Κυριακή, 6 Οκτωβρίου, 2024

Πλανόδιοι βιοπαλαιστές

Πλανόδιοι μικροεπαγγελματίες, τελάληδες, μικροπωλητές, πραγματευτάδες, που περιπλανούνταν σε χωριά και γειτονιές, έχουν χαθεί πια και μαζί μ’ αυτούς μια ολόκληρη εποχή, που όπως θυμούνται οι παλιοί την χαρακτήριζε η ανθρωπιά, η “μπέσα” η αλληλεγγύη, ο σεβασμός και η αγάπη του κόσμου. Ο λόγος υπάρξης αυτών των ανθρώπων με τα λογής εμπρεύματά τους, εξαρτιώνταν από την εκάστοτε εποχή και τις ανάγκες της κοινωνίας. Ανασκαλεύοντας το χρονοντούλαπο της ιστορίας, ψάξαμε και βρήκαμε δύο ανθρώπους που για δεκαετίες κυκλοφορούσαν στον Νομό μας, τον γαλατά και τον πραγματευτή- έμπορα.
Πολλοί ήταν οι πλανόδιοι πραγματευτάδες που διαλαλούσαν τα παλιά χρόνια την πραμάτεια τους, σε χωριά και γειτονιές του νομού μας. Διαχρονικές παρουσίες στην πόλη μας, που έχουν μείνει χαραγμένες στη θύμηση όσων τους γνώριζαν, ήταν και τα αδέλφια Τσούρδοι, ο Γιάννης και ο Θοδωρής, που λόγω της ομοιότητας τους, αν και δεν ήταν δίδυμοι τους αποκαλούσαν οι “Αδελφοί Κατσάμπα”.

Από το κασόνι στο καρότσι και στο κάρο με το άλογο
Οπως σημειώνει ο Γιάννης Τσούρδος: «Στις αρχές της δεκαετίας του 1950 ξεκίνησα μόνος μου, κουβαλούσα ένα κασόνι με διάφορα αντικείμενα, είδη κιγκαλερίας και γύριζα στις γειτονιές. Το 1957 μαζί με τον αδελφό μου τον Θοδωρή, πήραμε ένα μεγάλο καρότσι που είχε ρόδες ποδηλάτου, αγοράζαμε διάφορα είδη από μαγαζιά της πόλης μας, και αρχίσαμε να πηγαίνουμε και στα κοντινά χωριά. Το 1958 που ο αδέλφος μου πήγε φαντάρος και για δύο χρόνια μέχρι να απολυθεί τα έφερνα πολύ δύσκολα, αφού ήταν σκέτο μαρτύριο να σπρώχνω μόνος μου το καρότσι και να γυρίζω στις γειτονιές και τα χωριά. Το 1960 και ενώ μόλις είχε απολυθεί ο αδελφός μου, στα Χανιά κυκλοφορούσε ένας παλιατζής με μια σούστα που την τράβαγε ένα άλογο, ο οποίος γύριζε στα χωριά και αγόραζε ότι έβρισκε, που στην συνέχεια τα πουλούσε. Λόγω όμως μια ασθένειάς του (βρογχίτιδα) οι γιατροί του είπαν να φύγει από τα Χανιά και να πάει να μείνει για κάποιο διάστημα για θεραπεία στη Αθήνα που έχει καλύτερο κλίμα. Επειδή όμως δεν είχε κάποιον να φροντίζει το άλογο αποφάσισε να το πουλήσει. Λόγω της γνωριμίας μας, μου είπε αν το θέλω να το πάρω εγώ. Εν τω μεταξύ σταματήσαμε να αγοράζουμε εμορεύματα από δεύτερο χέρι και συνεργαστήκαμε με μεγάλες εισαγωγικές εταιρείες και αντιπροσωπείες των Αθηνών. Συμφωνήσαμε λοιπόν με τον παλιατζή το ποσό και από τότε μέχρι και το 2000 διατηρήσαμε με τον αδελφό μου στη σούστα. Προς το τέλος του 2000 ο αδελφός μου δεν μπορούσε άλλο και σταμάτησε να έρχεται μαζί μου».

