Ιερώνυμος Μπός (Hieronymus Bosch),
“To πλοίο των μωρών/ανόητων”, γύρω στα 1494, Παρίσι, Μουσείο του Λούβρου.
Eνα πυκνό πέπλο μυστηρίου καλύπτει τη ζωή και την καλλιτεχνική δράση του Ιερώνυμου Μπoς, ενός από τους πιο ρηξικέλευθους και ταυτόχρονα πλέον ιδιόρρυθμους βορειοευρωπαίους ζωγράφους του 15ου αι..
Ασκώντας την τέχνη του στη γενέτειρά του, στη μικρή πόλη του Χερτόγκενμπος (Hertogenbosch) στις Κάτω Χώρες, ο Μπoς θα αφήσει ανεξίτηλο το στίγμα του στο καλλιτεχνικό γίγνεσθαι της εποχής του με τις τολμηρές φαντασμαγορίες του, στις οποίες πρωταγωνιστικό ρόλο κατέχουν κατεξοχήν υβριδικά πλάσματα και δαιμονικά τέρατα, προϊόντα-ευρήματα μιας αστείρευτης δημιουργικής φαντασίας. Παρά την έντονη ροπή του προς το φανταστικό-δαιμονικό, ο Μπoς δεν έπαψε ωστόσο στιγμή να είναι ένας άνθρωπος της εποχής του. Με όπλο την άριστη τεχνική του κατάρτιση, θα θέσει τις ευφάνταστες δημιουργίες του, τις βγαλμένες σαν από τον κόσμο του υποσυνείδητου, στην υπηρεσία μιας τέχνης που αφουγκραζόταν στο έπακρο τις ανησυχίες του καιρού του (μαγεία, δεισιδαιμονία, αποκαλυπτικές ανησυχίες εν όψει του επερχόμενου έτους – ορόσημου 1500), στηλιτεύοντας κοινωνικές συμπεριφορές και πρακτικές μέσω της χρήσης μιας ειρωνικής και αιχμηρής ζωγραφικής γλώσσας. Αξίζει να σημειωθεί εδώ, ότι σκοπός της τέχνης αυτής, που δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι χρονικά συμπίπτει με μια περίοδο έντονων θρησκευτικών αναταραχών, εν μέσω των οποίων έμελλε να εκκολαφθεί -και δή στο Βορρά- το θρησκευτικό κίνημα της μεταρρύθμισης, δεν ήταν σε καμία περίπτωση η ανατροπή της καθεστηκύιας τάξης και των κοινωνικών δομών που την διείπαν, αλλά μονάχα η επισήμανση των κακώς κειμένων μέσα από έργα – παραβολές και ζωγραφικούς γρίφους ηθικοδιδακτικού χαρακτήρα.
Ένα χαρακτηριστικό δείγμα γραφής της ζωγραφικής τέχνης του Μπός αποτελεί το “Πλοίο των μωρών/ανόητων”. Πάνω σε ένα ξύλινο πλοιάριο που ο θεατής αδυνατεί να αποφασίσει αν έχει προσαράξει στα ρηχά ή αν αρμενίζει στο ανοιχτό πέλαγος διακρίνεται μια δωδεκαμελής συντροφιά. Όλες οι απεικονιζόμενες μορφές ενέχουν έναν αρνητικό συμβολισμό ως παραδείγματα συμπεριφορών προς αποφυγήν, όπως καθιστούν σαφές οι πράξεις και οι χειρονομίες τους. Πρωτοστάτης – Σημαιοφόρος στον χορό αυτό της μωρίας δεν είναι άλλος από τον γελωτοποιό που διακριτός μέσα στη χαρακτηριστική στολή του διακρίνεται καθισμένος πάνω σε ένα κλαδί στο δεξί άκρο της σύνθεσης. Ούτε ο κλήρος μένει στο απυρόβλητο της αιχμηρής πινελιάς του Μπος. Αντίθετα σε αυτόν φυλάσσεται μια περίοπτη θέση στη συντροφιά αυτή των παραστρατημένων, όπως εύλογα υποδηλώνεται από την έκκεντρη αυστηρά συμμετρική τοποθέτηση του ζεύγους ενός μοναχού και μιας μοναχής ακριβώς δίπλα στο ιστίο – δέντρο του ιδιότυπου καραβιού.
Ο κρεμασμένος άρτος ανάμεσά τους, που μοιάζει να αποτελεί το μήλο της έριδος των δύο εκπροσώπων της εκκλησιαστικής αρχής, σε συνδυασμό με την παρουσία του πιάτου των κερασιών και του ποτηριού στην κάτω άκρη του τραπεζιού θα μπορούσαν να παραπέμπουν με τρόπο σκωπτικό στο μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας, της Ενσάρκωσης δηλαδή του Σωτήρος, ενός μυστηρίου ωστόσο, του οποίου οι δύο λαίμαργοι κληρικοί (η λαιμαργία [gula] αποτελεί ως γνωστόν ένα από τα επτά θανάσιμα αμαρτήματα, θέμα με το οποίο είχε καταπιαστεί ο Μπός σε μια άλλη διάσημη σύνθεσή του που σήμερα βρίκεται στο μουσείο του Πράδο στη Μαδρίτη), οι παραδομένοι στις επίγειες απολαύσεις (συμβολισμένες στην περίπτωσή μας μέσα από την παρουσία του μουσικού οργάνου), εμφανίζονται ως ανάξιοι εντολοδόχοι και εκφραστές. Στο γύρισμα στον 16ο αιώνα ήταν πολύ συχνή η απεικόνιση παραστρατημένων μοναχών μέσα σε πλοιάρια -ο ακόμη και σήμερα συχνός αλληγορικός παραλληλισμός της εκκλησίας με ένα πλοίο σίγουρα θα άσκησε κάποια επίδραση για την παγίωση τής εν λόγω εικονογραφίας- ως συμβολική απεικόνιση των θανάσιμων αμαρτημάτων και ηθικοδιδακτική υπόμνηση των κινδύνων που κρύβει η άσκηση ενός βίου έκλυτου και άμετρου. Την ίδια εποχή (1494) θα δημοσιευθεί άλλωστε από τo Γερμανό Σεμπάστιαν Μπράντ (Sebastian Brant) και το “Πλοίο των μωρών/ανόητων” (“Das Narrenschiff”), ένα λογοτεχνικό έργο εικονογραφημένο με ξυλογραφίες του νεαρού Ντούρερ (Albrecht Dührer) που πραγματευόταν σε ποιητική μορφή την ίδια θεματική και σίγουρα θα είχε υπάρξει γνωστό και στον Μπος.