Τον Πλυμάκη τον Αντώνη, τονε θεωρώ καντόνι,
του πολιτισμού εν γένει, που εν ενεργεία μένει.
Χρόνια ήταν ορειβάτης, των ψηλών βουνών δραγάτης
κι είχε σπίτι τη Μαδάρα, σκέπασμα την κατσιφάρα.
Συγγραφέας πολυγράφος, μα και δημοσιογράφος
και επόπτης του πρασίνου, τιμής ένεκεν εκείνου.
Πρεσβευτής στην Οικουμένη, Τουρισμού θα παραμένει,
όσα χρόνια κι αν περάσουν, κι εκατό να ξεπεράσουν.
Παπά Γιώργ’ είχε γνωρίσει, που σημάδι του ‘χ’ αφήσει,
σαν σ’ εξοχική εκκλησία, μόνοι ‘κάναν λειτουργία.
Εις του Γκίγκιλου τα μέρη, σεργιανίζει καλοκαίρι
και σε κούμους με παρέα, πάντοτε περνά ωραία.
Έχ’ εκδώσει και βιβλία, που θα πρέπει σε σχολεία,
να αποτελέσουν ύλη, διδακτέα και ποικίλη.
Άι Γιάννη Ερημίτη, έβαλε σε κάθε σπίτι,
με βιβλίο του καινούριο, άνεμο να έχει ούριο.
Μνήμες Σαμαριάς διαβάζω και βαθιά ανατριχιάζω.
Δίκταμο που ‘ναι βοτάνι, κρητικό ρόφημα κάνει.
Στάνες βλέπεις και μιτάτα, σε Λευκών Ορέων στράτα,
μα και σπήλαια θα μάθεις, που στο νου τα καταγράφεις.
Κορυφή τ’ Αγιού Πνευμάτου και την άλλη παρακάτου,
μνήμη Πλατσιδονικόλα, που εκεί τ’ άφησε όλα.
Αναμνήσεις κι ιστορίες, για αλλοτινές πορείες,
πάνω στα Λευκά τα Όρη, που τα δέρνει ξεροβόρι.
Μα τση Κρήτης το αγρίμι, πρώτο έρχεται σε φήμη
κι η κερά ντου η σανάδα, που καλπάζει σαν φοράδα.
Όλα τούτα τα ‘χει ζήσει, στων βουνών την άγρια φύση,
που την περπατούσε χρόνια και θα τη θυμάτ’ αιώνια.
Η ανάμνηση θα μένει, με το παρελθόν δεμένη,
του Αντώνη του Πλυμάκη, που γι’ αυτά είχε μεράκι.
Και το είχε κάνει πράξη, με ορειβατών την τάξη,
πάν’ από πενήντα χρόνια, σ’ τση Μαδάρας τα σαλόνια.
Σήμερα συνταξιούχος, νικητής και τροπαιούχος,
ασχολείται με την πένα, γεραθειά ‘χει παινεμένα.