Στο Καλαμίτσι Αλεξάνδρου στον Αποκόρωνα στο σπίτι μας ήρθαν από τα Χανιά δύο νεαροί δικαστικοί υπάλληλοι στις γιορτές της Πρωτοχρονιάς του 1938. Ο ένας ήταν αδελφός του πατέρα μου και θείος μου. Ο Βλάσιος Βλαζάκης που Στυλ. και ο άλλος, ένας φίλος του θείου μου Κων/νος Θεοχαρίδης με μια σωματική αναπηρία και στα δυο κάτω άκρα τα πόδια του, που από τα γόνατα και κάτω ήταν τεχνητά ξύλινα. Σε αυτές τις γιορτές αποφασίζεται να με βαπτίσουν, όπως και έγινε, και νονός μου έγινε ο κ. Θεοχαρίδης.
Αυτόν τον άνθρωπο σήμερα θέλω να επαναφέρω στη μνήμη όσων τον γνώρισαν αλλά και στους νεότερους να μάθουν ότι στην εκλεκτή κοινωνία των Χανίων κυκλοφορούσαν πραγματικά άνθρωποι με θεϊκά χαρίσματα.
Ο Κων/νος Θεοχαρίδης ήλθε στην πόλη των Χανίων προσφυγόπουλο από τη Μικρά Ασία, από κάποια κωμόπολη της Μαγνησίας μαζί με τη μητέρα του, ορφανός από πατέρα και με σοβαρά προβλήματα κίνησης. Δεν στάθηκαν ικανές οι δύσκολες συνθήκες της ζωής του, να του ανακόψουν την πρόοδο και την κοινωνική του καταξίωση, εργατικός και προοδευτικός έφθασε να είναι μόνιμος υπάλληλος του πρωτοδικείου Χανίων, ψάλτης και Ιεροκήρυκας στη Μητρόπολη Χανίων.
Πάνω από τον άμβωνα του Ιεροκήρυκα κατόρθωνε να συναρπάζει το χριστιανικό εκκλησίασμα και να τον παρακολουθεί με κατάνυξη, να τους εξηγεί τις Ιερές Ευαγγελικές περικοπές χωρίς να ακούγεται καμία δυσφορία, διότι είχε το χάρισμα του ορθού και γλυκού λόγου, και επιπλέον έβρισκε τρόπο να τους διηγηθεί κάποιες ιστορίες σχετικές με το θέμα της ομιλίας του.
Μια τέτοια ιστορία σήμερα στέλνω κι εγώ, ένας τακτικός αναγνώστης της εφημερίδας “Χ.ν” Μιχάλης Θεόφραστος Βλαζάκης, Ανώτατος Αξιωματικός της Πολεμικής Αεροπορίας ε.α. και σας παρακαλώ, αν έχετε χώρο, να τη δημοσιεύσετε.
Ο Στοιχειωμένος Πύργος του Παρίσι
Στα περασμένα χρόνια στην πόλη του φωτός, το Παρίσι λένε ότι υπήρχε στο κέντρο αυτής της μεγάλης πόλης μιας πολυώροφη οικοδομή πολυτελέστατη, και τα βράδια από τα περίτεχνα μπαλκόνια και τις βεράντες της οι άνθρωποι που είχαν την τύχη να βρίσκονται εκεί, απολάμβαναν μια καταπληκτική θέα της γαλλικής μεγαλούπολης.
Έχουν όμως τώρα περάσει αρκετά χρόνια που τα παράθυρα και οι μεγάλες μπαλκονόπορτες παραμένουν κλειστές και παράλληλα κυκλοφορεί μια περίεργη ιστορία ότι όποιος έμπαινε μέσα για να κοιμηθεί, το πρωί τον έβρισκαν νεκρό. Δόθηκε τότε, όπως λέγεται, εντολή από τους τοπικούς άρχοντες να κλειδωθεί ο πύργος, μιας που δεν υπήρχαν ιδιοκτήτες, διότι από πολλά χρόνια είχε εξαφανιστεί ο μοναδικός ιδιοκτήτης της. Ακόμα και οι άστεγοι, οι ζητιάνοι, οι τόσοι ταλαίπωροι που υπάρχουν στις μεγαλουπόλεις τηρούσαν πιστά την απαγόρευση εισόδου στον πύργο, διότι όσοι κατά καιρούς αψήφισαν τις εντολές της απαγόρευσης γιατί υπήρχε κίνδυνος, και όσοι μπήκαν μέσα να κοιμηθούν τα βράδια του κρύου χειμώνα το πρωί τους έβρισκαν νεκρούς.
