Η αναζήτηση πληροφοριών υπήρξε πάντα, επικοινωνιακό ζητούμενο. Ζητούμενο των κοινωνικά οργανωμένων και μη ανθρώπων, κάθε εποχής.
Στόχος της αναζήτησης πληροφοριών, σε κάθε περίπτωση και πάντα ήταν η απόκτηση έγκυρης γνώσης. Έγκυρης γνώσης για όλα, όσα είναι άγνωστα στους ανθρώπους. Άγνωστα, ως φαινόμενα, καταστάσεις και βέβαια προθέσεις. Στην υπηρεσία της αναζήτησης πληροφοριών, στήθηκαν ανά τους αιώνες, διάφοροι απλοί και σύνθετοι μηχανισμοί. Μηχανισμοί συγκέντρωσης πληροφοριών, αλλά και επεξεργασίας τους, στη συνέχεια.
Οι μηχανισμοί αναζήτησης, συγκέντρωσης και επεξεργασίας πληροφοριών, απέκτησαν με το χρόνο, ιδιαίτερη αξία-χρηματιστηριακού τύπου-και μια γραφειοκρατική αυτονομία, στη διαχείριση της εξουσίας τους.
Αυτή, η γραφειοκρατική αυτονομία των μηχανισμών αναζήτησης, συγκέντρωσης και επεξεργασίας των πληροφοριών, άλλαξε το λειτουργικό τους πεδίο. Το άλλαξε, μετατρέποντας την πληροφορία από εργαλείο απόκτησης έγκυρης γνώσης, σε εργαλείο ελέγχου της συμπεριφοράς των πολιτών, κατά το δοκούν.
Έτσι οι σχετικές με το αντικείμενο υπηρεσίες, από φορείς αναζήτησης, συγκέντρωσης και επεξεργασίας, μετατράπηκαν σε φορείς παραγωγής, ανάδειξης και διακίνησης πληροφοριών.
Η προηγούμενη εξέλιξη έχει συγκεκριμένα και ορατά αποτελέσματα, που δεν σχετίζονται με την απόκτηση έγκυρης γνώσης, αλλά αποκλειστικά, με την αλλοίωσή της.
Οι ρυθμοί και οι ταχύτητες διακίνησης των πληροφοριών στην ψηφιακή εποχή μας, επιδείνωσαν το πρόβλημα, δημιουργώντας απόλυτη σύγχυση και ανομία, σε σχέση με την πληροφορία, το ρόλο της και τη σημασία της εγκυρότητά της.
Η ΔΙΥΛΙΣΗ
Οι φυσικές δυνατότητες παρακολούθησης από μέρους μας της πληροφορίας, από την αφετηρία της, έως την άφιξή της στον εγκεφαλικό μας δέκτη, είναι περιορισμένες. Με απλά λόγια, μας είναι αδύνατο να επεξεργαζόμαστε όλες αυτές τις πληροφορίες που δεχόμαστε σήμερα, ως μηνύματα. Μας είναι αδύνατο να ελέγχουμε την εγκυρότητά τους και βέβαια τη σημασία που έχει, κάθε μια απ’ αυτές, για μας.
Συνεπώς και κατά βάση, είμαστε υποχρεωμένοι, να τις δεχόμαστε όπως τις προσλαμβάνουμε, ανεξάρτητα από την εγκυρότητά τους και την πραγματική τους αξία. Η πραγματικότητα αυτή, ορίζει λαθεμένα τις, κατά περίπτωση, επιλογές μας και ταυτόχρονα, μας υποβαθμίζει εγκεφαλικά, απομακρύνοντάς μας, όλο και περισσότερο, από τη δημιουργική διάσταση της ύπαρξής μας. Δηλαδή τη λειτουργία μας, με όρους κοινωνίας της γνώσης.
Είμαστε, λοιπόν, υποχρεωμένοι να βρούμε τρόπους ελέγχου, αυτής της άνομης πραγματικότητας, με όρους και μέσα που δεν θα οδηγούν σε ανατροπή των βασικών κεκτημένων μας. Των κεκτημένων μας που αναφέρονται στον δημοκρατικό μας βίο και στις πανανθρώπινες αξίες της αλήθειας και της δυνατότητάς μας να λειτουργούμε στην υπηρεσία της, με όρους κοινωνίας της γνώσης.
Στο προηγούμενο πλαίσιο ο έλεγχος της κάθε πληροφορίας που δεχόμαστε και της εγκυρότητας της γνώσης, που προωθεί, αναδεικνύεται σε προσωπική ευθύνη του καθένα μας. Όλες οι άλλες εκδοχές ελέγχου της πληροφορίας-ανεξάρτητα από προθέσεις-οδηγούν σε νόθευση της ουσίας του δημοκρατικού μας βίου.
