Η συμφωνία της Ελλάδας με τους πιστωτές αυξάνει την πιθανότητα μίας ελάφρυνσης του χρέους της στον επίσημο τομέα και είναι θετική για το αξιόχρεό της, αναφέρει ο οίκος πιστοληπτικής αξιολόγησης Moody’s σε ανάλυσή του (credit outlook).
Το βασικό θετικό της συμφωνίας, σημειώνει ο οίκος, είναι ότι θα οδηγήσει πιθανόν σε περαιτέρω μέτρα ελάφρυνσης του χρέους της Ελλάδας στον επίσημο τομέα, τα οποία θα καθιστούσαν πιο βιώσιμο το βάρος του χρέους της. Η συμφωνία αναμένεται να οδηγήσει στην ολοκλήρωση της τελευταίας αξιολόγησης του ελληνικού προγράμματος και αποτελεί προϋπόθεση για την εκταμίευση μίας δόσης περίπου 8 δισ. ευρώ προς την Ελλάδα, που θα επέτρεπε στην Ελλάδα να καλύψει τις μεγάλες αποπληρωμές χρέους που λήγουν τον Ιούλιο.
«Κάθε σημαντική μείωση των υποχρεώσεων αποπληρωμών της Ελλάδας στον επίσημο τομέα, και πιο συγκεκριμένα στους Ευρωπαίους πιστωτές της, θα βελτίωνε τις προοπτικές αποπληρωμής των ομολόγων του ελληνικού δημοσίου. Οι βελτιωμένες προοπτικές αποπληρωμής θα αποτελούσαν ένα σημαντικό θετικό μήνυμα για τη δυνατότητα της Ελλάδας να επιστρέψει στις ιδιωτικές κεφαλαιαγορές», σημειώνει ο Moody’s, προσθέτοντας ότι το τρέχον πρόγραμμα στήριξης πρόκειται να ολοκληρωθεί τον Αύγουστο του 2018, οπότε η Ελλάδα θα χρηματοδοτεί μετά τις δανειακές ανάγκες της με την έκδοση ομολόγων στις κεφαλαιαγορές. «Η ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης είναι επίσης πιθανόν να ανοίξει τον δρόμο για την ένταξη των ελληνικών ομολόγων στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), παρέχοντας πρόσθετη στήριξη για την ανάκτηση της πρόσβασης στις αγορές από το ελληνικό δημόσιο και βελτιώνοντας το κλίμα για τους εγχώριους καταθέτες», συνεχίζει ο οίκος.
Ο Moody’s αναφέρει ότι το κύριο σημείο της διαμάχης μεταξύ των Ευρωπαίων πιστωτών και του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ) είναι το ύψος των πρωτογενών δημοσιονομικών πλεονασμάτων που μπορεί ρεαλιστικά να διατηρήσει η Ελλάδα για αρκετά χρόνια. «Η ελληνική κυβέρνηση κατάφερε να ξεπεράσει πέρυσι τις προσδοκίες, επιτυγχάνοντας ένα πρωτογενές πλεόνασμα περίπου 4% του ΑΕΠ και ένα συνολικό πλεόνασμα 0,7% του ΑΕΠ έναντι συνολικού ελλείμματος σχεδόν 6% του ΑΕΠ το προηγούμενο έτος», αναφέρει, προσθέτοντας: «Ωστόσο, αμφιβάλλουμε (όπως και το ΔΝΤ) ότι η Ελλάδα μπορεί να διατηρεί μεγάλα πλεονάσματα για μεγάλη χρονική περίοδο. Αντίθετα, αναμένουμε πρωτογενή πλεονάσματα περίπου 2,5% του ΑΕΠ για φέτος και το επόμενο έτος, που σημαίνουν ένα συνολικό δημοσιονομικό έλλειμμα 0,5% -1,0% του ΑΕΠ. Δεδομένων των αρνητικών συνεπειών στην ανάπτυξη από την καθυστέρηση στην ολοκλήρωση της αξιολόγησης, αναμένουμε ρυθμό ανάπτυξης 1,5% φέτος έναντι της τελευταίας πρόβλεψης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για ρυθμό 2,7%».