Ενώ αυτά συμβαίνουν και είναι γνωστά σ’ όλους εκεί στην τοπική κοινωνία, ένας εμποράκος που είχε την ατυχία να υποστεί μεγάλες καταστροφές και βρισκόταν σε απόγνωση, καθώς τα τρία- τέσσερα τελευταία χρόνια είχε χάσει τον μονάκριβο γιο του σε ατύχημα και από τη μεγάλη στενοχώρια της γυναίκας του και της μητέρας του γιου του, Φιλίπ, της είχαν σαλέψει τα μυαλά και έπεσε σε μια περίεργη κατάθλιψη. Έτσι κατεβλήθη και πέθανε κι εκείνη. Ο εμποράκος, λοιπόν, με τα απανωτά με τα απανωτά χτυπήματα είχε κι ο ίδιος υποστεί κατάθλιψη και η εργασία του πήγαινε από το κακό στο χειρότερο. Και σαν να μην τον έφταναν όλα αυτά, ένα πρωί είδε τις πόρτες του εμπορικού του ανοικτές και όλο το εμπόρευμα να λείπει.
Αφού επί πολλές ώρες καθόταν εκεί σ’ ένα κοντινό πάρκο και προσπαθούσε να βρει κάποια λύση στα δύσκολα προβλήματα του, όπως ήταν μπερδεμένος και πολύ ζαλισμένος, ανασηκώνοντας το κεφάλι του και τρίβοντας με τα χέρια του τα μάτια, αντίκρισε ακριβώς απέναντι του τον στοιχειωμένο πύργο.
Αμέσως κάνει μια τολμηρή σκέψη να πάει στον Δήμαρχο και να του πει ότι εγώ έχω αποφασίσει να σκοτωθώ για τους συγκεκριμένους λόγους που τον βασάνιζαν, και να τον παρακαλέσει να του δώσει τα κλειδιά του Πύργου, για να πάει τουλάχιστον την τελευταία βραδιά της ζωής του εκεί στην πιο ψηλή βεράντα του πύργου να απολαύσει τη βραδινή θέα του Παρισιού.
Ο τοπικός άρχοντας δεν πείστηκε και εύκολα άρχισαν τα παρακάλια του εμποράκου· και κλαίγοντας θύμισε στον Δήμαρχο τις τραγωδίες που είχε υποστεί η οικογένεια του και έτσι κατάφερε να πάρει την έγκριση. Αυτό έγινε γνωστό στην τοπική αστυνομία και η αστυνομία ενημέρωσε ποια μέρα θα μπορούσε ο εμποράκος να παραλάβει το κλειδί. Αυτό έγινε γιατί η αστυνομία άνοιξε τον πύργο, έκανε τον έλεγχο σ’ όλους τους χώρους του πύργου και αφού σφράγισε- κλείδωσε όλες τις πόρτες και τα παράθυρα, αφήνοντας μόνο την πόρτα του ρετιρέ με τα παράθυρα. Ενημέρωσε τον εμποράκο να περάσει από την αστυνομία να πάρει το κλειδί και να τον ρωτήσουν αν ήθελε κάτι άλλο.
Πραγματικά έτσι έγιναν τα πράγματα· ο εμποράκος πηγαίνει στην αστυνομία, παίρνει το κλειδί και όταν ρωτήθηκε από την αστυνομία αν θέλει κάτι άλλο, αυτός ζήτησε να του δώσουν έναν σταυρό που να έχει πάνω και το σώμα του Χριστού. Ο εμποράκος έχοντας τώρα το κλειδί του πύργου, δηλαδή της κύριας εισόδου και τον σταυρό του Χριστού, φεύγει από το σπίτι του. Όλη την ημέρα τακτοποιούσε το σπίτι του, έβαλε τη φωτογραφία του γιου της και της αγαπημένης συζύγου του στο τραπέζι και μια μεγάλη ανθοδέσμη, και το απογευματάκι ξεκινά για τον πύργο.
Όταν φτάνει, ανοίγει την πόρτα και μπαίνει μέσα. Εκεί στο πιο ψηλό σαλόνι του πύργου με μεγάλες μπαλκονόπορτες με την τρομακτική θέα βρήκε μια περίτεχνη τραπεζαρία άφησε με προσοχή τον σταυρό με το σώμα του Χριστού στη μια μεριά που ήταν κι ένα επιτραπέζιο κηροπήγιο και στην άλλη μεριά άφησε μια πετσέτα τυλιγμένη που είχε μέσα λίγο ψωμί και τυρί για να περάσει αυτή τη νύχτα.
