Με είχε πιάσει ένα νευρικό γέλιο, μα τι να σου πω. Χωρίς καμιά αιτία. Ούτε καν για τα σημερινά πολιτικά δρώμενα δε σκεφτόμουνα, να δεις. Έτσι. Γελούσα για όλα και όλους. Ή για κανέναν. Ή ακόμα επειδής ξέρω πως άμα γελάς ξεκαρδιστικά έως σπαρταριστά πέντε λεπτά συνέχεια είναι σα να κάνεις ποδήλατο μισή ώρα συνέχεια.
Και να δεις, κείνη την ώρα, ντριιν, χτύπησε το τηλέφωνο κι η συμβία μου που είναι επί των κοινωνικών σχέσεων, διαγράφοντας κάθε αναξιοπρεπή από τη λίστα των φίλων, έδειξε προβληματισμένη στον αυθόρμητο ενθουσιασμό της. Κι είπε συγκαταβατικά στο ακουστικό.
– Άα, συγχαρητήρια. Ναι – ναι, θα περάσουμε κάποια μέρα.
Μου έγνεψε λίγο πονηρά και συνέχισε να μιλάει.
– Πότε είπατε; Α, τα εγκαίνια! Θα του το πω. Μην ανησυχείτε. Ναι, ναι γεια σας, είπε βαριεστημένα, έκανε την πιο γνωστή ελληνοπρεπή χειρονομία προς άγνωστη κατεύθυνση και το έκλεισε με αγανάχτηση.
– Τι συμβαίνει, ρώτησα με αφέλεια.
– Κάτι ήξερες Γιώργο και γελούσες τόση ώρα.
– Είναι για καλό; ξαναρώτησα.
– Ναι βγάζει κι άλλο γέλιο, μου είπε κι άρχισε με τη σειρά της τη γελιογυμναστική.
– Για λέγε να καταλάβω τι γίνεται;
Μα αυτή τίποτα. Οπότε, τι καλύτερο, στήσαμε το μπερντέ του Καραγκιόζη και με φιγούρες φανταστικές μα πραγματικές στη σημερινή ευνομούμενη κοινωνία μας, βλέπαμε τον μπάρμπα Γιώργο να έρχεται με το Κολλητήρι από δίπλα με σημαίες και ροκάνες, ενδεικτικά κάποιου θριάμβου.
Και, νάσου γέλια.
Μα σα ξεστόμισε η Φωτεινή την επόμενη κουβέντα, θυμήθηκα την πεθερούλα μου, ο Θεός να τη συγχωρέσει εκεί που βρίσκεται, που μου το ’λεγε.
«Γαμπρέ μου να το ξέρεις. Άμα σε πιάνει νευρικό γέλιο κακιά είδηση θα πάρεις».
Αληθινή βγήκε. Γιατί μου διηγήθηκε η δικιά μου την τηλεφωνική συνομιλία που είχε με το Θύμιο, μπουλντοζιέρη στην Περαχώρα και μεγάλο δικολάβο σε όλα τα μικροχώρια έπαέ.
– Μας κάλεσε στα εγκαίνια. Τετάρτη. Οχτώ το βράδυ.
– Ποιος. Τι.
– Ο Θύμιος ντε. Άνοιξε γραφείο.
– Με μπουλντόζες;
– Δικηγορικό!!
– Τιιιι; Είπα κι εκσφενδονίστηκα σαν αστροναύτης απ’ την καρέκλα μου.
– Ναι για. Πήρε, λέει, το πτυχίο, έχει και την πείρα, το άνοιξε.
– Μα αυτός δεν ήξερε τα πέντε-δέκα.
– Ναι αλλά πόσα ζευγάρια έσωσε. Όλοι αυτοί θα είναι πελάτες του.
Κείνη την ώρα εισέβαλε στο κονάκι μας κι η Ροδούλα! Τι θυμάστε δα. Ξαδέρφη από τρίτο χέρι. Άκουσε για το δικηγορικό γραφείο του μπουλντοζιέρη κι έδειξε ενήμερη από πρώτο χέρι.
– Θα έρθεις ξάδερφε στα εγκαίνια έ;
– Δεν ξέρω.
– Όχουου, σε έπιασε πάλι το τέτοιο σου; Έλα μα θα παραθέσει και δεξίωση.
– Σε όλους;
– Στους κολλητούς ντε.
– Θα πάμε, να πάμε. Πετάχτηκε σαν το φάντε μπαστούνι η συμβία.
– Ναι καλέ. Είστε και στη δεξίωση καλεσμένοι.
– Μα δεν είμαστε κολλητοί, είπα για να το γλυτώσω αυτό το χάπι.
– Ναι αλλά, γράφεις σε τόσες εφημερίδες…
– Έ, και;
– Θέλει ρεκλάμα.
– Για πελάτες;
– Αχ βρε ξάδερφε, πού ζεις. Για να τον ψηφήσουνε ντε.
– Ωχ. Πάει και για δήμαρχος;
– Ευρωβουλευτής. Έχει πολλούς φίλους. Θα ανεβάσει και το κόμμα…
– Με τις μπουλντόζες θα το ανεβάσει;
– Μη γίνεσαι κακός, επενέβηκε πάλι η επί των δημοσίων σχέσεων συμβία μου.
Οπότε δεν ήθελα άλλο, άρχισα να ωρύομαι στην ερημιά μου, που κι αυτό γύμνασμα πνευμόνων λένε πως είναι.
– Μα είναι δυνατόν να συμβαίνουν τέτοια πράγματα στην Ελλάδα; Χωρίς να έχει πτυχίο να ανοίγει δικηγορικό γραφείο και να….
Με έκοψε όμως η Ροδούλα λίαν καθησυχαστικά.
– Βρε ξάδερφε, ξύπνα. Ο Θύμιος δεν είναι άιντε- άιντε. Κι ούτε ο μοναδικός. Για διάβασε να δεις; Και μου πέταξε μια εφημερίδα που διάβασα:
«Το κεφάλαιο με τα πλαστά πτυχία, τόσο των βασικών σπουδών, όσο και των πρόσθετων προσόντων που συνεπικουρούν ενίοτε στην πρόσληψη προσώπων σε διάφορες θέσεις του δημοσίου τομέα, φαίνεται πως έχει εξελιχθεί σε φάμπρικα…. Όσοι απ’ αυτούς φερθούν έξυπνα και δηλώσουν παραίτηση, θα γλυτώσουν, καθώς ο έλεγχος γίνεται στους εν ενεργεία υπαλλήλους… και οι συνέπειες δεν θα είναι ανώδυνες…».
Οπότε σκέφτομαι να ψηφίσω το Θύμιο! Μια χαρά δικηγόρος θα μπορούσε να ήταν.
*gkamvysellis@yahoo.gr