδηγεί στα μνήματα, ω θεέ μου συμφορά.
Κι ας ξέρω πως μέσα στη γη βαθιά είσαι κρυμμένη
κλείνω τα μάτια και θαρρώ πως μου γλυκομιλάς
την παγωμένη μου καρδιά θαρρώ πως την ζεσταίνει
η ανάσα σου και τρυφερά μου λες πως μ’ αγαπάς.
Κι όταν προβάλει η ροδαυγή πέρα μακριά καλή μου
θα φύγω αγαπημένη μου γλυκά να κοιμηθείς
πάνω στο κρύο μάρμαρο θα αφήσω το φιλί μου
να ζεσταθείς αγάπη μου, και να μ’ ονειρευτείς.