Πτυχές της πλούσιας βενετσιάνικης αρχιτεκτονικής κληρονομιάς στην πόλη και την ενδοχώρα των Χανίων αναδείχθηκαν στο πλαίσιο της εκδήλωσης που διοργάνωσε η Ιστορική, Λαογραφική και Αρχαιολογική Εταιρεία Κρήτης, σε συνδιοργάνωση με την Περιφέρεια Κρήτης – Περιφερειακή Ενότητα Χανίων, το Σάββατο το βράδυ στο Πνευματικό Κέντρο Χανίων.
Μια κληρονομιά που όπως επισημάνθηκε στην εκδήλωση ήταν σημαντική και μέρος της διασώζεται μέχρι τις μέρες μας, χωρίς, ωστόσο, να έχει αναδειχθεί σε όλες τις περιπτώσεις. Η αρχιτέκτονας Τούλα Τριμανδήλη – Μαγκάν μιλώντας για τη βενετσιάνικη αστική αρχιτεκτονική υπογράμμισε αρχικά τη σημασία της περιοχής του λόφου Καστέλι στην παλιά πόλη καθώς υπήρξε η πρώτη περιοχή στην οποία πάνω στα ερείπια της αρχαίας Κυδωνίας ανεγέρθηκαν, από το 1252 όταν ήρθαν στα Χανιά οι Βενετοί, τα πρώτα βενετσιάνικα αρχοντικά. Παράλληλα χτίστηκαν τα πρώτα σημαντικά βενετσιάνικα δημόσια κτήρια, το παλάτι του Ρέκτορα, τον καθεδρικό ναό κ.ά. και περίπου 97 μέγαρα ευγενών Βενετών, όπως αναφέρεται από τον Γκερόλα. «Μιλάμε για έναν μεγάλο αριθμό, καθώς επρόκειτο για μια αρκετά πυκνοδομημένη πόλη.
Κι επειδή δεν έφτασε ο χώρος άρχισαν να χτίζουν και απ’ έξω από τα παλιά βυζαντινά τείχη», επεσήμανε η κα Τριμανδήλη. Αργότερα, γύρω στο 1520, οι φεουδάρχες και ο Ρέκτορας ζήτησαν από τη Γαληνοτάτη Δημοκρατία της Βενετίας να τους ενισχύσουν οικονομικά για να χτίσουν τείχη που θα περιλαμβάνουν και τα περίχωρα ώστε να προστατευτούν από τις επιδρομές που γίνονταν. Κάτι που έγινε τελικά με τον μηχανικό Μικέλε Σανμικέλε στα μέσα του 16ου αιώνα.
Η κα Τριμανδήλη εξήγησε ότι για τον εντοπισμό των βενετικών μεγάρων αξιοποιήθηκε ο χάρτης του Κορνέρ που χρονολογείται από το 1627. Συνεχίζοντας υπογράμμισε ότι ο τύπος των αστικών βενετσιάνικων σπιτιών των Χανίων δεν υπάρχει μέσα στα βιβλία ως ένας ξεχωριστός αρχιτεκτονικός τύπος. Ωστόσο, ήταν ένας τύπος με πολλά στοιχεία από τη βενετσιάνικη αρχιτεκτονική αλλά προσαρμοσμένα στις κλιματολογικές και εδαφολογικές συνθήκες των Χανίων. Σύμφωνα μάλιστα με κάποια επίσημα έγγραφα της εποχής οι ιδιοκτήτες των σπιτιών θα έπρεπε να ολοκληρώνουν την ανέγερση των σπιτιών τους μέσα σε ένα χρόνο γιατί διαφορετικά δημεύονταν.
«Σήμερα διασώζονται κάποια από τα σπίτια αυτά αλλά δυστυχώς, πολλές φορές, κάποια αξιόλογα αρχιτεκτονικά στοιχεία παραβλέπονται από τους ιδιοκτήτες τους», επεσήμανε η κα Τριμανδήλη. Στην βενετσιάνικη αρχιτεκτονική κληρονομιά που βρίσκεται στην ενδοχώρα του Νομού και συγκεκριμένα στις ενετικές επαύλεις της επαρχίας Κισάμου, αναφέρθηκε η αρχιτέκτονας – υποψήφια διδάκτορας Νεκταρία Λαϊνάκη. «Στην ενδοχώρα των Χανίων υπήρχαν σημαντικά βενετσιάνικα κτήρια – επαύλεις τα οποία ήταν σπίτια των φεουδαρχών και τα οποία χρησιμοποιούσαν για να παίρνουν τους φόρους, να αποθηκεύουν τη σοδειά αλλά και να προστατεύουν την οικογένειά τους από διάφορες επιδρομές, λοιμούς κ.λπ.», τόνισε η κα Λαϊνάκη και διευκρίνισε ότι σε σύγκριση με τις επαύλεις της πόλης τα σπίτια των ευγενών στην επαρχία δεν παρουσίαζαν μεγάλες διαφορές και είναι εξίσου σημαντικά μνημεία.
«Τα σπίτια διαφοροποιούνται ανάλογα με το κύρος και τον πλούτο του κάθε φεουδάρχη καθώς ήταν υποχρεωμένοι από τη Βενετία να χτίζουν επιβλητικές και πλούσιες κατοικίες για λόγους κύρους», επεσήμανε, ενώ ανέφερε ότι μέχρι σήμερα διασώζονται βενετσιάνικες κατοικίες στην ενδοχώρα του νομού κάποιες από τις οποίες κατοικούνται ακόμα, ενώ άλλες δυστυχώς ρημαγμένες. Καταλήγοντας η κα Λαϊνάκη υπογράμμισε την ανάγκη να υπάρξει μια μέριμνα από την Πολιτεία ώστε οι ιδιοκτήτες των σπιτιών αυτών να βοηθηθούν ώστε να μπορέσουν να αποκαταστήσουν και να συντηρήσουν τα σημαντικά αυτά δείγματα αρχιτεκτονικής πολιτιστικής κληρονομιάς των Χανίων.
Στο πλαίσιο της εκδήλωσης ο εθνοκοινωνιολόγος Μανόλης Ντουρουντάκης μίλησε για την έννοια και τις τεχνικές προβολής και προώθησης πολιτισμικών αγαθών, εστιάζοντας στα Ενετικά Μνημεία των Χανίων, ενώ εκ μέρους της Περιφέρειας Κρήτης – Περιφερειακής Ενότητας Χανίων χαιρέτισε ο αντιπεριφερειάρχης Επιχειρηματικότητας, Εμπορίου, Καινοτομίας και Κοινωνικής Οικονομίας Αντώνης Παπαδεράκης ο οποίος υπογράμμισε τη σημασία της διάσωσης και ανάδειξης της πλούσιας τοπικής αρχιτεκτονικής κληρονομιάς.