Αφού έκανε βόλτα σ’ όλους τους χώρους του τελευταίου ορόφου, βγήκε έξω στο κυκλικό μεγάλο μπαλκόνι και κοίταξε την απέραντη ηλεκτροφωτισμένη πόλη. Ήταν πράγματι μια μαγεία, δεν είχε ποτέ στη ζωή του δει ξανά τέτοιο θέαμα. Τόσο πολύ είχε ενθουσιαστεί που απολαμβάνοντας αυτήν την ωραία θέα, ο χρόνος πέρασε γρήγορα και το ρολόι της κοντινής πλατείας χτύπαγε τη 10η νυχτερινή ώρα. Γύρισε, λοιπόν, μέσα στην τραπεζαρία από την τζαμένια μπαλκονόπορτα, την έκλεισε καλά και αφού σφάλισε και την εσωτερική πόρτα του ορόφου εκεί που οδηγούσε η σκάλα, πήγε και κάθισε στη θέση του στην τραπεζαρία. Εδώ τώρα, άρχισε να σκέφτεται, τι ακριβώς πήγε σ’ αυτό το μέρος να κάνει. Και ενώ άρχισε να αναρωτιέται για τις αποφάσεις του και κάνοντας μια αναδρομή στην περασμένη ζωή του, μετρώντας επιτυχίες αλλά και αποτυχίες, τις δύσκολες ώρες που έχει περάσει, φέρνοντας νοερά τις εικόνες του γιου του και της αγαπημένης του γυναίκας, που τώρα πια δεν υπάρχουν, δικαιολογούσε τις αποφάσεις του, παίζοντας τα όλα κορώνα-γράμματα. Σε λίγο έκανε τη σκέψη, δεν θα υπάρχω σε αυτόν τον ωραίο κόσμο, όμως θα είναι είμαι πολύ ευχαριστημένος, αν φεύγοντας από αυτή τη ζωή, θα συναντήσω τους δικούς μου ανθρώπους. Κι έτσι έκανε παρηγοριά ο ίδιος στον εαυτό του.
Και ενώ ήταν βυθισμένος σ’ αυτές τις σκέψεις, παρατήρησε ότι ένα ρολόι που ήταν εκεί, απέναντι, στον τοίχο, έδειχνε σε πολύ λίγα λεπτά ότι η ώρα θα ήταν δώδεκα, τη νυχτερινή. Αποφάσισε να ανοίξει το δεματάκι που είχε λίγο ψωμί και τυρί, όπως έχουμε πει και ενώ απλώνει το χέρι ακούγεται ένας θόρυβος κάτω στο υπόγειο που οδηγούσε η σκάλα, κρύος ιδρώτας τον έλουσε, τα μάτια γουρλωμένα και τ’ αυτιά του τεντωμένα. Άρχισε με πολλή προσοχή να προσπαθεί να παρακολουθεί το θόρυβο. Τα περίεργα χαρακτηριστικά του θορύβου τον ανησύχησαν, γιατί άκουγε καθαρά ξερά βήματα να ανεβαίνουν τα σκαλοπάτια και σε κάθε όροφο να σταματούν και ακούγεται πολύ καθαρά το άνοιγμα της πόρτας του ορόφου.
Σαν περνούσε λίγος χρόνος, ακουγόταν το κλείσιμο της πόρτας και άρχισαν τα ξερά βήματα πάλι να ακούγονται ρυθμικά τακ- τακ, έτσι ότι ήταν ανέβαινε στον επόμενο όροφο, άνοιγε την είσοδο, έμπαινε μέσα και σε λίγο έκλεινε την πόρτα και άρχιζε ανέβασμα στον επόμενο όροφο. Τώρα όμως τα ρυθμικά βήματα ακούγονταν καθαρά και πιο δυνατά, κατάλαβε λοιπόν ότι όποιος ανέβαινε επάνω, έκανε θα έλεγε κανείς έλεγχο, αν υπάρχει κανείς στον κάθε όροφο. Εδώ που τα λέμε ο φόβος του εμποράκου τώρα έχει γίνει πολύ μεγάλος και σκέφτεται τι μπορεί να κάνει. τα ρυθμικά τακ- τακ τον παγώνουν, γιατί σταματούν την πόρτα του ορόφου του και η πόρτα παρά το ότι ήταν κλειδωμένη καλά, ανοίγει με μιας και στο άνοιγμα της στέκεται ένας ανθρώπινος σκελετός.
Όπως είχε γυρίσει ο εμποράκος και κοίταξε την πόρτα, το ένα χέρι του ακουμπούσε στο τραπέζι, αρπάζει τον σταυρό και χωρίς να χάσει χρόνο τον προτάσσει προς το φάντασμα- τον όρθιο ανθρώπινο σκελετό. Ο ανθρώπινος σκελετός έμεινε ακίνητος, ο δε εμποράκος σηκώνεται, και παίρνοντας δύναμη από τον σταυρό, όπως τον κρατάει με τεντωμένο το χέρι προς το φάντασμα, του λέει να μείνει ακίνητος, διότι η δύναμη του Τιμίου Σταυρού του Χριστού δεν του επιτρέπουν να πλησιάσει άλλο, και από εκεί να του πει τι ζητά.
