» Patrick Hamilton (μτφρ. Κατερίνα Σχινά, εκδόσεις Στερέωμα)
ΚΛΙΚ! Να το πάλι! Περπατούσε στον λόφο του Χάνσταντον και ξανάρθε… Κλικ!
Ή μήπως η λεξούλα τσακ ή κρακ θα το περιέγραφε καλύτερα;
Ηταν ένας θόρυβος μέσα στο κεφάλι του, κι όμως, θόρυβος δεν ήταν. Ηταν ο ήχος που κάνει ένας θόρυβος όταν σταματάει απότομα: για λίγα δευτερόλεπτα έμοιαζε να ‘χει κουφαθεί. Οπως όταν φυσάς τη μύτη σου πολύ δυνατά κι ο έξω κόσμος θαμπώνει και νεκρώνεται για λίγο. Κι όμως, δεν ήταν κουφός από άποψη φυσιολογίας: απλώς, μόνο με όρους φυσιολογίας μπορούσε να αναλογιστεί τι είχε συμβεί στο κεφάλι του.
Λονδίνο, 1939. Λίγο πριν από το ξέσπασμα του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, ο ήρωάς μας, Τζορτζ Χάρβεϊ Μπόουν, κυνηγά το αντικείμενο του πόθου του. Η Νέττα, επίδοξη ηθοποιός, όμορφη και λαμπερή, αντιμετωπίζει ψυχρά και συμφεροντολογικά τον έρημο Τζορτζ, απομυζώντας του συνεχώς χρήματα, αθετώντας τις υποσχέσεις της, κοροϊδεύοντάς τον κατάμουτρα. Ο Τζορτζ, που δεν δουλεύει, έχει κάποια χρήματα στην άκρη, ενώ δεν του λείπουν και οι μέρες τύχης σε κάποιο τραπέζι χαρτοπαιξίας ή στον στοιχηματισμό αγώνων, μένει σ’ ένα φτηνό ξενοδοχείο, το οποίο εγκαταλείπει κάθε μέρα νωρίς το πρωί, και αφού περάσει από διάφορες παμπ, επιστρέφει αργά στο δωμάτιο του, εκεί που μια λευκή γάτα τον περιμένει να κοιμηθούν μαζί. Ο Τζορτζ πάσχει από σχιζοφρένεια, ένα κλικ ακούγεται στο κεφάλι του, μια μαύρη κουρτίνα πέφτει και τον αφήνει γεμάτο ερωτήματα και αγωνία μέχρι να προσαρμοστεί στη νέα συνθήκη, ενώ όλες του οι αποφάσεις μένουν ανεκπλήρωτες.
Η σχιζοφρένεια του Τζορτζ αποτελεί το κυρίως εύρημα του Πάτρικ Χάμιλτον, μέσω του οποίου αφηγείται την ιστορία αυτού του κάπως αφελή τύπου, που τρέχει πίσω από το φουστάνι της αδίστακτης Νέττα. Ο Χάμιλτον είναι από τους συγγραφείς εκείνους που τα τελευταία χρόνια γνωρίζουν μια όψιμη δημοφιλία, εξέλιξη την οποία κάποιοι αποδίδουν στην έλλειψη αξιόλογης σύγχρονης παραγωγής, ενώ κάποιοι άλλοι ισχυρίζονται πως οι εκδοτικοί, ολοένα και συχνότερα πια, παίζουν το χαρτί του μοντέρνου κλασικού, εμφανίζοντας από το παρελθόν παραγνωρισμένους δημιουργούς. Όποια και αν είναι η εξήγηση, μικρή σημασία μοιάζει να έχει, καθώς το όφελος για τους αναγνώστες είναι δεδομένο. Ο Χάμιλτον, λοιπόν, γνωστός κυρίως για τα θεατρικά του έργα, πέθανε από κύρωση του ύπατος, όντας αλκοολικός. Ο κόσμος στον οποίο κινείται ο Τζορτζ, ένας κόσμος γεμάτος αλκοόλ και καπνό, του είναι αρκετά οικείος, και αποδίδεται με αληθοφάνεια ενώ και ο τίτλος Πλατεία Χανγκόβερ είναι ακριβής.
