Τα πλαστικά συνεχίζουν να απειλούν το περιβάλλον και το οικοσύστηµα, µε άµεσες συνέπειες στην βιοποικιλότητα και την επιβίωση των ειδών. Για τον άνθρωπο συνεχίζουν να αποτελούν µια µόνιµη απειλή καθώς πολλές ασθένειες, όπως ο καρκίνος, σχετίζονται µε την χρήση πλαστικού, παρά το γεγονός ότι δεν είναι και πολλές οι καµπάνιες αναλογικά για τα προβλήµατα υγείας που προκαλούν. Ας δούµε όµως συνολικά το θέµα αλλά και τι αποφάσιθσε πρόσφατα ο ΟΗΕ.
Ο ΟΗΕ, λοιπόν, επεξεργάζεται µια παγκόσµια δεσµευτική συνθήκη κατά της ρύπανσης από πλαστικά. Οι ερευνητές ζητούν τώρα η συνθήκη να θέσει στόχο µείωσης της παραγωγής πλαστικών, ώστε να µειωθούν οι ζηµιές και οι κίνδυνοι για το περιβάλλον, τη βιοποικιλότητα και την ανθρώπινη υγεία.
Την περασµένη Πέµπτη, η οργάνωση-οµπρέλα 30 ευρωπαϊκών επιστηµονικών ακαδηµιών – EASAC δηµοσίευσε συνολικά δέκα επιστηµονικά τεκµηριωµένες συστάσεις για τη σχεδιαζόµενη συµφωνία για τα πλαστικά.
Αφού τα πλαστικά ξεκίνησαν τη θριαµβευτική τους πορεία τη δεκαετία του 1960, «ο πλανήτης σήµερα πνίγεται κυριολεκτικά στα πλαστικά, αναφέρει πριν από λίγες ηµέρες ανακοίνωση της EASAC, το γραφείο της οποίας εδρεύει στη Βιέννη και στην οποία ανήκει και η Αυστριακή Ακαδηµία Επιστηµών (ÖAW).
Περισσότεροι από 353 εκατοµµύρια τόνοι πλαστικών απορριµµάτων παρήχθησαν το 2019. Χωρίς δραστικά µέτρα, η ποσότητα αυτή θα µπορούσε να τριπλασιαστεί σε περίπου ένα δισεκατοµµύριο τόνους ετησίως έως το 2060, σύµφωνα µε την EASAC, η οποία επικαλείται στοιχεία του ΟΟΣΑ.
Το ισχύον σύστηµα δεν καθιστά τους παραγωγούς και τους καταναλωτές επαρκώς υπόλογους, επικρίνουν οι επιστήµονες στο σχόλιό τους, µε το οποίο θέλουν να στηρίξουν τις διαπραγµατεύσεις για την «επειγόντως αναγκαία» διεθνή συµφωνία για τα πλαστικά, η οποία θα πρέπει να τεθεί σε ισχύ το 2025.
Είναι «µάλλον αφελές» να πιστεύουµε ότι το πλαστικό είναι φθηνό. «Το κόστος της διαχείρισης των αποβλήτων και το κοινωνικό, περιβαλλοντικό και υγειονοµικό κόστος ανέρχονται σε δισεκατοµµύρια, αν όχι τρισεκατοµµύρια δολάρια – πολλές φορές το πραγµατικό κόστος παραγωγής», λέει ο Νορβηγός χηµικός Lars Walløe από το περιβαλλοντικό πρόγραµµα EASAC.
Σύµφωνα µε τους επιστήµονες, ήρθε η ώρα να «κάνουµε τους ρυπαντές να πληρώσουν»- οι εθελοντικές δεσµεύσεις ή οι µηχανισµοί της αγοράς δεν αρκούν για την επίλυση του προβλήµατος. «Πρέπει να βάλουµε τέλος στη σηµερινή ανεξέλεγκτη ανάπτυξη και στη νοοτροπία της απόρριψης.
Ακόµη και αν αυξηθεί η ανακύκλωση, αν η συνθήκη δεν θέσει στόχο τη µείωση της παραγωγής πλαστικού, δεν θα είναι δυνατόν να συλλεχθεί και να ανακυκλωθεί περισσότερο από ένα µικρό κλάσµα των προϊόντων στο τέλος του κύκλου ζωής τους», δήλωσε ο Michael Norton, διευθυντής του περιβαλλοντικού προγράµµατος της EASAC.
Η διεθνής συµφωνία για τα πλαστικά θα είναι επιτυχής µόνο εάν µειωθεί η παραγωγή και η κατανάλωση και διασφαλιστεί ότι όλα τα πλαστικά υλικά είναι επαναχρησιµοποιήσιµα, ανακυκλώσιµα ή κοµποστοποιήσιµα και διατηρούνται στην κυκλοφορία για όσο το δυνατόν µεγαλύτερο χρονικό διάστηµα.
