Ανέκαθεν το παραπάνω αξίωμα-«εντολή» μου δημιουργούσε ανάμεικτα συναισθήματα, ως εί το πλείστον αρνητικά και απορριπτικά. Όχι τόσο στο πεδίο της θρησκείας, όσο εφαρμοζόμενη σε άλλες πτυχές του καθημερινού βίου, μου φαινόταν πάντοτε σε ένα βαθμό παράλογη. Με την κυριολεκτική σημασία του όρου. Πως είναι ποτέ δυνατόν ένα έλλογο ον να αποδέχεται άκριτα οποιαδήποτε ιδέα, οποιαδήποτε κατευθυντήρια, οποιαδήποτε αυθεντία του παρουσιάζεται -ή και δυστυχώς ενίοτε του επιβάλλεται- χωρίς να την υποβάλλει πρώτα σε έλεγχο, χωρίς να την διερευνήσει και να αποφασίσει για τον εαυτό του αν ενέχει αλήθεια ή ουσιαστική ωφέλεια;!
Προσφάτως ωστόσο, φαίνεται ότι έχω μια τάση να… «αλλαξοπιστήσω». Αρχίζω και προβληματίζομαι αν η απόρριψη της «ευπιστίας», με συνακόλουθη υποβολή της ζωής σε εξονυχιστικό έλεγχο, όντως οδήγησε στην λήψη των ορθότερων αποφάσεων, όντως εξασφάλισε την ευτυχία. Ή μήπως αποδείχτηκε (εν μέρει τουλάχιστον) ένας ψυχοφθόρος καταναγκασμός, μια ακατανίκητη τάση να δυσχεραίνουμε όταν θα μπορούσαμε να απλοποιούμε; Καταλήγω μήπως και η καθαρή πίστη κρύβει μέσα της όχι άγνοια, αδυναμία, αποποίηση ευθυνών ή και οκνηρία όπως πίστευα παλιά, αλλά μάλλον ένα ανώτερο είδος δύναμης, πεποίθησης και αισιοδοξίας, πίστης πρωτίστως στον εαυτό μας, στις δυνάμεις μας, αλλά και στην δυνατότητά μας για ευ-τυχία.
Ή ίσως πάλι απλά αισθάνομαι την ανάγκη, την επιτακτική, σχεδόν αδήριτη ανάγκη να πιστέψω. Εκεί που η «έρευνα» μοιάζει να οδηγεί μόνο σε αδιέξοδα, να πιστέψω πέραν κάθε αμφισβητήσεως ότι όλα στο τέλος θα πάνε καλά… Εσείς; Εσύ;