«Ερχονται οι αδελφοί Κατσάμπα…»
«Αν και με τον αδελφό μου δεν είμαστε δίδυμοι, αλλά μοιάζαμε σαν δύο σταγόνες νερό, μας κόλλησαν το παρατσούκλι “οι αδελφοί Κατσάμπα”. Καθημερινά λοιπόν από νωρίς το πρωί μέχρι αργά το απόγευμα, γυρίζαμε τα χωριά των Χανίων, από το Κολυμπάρι και τα γύρω χωριά, μέχρι Βατόλακκο, Αλικιανό κ.λπ. Είχαμε ένα στάνταρ εβδομαδιαίο πρόγραμμα και ο κόσμος ήξερε ποια μέρα θα βρεθούμε στο χωριό του και μας περίμενε. Στη σούστα φορτώναμε από, τσικάλια, ταψιά πλαστικά βάζα, ποτήρια, πηρούνια, γυαλικά, ουσιαστικά όλα τα είδη που χρειάζεται ένα σπίτι. Οχι μόνο πουλούσαμε τα είδη μας, μετρητοίς ή βερεσέ, αλλά κάναμε και ανταλλαγές δίνοντας είδη που χρειάζονταν οι νοικοκυρές και παίρναμε αυγά, κότες, μυζήθρα, λάδι κ.ά. Τα παλιά τότε χρόνια μπορεί ο κόσμος να ήταν φτωχός, αλλά η αγάπη, η αλληλεγύη, η φιλοξενία περίσσευε απ’ όλους. Αλλα χρόνια…», μας λέει ο κ. Γιάννης.

Η σούστα και τα προβλήματά της..
«Η σούστα με το άλογο μάς έδωσε τη δυνατότητα να επισκεφτόμαστε περισσότερα και πιο μακρινά χωριά. Ομως τα προβλήματα και οι δυσκολίες δεν μας έλειπαν. Τα παλιά χρόνια όσοι θυμούνται, το χιόνι έκανε την εμφάνισή του και στα πεδινά χωριά. Πολλές φορές τον χειμώνα είχαμε αναγκαστεί να σταματήσουμε και για ώρες ολόκληρες μέχρι να κοπάσει η χιονόπτωση ή να λιώσει λίγο το χιόνι για να μπορέσει να ξεκινήσει το άλογο, αφού πάνω στο χιόνι γλυστρούσε και δεν μπορούσε να κάνει βήμα. Πολλές φορές για να πάμε σε κάποιο χωριό αναγκαζόμαστε να περάσουμε μέσα από ποταμούς. Δεν ήταν και λίγες οι φορές που σπρώχναμε τη σούστα αφού αυτή είτε είχε κολλησει στην κοίτη του ποταμού, είτε σε χωματόδρομους γεμάτους από λάσπη μετά από βροχή. Περάσαμε πολύ δύσκολες καταστάσεις, αλλά αυτό το επάγγελμα είχαμε επιλέξει με τον αδελφό μου για να ζήσουμε».

Τίτλοι τέλους
«Το 2000 που σταμάτησε ο αδελφός μου αγόρασα ένα αυτοκίνητο κλούβα και συνέχισα να γυρίζω τα χωριά, μαζί με τον γιο μου, που είχε αποφασίσει να ακολουθήσει το επάγγελμα. Αυτό γινόταν μέχρι το 2015 και ενώ όλα είχαν μπει σε καλό ρυθμό, δυστυχώς τον έχασα ξαφνικά. Εξήντα χρόνια πάλεψα με αντιξοότητες, δυσκολίες, κούραση, καλές και κακές στιγμές, αλλά πάντα στο τέλος τα κατάφερνα, γιατί υπήρχε υγεία. Δυστυχώς όμως η μοίρα στο τέλος είχε για μένα άλλα σχέδια»……

Γαλατάς εξ ανάγκης..
Ο γαλατάς ήταν ο πρώτος πλανόδιος πωλητής που συναντούσε κάποιος, νωρίς το πρωί στις συνοικίες και τις γειτονιές της πόλης μας, ένα επάγγελμα που διατηρήθηκε μέχρι τα μέσα του 20ου αιώνα. Τον γαλατά, δεν τον συναντούσες στα χωριά, παρά μόνο στις μικρές και μεγάλες πόλεις. Στα χωριά σχεδόν όλες οι οικογένειες είχαν δικά τους ζώα και το έβρισκαν εύκολα.
Οι νοικοκυρές λοιπόν τα χρόνια εκείνα έβγαιναν το πρωί από τα σπίτια του με την κατατσαρόλα στο χέρι, ενώ άλλες πάλι άφηναν από βραδίς στη εξώπορτα την κατσαρόλα ή το μπουκάλι για να το δει ο γαλατάς που θα περνούσε ώστε να τα γεμίσει. Ψάξαμε λοιπόν και βρήκαμε έναν από τους παλιούς γαλατάδες των Χανίων, τον Γιώργο Τσουβαλάκη ο οποίος από τα τέλη της δεκαετίας του 1950 αρχικά με τον γάιδαρο και στη συνέχεια με το ποδήλατο, ξυπνούσε τις γειτονιές κάθε πρωί φωνάζοντας «γαλατααααάς»…

«Στο χωριό είχα πρόβατα και κατσίκια και το γάλα τους το πουλούσα σε κάποιον γνωστό μου. Ομως επειδή μου το αγόραζε σε χαμηλή τιμή, είπα κάποια στιγμή να το εμπορεύομαι ο ίδιος. Ξεκίνησα λοιπόν με τον γάιδαρό μου φορτωμένο με γάλα, να κατεβαίνω στα Χανιά και να το πουλώ. Αυτό γινόταν τρία χρόνια πριν πάω φαντάρος, ενώ στο διάστημα αυτό είχα “καταλήσει” τρεις γαϊδάρους, αφού δεν άντεχαν το καθημερινό χωριό – πόλη, φορτωμένοι με πολλές οκάδες γάλα. Οταν απολύθηκα από τον στρατό αποφάσισα να ασχοληθώ με το επάγγελμα αυτό, αφού πρώτον δεν είχα άλλη επαγγελματική επιλογή, ενώ παράλληλα έβλεπα ότι κάνοντας τον γαλατά θα μπορούσα να ζήσω, γιατί οι εποχές τότε ήταν πολύ δύσκολες».