Μπορεί επομένως να ισχυριστεί κανείς πως υπάρχουν δύο Τζορτζ, που και οι δύο ποθούν και υποκύπτουν στα νάζια της Νέττα, αλλά διαφέρουν ως προς την αποφασιστικότητα. Το εύρημα αυτό καθορίζει και τα όρια του μυθιστορήματος, που κινείται ανάμεσα στη μαύρη κωμωδία και το αστικό δράμα. Ο Τζορτζ θα μπορούσε περίφημα να είναι ήρωας σε ένα από τα σκληρά βιβλία του Σιμενόν, ενώ και ο κόσμος μέσα στον οποίο κινείται είναι αντίστοιχα ασφυκτικός, με την αίσθηση πως ανά πάσα στιγμή τα πράγματα θα εξελιχθούν ακόμα πιο άσχημα, πως το τέλος δεν μπορεί να είναι ευτυχές. Αυτή η διάχυτη αίσθηση αγωνίας αναδεικνύει ταυτόχρονα την κωμική πλευρά της ιστορίας, ακριβώς γιατί η αφέλεια του Τζορτζ λειτουργεί αντιστικτικά, αποτελώντας τη βαλβίδα εκτόνωσης, αφού οι καταστάσεις στις οποίες εμπλέκεται αποκτούν μια κωμική διάσταση. Κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης προβληματίστηκα έντονα για το πώς νιώθει ο συγγραφέας για τον ήρωά του, για το αν σκοπός του είναι να τον κάνει περίγελο, αν τον λυπάται ή αν τον αγαπά βαθιά. Η αφέλεια του Τζορτζ αποτελεί στην ουσία το συγκριτικό του πλεονέκτημα σε σχέση με τους υπόλοιπους χαρακτήρες και κυρίως με τη Νέττα, αυτό που τον διαχωρίζει, που τον κάνει συμπαθητικό στα μάτια του αναγνώστη και πιθανώς εγείρει την ενσυναίσθησή του.
Η σκληρότητα στον χαρακτήρα της Νέττα θα μπορούσε να καλύπτει την αθωότητα της Νανά του Ζολά, σε μια αυθαίρετη διακειμενική σύνδεση, σε ένα περιβάλλον όπου γενικότερα η αθωότητα έχει χαθεί. Βέβαια, διαβάζοντας σήμερα για το Λονδίνο του 1939 όλα φαντάζουν αθώα, αυτό όμως είναι μια άλλη συζήτηση. Δεν διέκρινα κάποια πρόθεση μισογυνισμού στο χτίσιμο του χαρακτήρα της Νέττα, ούτως ή άλλως ο Χάμιλτον στήνει την ιστορία του κάνοντας εκτενή χρήση του κλισέ και του στερεότυπου. Δεν επιθυμεί να πει μια καινούρια ιστορία, μια ιστορία που δεν έχει ειπωθεί ξανά. Αλλά μια ιστορία γνώριμη, λαϊκή, εκείνη του αφελή άντρα που τρέχει πίσω από μια γυναίκα που τον περιφρονεί, και όσο πιο πολύ τον περιφρονεί τόσο περισσότερο εκείνος τρέχει από πίσω της. Δεν επιχειρεί όμως να υπονομεύσει την ίδια του την επιλογή, δεν τη χρησιμοποιεί ως Δούρειο Ίππο προς μια καινούργια λογοτεχνική φόρμα, όπως πολύ χαρακτηριστικά έκανε η Λισπέκτορ για παράδειγμα. Η απλότητα της αφήγησης είναι γοητευτική, σε κάποιες στιγμές θυμίζει voice over σε βουβό κινηματογράφο, ενώ ο ρόλος του παντογνώστη αφηγητή είναι καταλυτικός, καθώς ο σχολιασμός του σηματοδοτεί τη μετάβαση από τον έναν Τζορτζ στον άλλον, από το δράμα στην κωμωδία και τούμπαλιν. Ευδιάκριτες είναι και οι θεατρικές καταβολές του συγγραφέα, τόσο ως προς την εξέλιξη της πλοκής, όσο και ως προς τη σκηνοθεσία κάποιων σκηνών εσωτερικού χώρου, ενώ και ο τρόπος με τον οποίο οδηγεί το δράμα στη λύση του είναι χαρακτηριστικός.
Μυθιστόρημα που θέλγει τον αναγνώστη, λογοτεχνία μιας άλλης, περασμένης εποχής, την οποία επιχείρησε να αναβιώσει και ο Τζόναθαν Κόου στο μυθιστόρημα του Expo 58, με μια διάθεση πιο εξωστρεφή.