Πραγματικά ο σκελετός φάντασμα σταματά και άρχισε να ακούγεται μια απόκοσμη φωνή που έβγαινε από τα κόκαλα που έλεγε: «Άκου με προσοχή καλέ μου άνθρωπε, εγώ δεν έχω πειράξει κανέναν από όσους έχουν βρει εδώ νεκρούς. Αυτοί μόλις με αντίκριζαν, πέθαιναν από τον φόβο τους, εγώ όμως θέλω να πω το κακό που μου έκανε ο έμπιστος μου διαχειριστής του πύργου, για να τιμωρηθεί. Να έλθετε εκεί στο υπόγειο, κάτω από τη σκάλα που μ’ έχωσε, σαν με δολοφόνησε εκείνο το κρύο χειμωνιάτικο βράδυ, χωρίς να ψάλλουν κηδεία οι ιερείς και η ψυχή υποφέρει τόσα χρόνια. Να έλθετε, λοιπόν, να πάρετε τα οστά, να τα μεταφέρετε στο νεκροταφείο και εκεί να γίνει η κηδεία μου, ώστε να βρω και εγώ την αιώνια γαλήνη».
Πριν προλάβουν να τελειώσουν τα τελευταία λόγια του φαντάσματος, το ίδιο το φάντασμα εξαφανίστηκε με μιας και ο πτωχός μας έμπορος έμεινε απολιθωμένος και απορημένος για ό,τι είχαν δει τα μάτια του και για όσα είχαν ακούσει τα αυτιά του. Πέρασε λίγος χρόνος για να συνέλθει και να πάρει τα πράγματα από την αρχή, προσπαθώντας να τα βάλει σε μια σειρά. Ενώ όλα αυτά συμβαίνουν, ο σταυρός του Χριστού βρίσκεται ακόμη στο χέρι του. Συνέρχεται και κάνει τον σταυρό του, φιλάει με δέος το σώμα του Χριστού και εναποθέτει τον σταυρό στο τραπέζι.
Ενώ όλα αυτά διαδραματίζονται, ο χρόνος προχώρησε. Η νύχτα κοντεύει να τελειώσει και σκέφτεται τώρα τι θα πει το πρωί που πλησιάζει στις αρχές, που αυτές περιμένουν ασφαλείς να παραλάβουν ένα πτώμα από τον στοιχειωμένο πύργο. Ο λίγος χρόνος που μένει για να έλθει το πρωί, αποφάσισε να βγει στο μπαλκόνι και να αγναντεύσει το ξημέρωμα από εκεί ψηλά στην πολύβουη πόλη με τις πλατείες και τα πάρκα, με τις αψίδες της, το ποτάμι και τους πύργους της.
Το πρωινό όμως έφτασε και άρχισε να ετοιμάζεται να κατέβει. Δεν πρόλαβε όμως καλά καλά να ανοίξει την πόρτα του ισογείου και τον καλημερίζουν ορισμένοι με τον Δήμαρχο και την αστυνομία, γιατί κάποιοι άλλοι μόλις τον αντίκρισαν ζωντανό, φώναζαν φάντασμα και άρχισαν να φεύγουν. Προς στιγμή δημιουργήθηκε μια αμηχανία, αλλά όλα τακτοποιήθηκαν, όταν ο εμποράκος είπε στον αστυνόμο ότι έχουμε συνέχεια, γιατί υπάρχει ένα άγνωστο και ανεξιχνίαστο έγκλημα και θα τους ενημερώσει όλους την ώρα του πρωινού καφέ.
Πήγαν λοιπόν ο εμποράκος, ο Δήμαρχος και αντιπροσωπία της αστυνομίας για καφέ. Εκεί έγιναν όλα γνωστά και αποφασίστηκε να πάει προσωπικό να σκάψει να βρει τα ανθρώπινα οστά στο υπόγειο του Πύργου, κάτω από τη σκάλα. Πραγματικά, όλα ήταν όπως τα είχε πει ο σκελετός. Το κρανίο του νεκρού έφερε τραύμα από τσεκούρι. Η αστυνομία κράτησε στοιχεία να ασκήσει δίωξη κατά του πρώην διαχειριστού του πύργου, ο δε Δήμαρχος διέταξε να γίνει δημοσία δαπάνη η κηδεία των οστών. Επίσης, ο Δήμαρχος έδωσε εντολή να μπει μια μεγάλη μαρμάρινη πλάκα και να γράφει το όνομα του δωρητού του πύργου στον Δήμο, αλλά αυτό θα γινόταν μετά τον θάνατο του εμπόρου, ο οποίος όσο θα ζούσε θα διαχειριζόταν τον πύργο εις όφελος του.