Οι επιστήµονες συνιστούν επίσης να συµπεριληφθούν όλα τα εξωτερικά κόστη, όπως το περιβαλλοντικό, κοινωνικό και υγειονοµικό κόστος, στην τιµή των νέων προϊόντων, να απαγορευτεί η σκόπιµη προσθήκη µικρο-πλαστικών στα προϊόντα και να δοθούν κίνητρα στις εταιρείες να συνεργαστούν για συστήµατα κατάθεσης.
Σύµφωνα µε τους υπολογισµούς, η µείωση της ζήτησης κατά 30% και η αύξηση του ποσοστού ανακύκλωσης στο 20% θα µπορούσε να µειώσει τη ρύπανση από τα πλαστικά κατά 80% µέχρι το 2040.
Η Ελλάδα
Σε ότι αφορά τώρα την χώρα µας και τα πλαστικά απόβλητα, η κατάσταση είναι µάλλον αποκαρδιωτική. Σύµφωνα µε στοιχεία του Ιδρύµατος Οικονοµικών και Βιοµηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ) η εικόνα της χώρας και στην ανακύκλωση πλαστικών Αποβλήτων είναι απογοητευτική.
Προβλήµατα στην καταγραφή των στοιχείων δεν επιτρέπουν τη διεξαγωγή ασφαλών συµπερασµάτων, ωστόσο ορισµένοι δείκτες υποδεικνύουν σηµαντική υστέρηση της χώρας.
Όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά, ειδικότερα, η Ελλάδα βρίσκεται στη δεύτερη χαµηλότερη θέση στην ΕΕ µετά την Κύπρο, σε όρους κατά κεφαλήν όγκου ανακύκλωσης πλαστικών αποβλήτων (4 κιλά ανά άτοµο το 2016), έναντι 16 κιλών ανά άτοµο κατά µέσο όρο στην ΕΕ και 32 κιλών ανά άτοµο στην Αυστρία που πρωτοπορεί στα συστήµατα διαχείρισης πλαστικών απορριµµάτων.
Σε ό,τι αφορά την η αξία παραγωγής πλαστικών σε πρωτογενείς µορφές και προϊόντων από πλαστικά, αυτή υποχώρησε σταδιακά την περίοδο 2018-2020 (από €2,1 δισ. το 2018 σε €2,0 δισ. το 2020), ωστόσο η ακαθάριστη προστιθέµενη αξία του κλάδου ενισχύθηκε σηµαντικά την ίδια περίοδο (από €560 εκατ. σε €644 εκατ.).
Παραγωγή πλαστικών
Αξίζει τέλος να δοθούν και κάποια στοιχεία για την συνολικότερη παραγωγή πλαστικών. Η παγκόσµια παραγωγή, σύµφωνα µε επίσηµα στοιχεία, έχει επταπλασιαστεί σε σχέση µε τη δεκαετία του 1970 έχοντας ανέλθει σε 350 εκατ. τόνους το 2017 (από 50 εκατ. τόνοι το 1976).
Στην Ευρώπη, η παραγωγή πλαστικών υπήρξε σταθερή τα τελευταία χρόνια, µε το µερίδιο στην παγκόσµια αγορά να υποχωρεί σε 18,5% το 2017 από 22,0% το 2009 και 27,5% το 2002.
Σύµφωνα µε στοιχεία του Ευρωπαϊκού Συνδέσµου της Βιοµηχανίας Πλαστικών, εκτιµάται ότι στην Ευρώπη δραστηριοποιούνται περίπου 60 χιλ. επιχειρήσεις, στις οποίες απασχολούνται περισσότερα από 1,6 εκατ. άτοµα, ενώ ο κύκλος εργασιών ξεπερνά τα €360 δις. ευρώ.
Ο ίδιος, πάντως, ο Σύνδεσµος Βιοµηχανιών Πλαστικών Ελλάδος ζήτησε πριν κάποιους µήνες από τη νέα κυβέρνηση την αύξηση των ποσοστών ανακύκλωσης και αξιοποίηση των βιοαποικοδοµήσιµων πλαστικών, επισηµαίνοντας παράλληλα το ζήτηµα της έλλειψης εργατικού δυναµικού.
Τέλος, επικαλέστηκε µελέτη µε τίτλο «Climate Impact of Plastics» που αποδεικνύει ότι στις περισσότερες εφαρµογές τα πλαστικά έχουν χαµηλότερη συνολική συνεισφορά σε αέρια του θερµοκηπίου σε σύγκριση µε τα εναλλακτικά υλικά.