Ο θείος μου ο Μιχαλιός, αλλιώς κρυγιός αέρας
μουρνιάς κλαδί σαράκιζε στο γέρμα μιας ημέρας.
Ήθελε τα σκοινάρικα τα ζώα να ταΐσει
κι ήτανε το μουρνόφυλλο η εύκολη η λύση.
Μα φαίνεται η ώρ’ αυτή τον βρήκε μεθυσμένο
λιγάκι περισσότερο απ’ το συνηθισμένο.
Κι έκοβε το μουρνόκλαδο από το μέσα μέρος
κι απ’ έξω εκαθότανε ο Μιχαλιός ο γέρος.
Μα πριν κοπεί ολότελα βρεθήκαν κι οι δυο κάτω
και το κλαδί κι ο Μιχαλιός π’ έλεγ’ “ανάθεμά το”.
Ο μεθυσμένος σπάνια κτυπάει όταν πέσει
κι ο θειός μου περισσότερο που ‘ταν συνήθως… φέσι.
Το πάθημα μαθεύτηκε αμέσως στο χωριό μας
και το εκμεταλλεύτηκε ‘πιτήδει’ ο δάσκαλός μας.
Ο Λιαντρέας ο γνωστός, χωρατατζής μεγάλος
στον καφενέ που ‘ντάμωσαν το έπαιξε σαν… Γάλλος.
– Λένε πως ένας χωριανός σε δέντρ’ ανεβασμένος
σαράκιζε ένα κλαδί απ’ έξω καθισμένος.
Και βρέθηκε στο έδαφος μαζί με το κλαδάκι
μα φαίνεται πως έφταιξε λίγο και το κρασάκι.
Κι απάντησε κι ο Μιχαλιός με το δικό ντου τρόπο
που ‘χε τον διαφορετικό από των άλλ’ ανθρώπω.
– Ίσως και να ‘τανε τρελός ή το κρασί να φταίει
μα πιο μεγάλος κουζουλός είν’ κείνος που το λέει.
Πέρα για πέρ’ αληθινή αυτή η ιστορία
απ’ τις πολλές του Μιχαλιό στου βίου την πορεία.
Πανέμορφο το διασκεδάζω θα διαβάσω λίγο στούς Κρητικούς Παλμούς