Βεβαίως, η απόκτηση προσωπικών μηχανισμών ελέγχου των πληροφοριών που δεχόμαστε, αποτελεί υπόθεση δύσκολη και σύνθετη. Προϋποθέτει απόκτηση ειδικών δεξιοτήτων. Δεξιοτήτων διύλισης των πληροφοριών, κατά τρόπο συμβατό με το διαθέσιμο-από μέρους μας-χρόνο και τις συγκεκριμένες, κατά περίπτωση, ανάγκες μας.
Στην ουσία, εκείνο που πρέπει να πετύχουμε είναι η επέκταση μιας φυσιολογικής ικανότητάς μας. Της ικανότητάς μας, να ερευνούμε, αναδεικνύουμε και επιλέγουμε το αληθές. Επέκταση, που μπορεί να επιτευχθεί, με τα σύγχρονα και αντίστοιχα τεχνολογικά μέσα, μετατρέποντας την παθητική πληροφόρησή μας, πάντα σε ερευνητική.
ΝΟΜΙΜΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΑΜΦΙΣΒΗΤΗΣΗΣ
Στην καθημερινότητά μας και στις επαφές μας με τους συνανθρώπους μας προσλαμβάνουμε τις πληροφορίες που δεχόμαστε ανάλογα με την πηγή τους, το περιεχόμενό τους και τις σχετικές γνωστικές εμπειρίες που διαθέτουμε. Αν ο άνθρωπος που μας δίνει την όποια πληροφορία δεν έχει την εμπιστοσύνη μας, αμφισβητούμε από την αρχή-εμφανώς ή όχι-το σύνολο της πληροφορίας και δεν την υιοθετούμε, αν προηγούμενα, δεν την διασταυρώσουμε πολύπλευρα. Κατά τον ίδιο τρόπο λειτουργούμε αν το περιεχόμενο μιας πληροφορίας-ανεξάρτητα από την πηγή του-είναι ασύμβατο με τις γνωστικές μας εμπειρίες και συνεπώς πρωτόγνωρο, για εμάς.
Η προηγούμενη εικόνα επιβεβαιώνει ένα κλασσικό δικαίωμά μας. Το δικαίωμά μας στην αμφισβήτηση. Αυτό ακριβώς, το δικαίωμά μας στην αμφισβήτηση των όσων ακούμε από τους συνανθρώπους μας και βλέπουμε στις πράξεις τους, θα πρέπει πλέον, να το επεκτείνουμε. Να το επεκτείνουμε σ’ όσα και σ’ ό,τι προσλαμβάνουμε δημόσια, με την όραση και την ακοή μας.
Είναι ώρα να αποκτήσει ο καθένας μας έναν νέο επικοινωνιακό εργαλείο. Ένα εγκεφαλικό εργαλείο, διύλισης των πληροφοριών, που δεχόμαστε δημόσια. Ή διαφορετικά ένα εγκεφαλικό εργαλείο διάκρισης των πληροφοριών σ’ εκείνες που εκφράζουν έγκυρη γνώση και σ’ εκείνες που κατασκευάζονται και προωθούνται, ως Fake News, με συγκεκριμένους πάντα στόχους (ιδεολογικούς, πολιτικούς, οικονομικούς).
Θα μου πείτε, βέβαια, ότι η απόκτηση από μέρους μας ατομικού μηχανισμού διύλισης των πληροφοριών που δεχόμαστε, είναι υπόθεση δύσκολη και προϋποθέτει σχετική παιδεία. Θα συμφωνήσω απόλυτα στην απόκτηση σχετικής παιδείας απ’ όλους μας, μέσα από το σύστημα της τυπικής, αλλά και της άτυπης εκπαίδευσής μας. Μόνο που το σύστημα εκπαίδευσης θα πρέπει να καλύψει-πέρα από τις σχετικές ανάγκες των νέων μας-και εκείνες των υπόλοιπων πολιτών και μάλιστα σήμερα, κατά προτεραιότητα. Κάτι, που μπορεί να γίνει, μόνο στο πλαίσιο του θεσμού της δια βίου μάθησης. Όπως, ακριβώς έγινε, στις αρχές του αιώνα, με αντίστοιχα ευρωπαϊκά προγράμματα, για την εξοικείωση των ευρωπαίων πολιτών, στο περιβάλλον παγκοσμιοποίησης της οικονομίας, την κοινωνία της πληροφορίας και τις νέες-τότε- τεχνολογίες της.