Με αφορμή το βιβλίο της Κατερίνας Σχινά “Καλή κι ανάποδη – Ο πολιτισμός του πλεκτού”
«Κράτα σφιχτά τις βελόνες κάτω απ’ τη μασχάλη… Ετσι τα χέρια σου. Μπροστά αυτό το δάχτυλο για να ρίχνεις τους πόντους».
Μόλις συναντήθηκα, στις πρώτες κιόλας σελίδες του βιβλίου “Καλή και ανάποδη. Ο πολιτισμός του πλεκτού” της Κατερίνας Σχινά με τις φράσεις αυτές, συναντήθηκα και με τις μνήμες μου. Μια κάνουλα άνοιξε και πλημμύρισε το μυαλό μου από λόγια και εικόνες. Γιατί η δική μου η μητέρα, σε αντίθεση με τη μητέρα της συγγραφέως, έπλεκε. Δεινή πλέκτρια. Και ύφαινε. Ασυναγώνιστη υφάντρα. Τη βλέπω τώρα δα μπροστά μου, σκυμμένη στον αργαλειό να συναρμολογεί το σύμπαν της με χρώματα και στημόνια. Ο αργαλειός εγκατεστημένος στην κρεβατοκάμαρα, δίπλα στο συζυγικό κρεβάτι. Οι πρακτικοί λόγοι της εξοικονόμησης χώρου (είμαστε και τέσσερα παιδιά ) σήμερα παίρνει τις διαστάσεις ενός συμβολισμού της συμβίωσης με την τέχνη στην αγνή μορφή της λαϊκής παράδοσης. Στα άλλα δωμάτια ξεχυνόταν από τα ερτζιανά του τοπικού σταθμού των Χανίων, ως μόνιμη μουσική υπόκρουση, η φωνή του Νίκου Ξυλούρη: «Κι όλη μέρα τακ τακ τακ, τουκ τουκ τουκ, το πέταλό σου κάνει, και το πανί σου κι η απατή σου σε πειρασμό με βάνει». Το πλεχτό, μέχρι την εφηβεία μου, ήταν για κείνην περιορισμένη ενασχόληση. Λιγοστά πουλόβερ, ίσα για να φοράμε την φροντίδα της πάνω μας. Ξαναπιάνω το βιβλίο της Σχινά. (Η λέξη “βιβλίο” εν προκειμενω ανεπαρκής. Βιωματική μελέτη, θα το χαρακτήριζα κι ας είναι αδόκιμος ο όρος). Αυτό το βιωματικό στοιχείο μου δίνει το δικαίωμα να αναζητήσω στις σελίδες του απαντήσεις τι ήταν αυτό που έκανε τη μητέρα μου να εγκαταλείψει τον αργαλειό και στραφεί με θρησκευτική προσήλωση στο πλεχτό. Αυτογνωσία, αυτοσυγκέντρωση… αποφαίνεται. Ισχύουν, αλλά και κάτι ακόμα. Πρώτα απ’ όλα απόδραση από τις καθημερινές έγνοιες και τα βάσανα. Επειτα, ο συνδυασμός της πρακτικότητας με την ανάγκη της κοινωνικής επαφής. Επαιρνε τις βελόνες, τα βελονάκια και τα κουβάρια της και πήγαινε για βεγγέρα σε συγγενείς και γείτονες. Κι όταν πια μεγαλώσαμε και πετάξαμε μακριά απ’ τη φωλιά της, άρχισε να αφιερώνει περισσότερο χρόνο στα εργόχειρα της. (Κι αυτή η λέξη ανεπαρκής μου φαίνεται. Δεν ήταν έργα χειρών… αλλά μυαλού και καρδιάς). Μαζευόντουσαν οι γειτόνισσες κάτω από μια μουριά, δίπλα στο σπίτι μας, και καμιά φορά ανάμεσα σε σχόλια και γέλια τής έφευγε και κανένας πόντος. Το αντιμετώπιζε στωικά, ακόμη κι αν χρειαζόταν να ξηλώσει ό,τι είχε πλέξει μέχρι τότε. Θέλει υπομονή η τελειότητα. Σε κείνη τη φάση, όταν πια είχε γίνει σχεδόν επαγγελματίας στην τέχνη της και ερχόντουσαν γυναίκες απ’ όλο το χωριό να ξεσηκώσουν τα σχέδιά της, προσπάθησε να με μυήσει στον κόσμο της. Μα εμένα με είχε προλάβει άλλος μύστης. Τα βιβλία που μου χάριζε ο αδελφός μου ο Βαγγέλης, από τις πρώτες κιόλας τάξεις του δημοτικού (όντας πλέον φοιτητής εκείνος) οδήγησαν σε άλλους κόσμους τα βήματά μου. Η μητέρα μου, μετά από μερικές αποτυχημένες αποπειρες, το κατάλαβε και δεν επέμεινε. Συνέχισε ακάθεκτη να “ποιεί ποιήματα” με το βελονάκι. Πολλές φορες ήταν τόσο μικρό που έμοιαζε με γραφίδα. Οι πρώτοι πόντοι ήταν οι γραμμές. Μετά έφτιαχνε τη σελίδα. Πετσετάκια, σεμεδάκια, κουρτίνες, τραπεζομάντηλα, κουβέρτες σε μια απίστευτη ποικιλία σχημάτων και σχεδίων. Μετά από κάθε προικιό που έπλεκε για μένα και την αδελφή μου, πρόσθετε και κάτι στον στολισμό του σπιτιού. Όλα τα δωμάτια, όλα τα έπιπλα, ντυμένα με το δέρμα των πλεχτών. Αρχικά πειραματιζόταν και στα χρώματα. Απαλά, διακριτικά, να μην κραυγάζουν, να μην αποτελούν παραφωνία στη λιτότητα του χώρου. Μα τα εγκατέλειψε και αυτά για χάρη της αυτοκρατορίας του λευκού. Ξανά πίσω στον “Πολιτισμό του πλεκτού”. Ακολουθώ -μπορεί και να μιμούμαι συνειδητά- τα πισωγυρίσματα που κάνει η Κ. Σχινά. Πετάγεται από το βίωμα στην τέχνη, από τη φιλοσοφία στην κοινωνική διάσταση και από τη λογοτεχνία στην ιστορία (Στο κεφάλαιο με τη Φανέλα του στρατιώτη ως πατριωτική πράξη) με την ίδια ευκολία που ρίχνει ένα πόντο. Τη μιμούμαι γιατί με βοηθάει να πλέξω τώρα τη θηλειά που θα ανασύρει όλες τις μνήμες. Όπως τότε που είχε έρθει στην Αθήνα, και μόλις μπήκε στο σπίτι μου, ρίχνει ένα διερευνητικό βλέμμα, ένα κινηματογραφικό traveling, σε όλους τους χώρους και μου λέει με ένα ύφος ανάμεικτο με επίπληξη και παράπονο: «Πού είναι τα εργόχειρά μου; Γιατί δεν τά ’χεις στολίσει». Η ενοχή μου ήταν τόσο μεγάλη που βρήκε αμέσως μια πρόχειρη δικαιολογία. Τώρα καταλαβαίνω πως μπορεί να το είχε θεωρήσει και ως απόρριψη εκ μέρους μου. Στην καλύτερη περίπτωση ήταν μια έλλειψη σεβασμού στον κόπο της, στα ιερά για κείνη αναθήματα του χρόνου. Τότε ζούσαμε τη φάση του εξευρωπαϊσμού που περνούσε και μέσα από το οικιακό design, και τα “ποιήματά” της τα είχα καταχωνιάσει στα μπαούλα. Κρέμασα τις πλεχτές κουρτίνες στα παράθυρα, έστρωσα το κρεβάτι με μια σιέλ, στο χρώμα του ουρανού, κουβέρτα από μολοκότ, έβαλα πετσετάκια στα δυο κομοδίνα και ένα σεμεδάκι πάνω στην τηλεόραση, όσο είχε μείνει στην Αθήνα. Μόλις έφυγε, όλα αυτά επέστρεψαν στη ναφθαλίνη. Αφήνω το βιβλίο της Σχινά και επιστρέφω στην οθόνη του υπολογιστή. Το βλέμμα μου πέφτει στην ημερομηνία. Σε δυο μέρες ξημερώνει Μ. Παρασκευή. Στην Κρήτη, και ειδικά στα μικρά χωριά, ο επιτάφιος περιφέρεται αρχικά στους δρόμους και στη συνέχεια μεταφέρεται στο νεκροταφείο και σταματάει πάνω από κάθε τάφο για να ψαλεί ένα τρισάγιο στη μνήμη των κεκοιμημένων της κάθε οικογενειας. Φέτος δεν θα είμαι εκεί. Θα το κάνω όμως το τρισάγιο. Θα βγάλω απ’ το μπαούλο και θα στολίσω το σπίτι με όλα μου τα προικιά. Την προίκα της μνήμης της μητέρας μου. Και έτσι, ελπίζω τουλάχιστον, θα μετριάσω την πίκρα για την απουσία της.