Από το χωριό στην πόλη..
«Αποφάσισα να μείνω μόνιμα στην πόλη, ώστε να αποφύγω το συνεχές “πήγαιν’ – έλα” στο χωριό. Αγόρασα και ένα ποδήλατο και ξεκίνησα. Η δουλειά πήγαινε καλά και το δικό μου γάλα δεν μου έφτανε.
Τότε στα Χανιά ήταν περίπου 15 στάβλοι με ζώα, όπου από βραδίς πήγαινα και αγόραζα το γάλα, κυρίως αγελαδινό, ενώ το πρόβειο το έπαιρνα από τα Περιβόλια.
Στο ποδήλατο φόρτωνα περίπου 100 οκάδες γάλα μέσα σε μεταλλικές γαλατιέρες, το οποίο συντηρούσα το βράδυ στον πάγο και κάθε πρωί στις 4 τα ξεμερώματα ξεκινούσα τη δουλειά.
Το ποδήλατο με τόσες οκάδες πάνω του, ήταν πάνβαρο και δεν μπορούσα να το οδηγήσω. Κάθιζα στη σέλλα μόνο όταν έβλεπα κατηφόρες ή καλές ισιάδες, τις περισσότερες βέβαια φορές το έσπρωχα.
Η δουλειά συνέχιζε να πηγαίνει καλά, ο κόσμος με είχε γνωρίσει και έδινα όλο και περισσότερο γάλα. Υπήρχαν μέρες που είχα πουλήσει μέχρι και 400 κιλά γάλα μέχρι το απόγευμα».

«Γράψε… αγρίμης»
«Βέβαια τα πρώτα χρόνια που δεν είχα ψυγείο να συντηρώ το γάλα, αρκετές φορές είχε χαλάσει και το πετούσα, ενώ και αρκετές φορές μου είχε πέσει το ποδήλατο και είχε χυθεί από τις γαλατιέρες. Θυμάμαι ακόμα ότι στις γειτονιές που πήγαινα οι νοικοκυρές άφηναν συνήθως από βραδίς τη κατσαρόλα στην εξώπορτα. Περνούσα λοιπόν κάθε πρωί και τη γέμιζα. Επειδή πληρωνόμουν κάθε τέλος της εβδομάδας και για να μη χάσω το λογαριασμό, σημείωνα κάθε μέρα με μολύβι πάνω στο τοίχο του σπιτιού, τι γάλα είχα αφήσει π.χ. έγραφα μισό κιλό ή 500 γραμμάρια. Ομως πολλές φορές ξεχνούσα σε ποια σπίτια είχα αφήσει γάλα και δεν περνούσα να πληρωθώ, ενώ άλλες φορές όταν πλησίαζε το Πάσχα, οι νοικοκυριές καθάριζαν τα σπίτια και τις αυλές τους, άσπριζαν και τους τοίχους με αποτέλεσμα να σβήνουν αυτά που είχα γράψει. Τι χρήματα να ζητήσεις μετά. “Γράψε αγρίμης” όπως συνηθίζαμε να λέμε τότε. Ομως βρε παιδί μου παρά την κούραση τη ταλαιπωρία, αλλά και τις αρκετές ζημιές που μου είχαν συμβεί εκείνα τα χρόνια,όχι μόνο έβγαζα χρήματα, αλλά μου έμεναν και στη τσέπη. Τώρα δουλεύεις δεν δουλεύεις σου τα τρώει το κράτος και είσαι πάντα στο μείον».

Αιτία για το τέλος… το Τσέρνομπιλ
«Για 25 χρόνια βρισκόμουν κάθε πρωί στις γειτονιές και στις συνοικίες των Χανίων πουλώντας γάλα. Το 1986 μετά την έκρηξη που σημειώθηκε στο πυρηνικό εργοστάσιο στο Τσέρνομπιλ και όταν οι επιστήμονες μίλησαν για ραδιενέργεια και μόλυνση στη ατμόσφαιρα, η δουλειά μου έκοψε σαν “μαχαίρι” και κανείς δεν ξαναγόρασε γάλα. Ετσι σταμάτησα οριστικά το επάγγελμα» μας αφηγείται ο κ. Γιώργος.


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα