Αγαπητοί αναγνώστες,
Καλημέρα Σας!
– Επέρασεν από προχθές (3/4) και η Κυριακή της Σταυροπροσκύνησης (Γ’ των Νηστειών), που είναι μεγάλη μέρα για κάθε Χριστιανό, γιατί παίρνει κουράγιο και ενίσχυση από τη Χάρη του Σταυρού, για την υπόλοιπη Σαρακοστή!
Απόψε -εξάλλου- στις εκκλησίες μας, θα ψαλλεί η Τέταρτη στάση των Χαιρετισμών (Ακάθιστος Υμνος), κι από σιγά-σιγά -συν Θεώ- θα φτάσουμε στο τέλος της Σαρακοστής. Ηδη μεθαύριο έχομε τη Δ’ Κυριακή των Νηστειών (10/4), Ιωάννου της Κλίμακος. Για την ώρα, λοιπόν, μένουν μόνο δύο βδομάδες πριν από τη Μεγαλοβδομάδα. Ευχές για καλή δύναμη!
Ο Απρίλης, εξάλλου, είναι μήνας ανοιξιάτικος. Η φύση γύρω μας, χαρά Θεού. Να δείτε, που όπου να ’ναι θ’ αρχίζουν να εμφανίζονται στις παραλίες μας, οι πρώτοι βιαστικοί… κολυμπητές. Θαρρώ πως χθες το μεσημεράκι πήρε το μάτι μου δύο στη Νέα Χώρα!…
***
– Και τώρα, ύστερα από τα απαραίτητα εισαγωγικά μας, ας δούμε ποια καλά βιβλία διαβάσαμε και σας συστήνουμε: Ξεκινούμε από Χανιά:
Γιάννης Α. Φίλης, Καθηγητής Πολυτεχν. Κρήτης, πρώην Πρύτανής του, για 12/ετία: “Νίκος Γιαννακάκις – Είμαι ένας αγιογράφος”.
Χανιά, 2015, σχ. 14×21, σ. 80, με πλούσια έγχρωμη εικονογράφηση.
Ο αγαπητός Γιάννης Φίλης, του Πολυτεχνείου μας άνθρωπος, είναι πολυγραφότατος. Εχει κυκλοφορήσει, ως εθχές, οκτώ ποιητικές συλλογές, τέσσερα μυθιστορήματα, δύο οικολογικά και τρία επιστημονικά βιβλία ενώ τελευταία (2014) μας έδωσε τη συλλογή του: “Μεταφορές του απογεύματος”. Μεταφράσεις ποιημάτων του, έχουν γίνει σε πολλές ευρωπαϊκές γλώσσες, καθώς και στα Κινέζικα.
Βραβεύσεις του, επίσης, πολλές και βαρύτιμες.
Το πρόσφατο έργο του: “Νίκος Γιαννακάκις – Είμαι ένας αγιογράφος”, είναι ένα σαγηνευτικό ανάγνωσμα και η χαρακτηριστική προσωπική γραφή του κ. Φίλη, με την οικειότητα και τον συναρπαστικό της τρόπο έκφρασης, σε καθηλώνει.
Ισως περίμενε ο αναγνώστης του έργου, μια συνήθη στεγνή βιογραφία – εργογραφία για τον Αγιογράφο Γιαννακάκι. Ομως, εδώ, δεν θα την συναντήσει, γιατί στις ογδόντα τόσες σελίδες του έργου που μελετούμε, ζούμε με τον μαγευτικό τρόπο της γραφής του κ. Φίλη, τη ζωή από παιδί κι από την ως τώρα πορεία της θαυμάσιας καλλιτεχνικής δημιουργίας ενός Χαρισματικού Αγιογράφου, που πρεπίζει και τιμά με το έργο του και με τη βιωτή του, την ιερή Τέχνη του και την Κρήτη μας ολάκερη!
Αυτήν την αμεσότητα, της έκθεσης της πορείας τής ως τώρα ζωής και τέχνης του Ν. Γιαννακάκι, τη θεωρούμε μοναδική!
Ζούμε κι απολαμβάνουμε τον τρόπο της γραφής του κ. Φίλη, σε κάθε σελίδα του έργου, κι όμως αυτό δεν διατυμπανίζεται. Νομίζει ο αναγνώστης πως ακούει από μαγνητόφωνο τη διήγηση.
Το ξεκίνημα: «Ο Νίκος Γιαννακάκης, λέει…», είναι φράση, από την οποία συχνά ξεκινούν οι σελίδες του έργου, χαρακτηριστική Τέχνης έκφρασης και μεγαλείου της σκέψης του συγγραφέα.
Ας πάμε στη σ. 63 του βιβλίου, εκεί στις επιλογικές, εξομολογητικές γραμμές του συγγραφέα, γιατί οι επόμενες: σ. 66-79, είναι η επιβεβαίωση των όσων αναφέρονται στις προηγ. σελίδες, αλλά έγχρωμα, φωτογραφικά τεκμήρια από το έργο του μεγάλου Αγιογράφου Γιαννακάκι. Εκεί λοιπόν, σ. 63-65, μας γράφει ο κ. Φίλης:
«- Γνώρισα τον Νίκο σε μια έκθεση αγιογραφίας. Ανάμεσα στις εικόνες είδα τον δημιουργό. Πιο πολύ όμως είδα το έργο του που δεν χρειάζεται βιογραφίες και εξηγήσεις. Με απασχολούσε πολύ το πρόβλημα αν ένα έργο διασώζεται από τον δημιουργό ή ο δημιουργός διασώζεται από το έργο. Οι εικόνες του Νίκου έχουν τη δική τους γλώσσα και ο κόσμος γίνεται πλουσιότερος απ’ αυτές, όχι από τις πράξεις του. Είναι πολύ επικίνδυνο να πω ότι ο κόσμος γίνεται καλύτερος, γι’ αυτό κάτι τέτοιο δεν με απασχολεί. Ομως είχα περιέργεια, πολλή περιέργεια, και άφησα τον Νίκο να μου αφηγηθεί μερικά αποσπάσματα της ζωής του. Τώρα που τέλειωσε τις αφηγήσεις κάνω τον απολογισμό…».
Και παρακάτω: « – Κοιτάζω τις εικόνες του Νίκου και ταξιδεύω. Δεν χρειάζεται να είμαι ειδικός ή πιστός για να το κατορθώσω. Ξέρω ότι το έργο του είναι ο ίδιος ο κόσμος…» (σ. 63).
Στη συνέχεια, θυμάται: «…Θυμάμαι που μου μίλησε για ένα ξύλινο πλαίσιο που μικρός έφτιαχνε για να σχεδιάζει τα τοπία του χωριού του. Παίρνω κι εγώ ένα πλαίσιο και το στρέφω όπου με οδηγεί μια ιδιότροπη διαίσθηση. Ξεκινάω με τον Νίκο στο πλαίσιο. Θυμάμαι τις συνομιλίες μας. Εστιάζω για λίγο το πλαίσιο σ’ αυτόν». (σ. 64)
Και ο εμπνευσμένος λόγος του βιογράφου, εδώ, κ. Φίλη, παίρνει τέλος:
«…Μαζεύω τα χαρτιά μου. Ο Νίκος Γιαννακάκις με χαιρετάει. Πριν φύγω κι εγώ σημειώνω τη φράση του, είμαι ένας αγιογράφος!» (σ. 65).
Θα ’ταν ευχής έργο να μπορούσα να αναδημοσίευα τις σ. 63-65 του έργου, αυτό όμως δεν γίνεται… Η στήλη μας, από καρδιάς ευχαριστεί τον χαρισματικό συγγραφέα του έργου, κ. Φίλη και σφίγγει με πολλή αγάπη το χέρι του εμπνευσμένου και σαν Δασκάλου Καλλιτέχνη Αγιογράφου Γιαννακάκι, που αξιώνεται να βιογραφείται τόσον συναρπαστικά.
– Προσωπικά τον ευχαριστούμε και για τον θησαυρό της Τέχνης Του, που χάρισε στο χωριό μας (Καμπανός – Σελίνου), αγιογραφόντας τον, “τόσον θαυμάσια”, όπως έλεγε κάθε φορά που βρισκόταν στον ναό των Αγ. Κων/νου και Ελένης του χωριού μας, ο αοίδιμος Γέροντας Μητροπολίτης μας Ειρηναίος!
***
Κι από τα Χανιά, σε θαυμάσια του Μεγ. Κάστρου, έργα: Κωστή Λαγουδιανάκη: “Χιλιάκριβε σεβντά μου”, Ηράκλειο, 2015, σχ. 8ο, σ. 238 (=Χίλιες ερωτικές μαντινάδες).
Εξαρχής, προσυπογράφουμε της αγαπητής συναδέλφου κ. Ελένης Πλαγιωτάκη – Σαατσάκη, το προλογικό σημείωμά της στον τόμο, όπου μεταξύ των άλλων τονίζει:
«…Χίλια ερωτικά δίστιχα, ένα κάθε μέρα για μια τριετία, αφιερωμένα στο “χιλιάκριβο σεβντά του”. Χίλιες ανυπέρβλητες μαντινάδες, από τις ωραιότερες που κυκλοφόρησαν ποτέ, έμφορτες με ποιητικές αρετές, από τις οποίες αναβλύζει υψηλό αίσθημα και άρωμα κρητικής γνησιότητας.
Αυτή η τέλεια δομημένη στιχουργική πανδαισία, όπου η λεξοπλασία λάμπει σ’ όλο της το παραδοσιακό μεγαλείο, αφήνει έκθαμβο τον αναγνώστη με τον απαράμιλλο πλούτο των ιδιωματικών λέξεων και την αφθονία των στερότυπων εκφράσεων, που αποτελούν χαρακτηριστικό γνώρισμα στην ομίλία του διαλεκτόφωνου Κρητικού και υποδηλώνουν την άριστη γνώση και χρήση του τοπικού γλωσσικού οργάνου…” (σ.10).
Τι άλλο, αγαπητέ Κωστή, να μαρτυρήσουμε, ύστερ’ από την μελέτη της όντως “χιλιάκριβης” καινούργιας συλλογής σου, που μαγεύει “τον πάσα ένα”, αναγνώθοντας την!
Είχα την συντροφιά της μπένας σου ούλες αυτές τσι μέρες, είχα την ευτυχία να κορφολογώ στιχάκια σου, κι είχα τη χαρά να τ’ απαγγέλλω κι εγώ τση κέρας μου! Αλήθεια, ποιο θερμότερο λόγο να της πεις, ξεκινώντας γραφτά την έμπνευσή σου, από το:
«- Χίλιες φορές ο λοϊσμός, χίλιες και η καρδιά μου,
χιλιοβαγιοκλαδίζει σε “Χιλιάκριβε σεβντά μου». (σ. 23).
ή εκείνη που της θυμίζεις, το διδασκαλικό σου λειτούργημα, με το:
«- Παίρνω τα ’γω τα γράμματα μα ’χω κρουφό μαράζι,
γιάντα ο δασκαλοσεβντάς, να μη με προϊβάζει». (σ.161)
ή: «- Ακόμη είμαι του σκολειού, δασκάλι με χαρτέλα,
και από ’δα ‘χω του σεβντά, τη λάβρα και την τρέλα!» (σ. 161).
και βέβαια, τη μαντινάδα που σημείωσα στο πρώτο αναγνωριστικό ξεφύλλισμα του έργου σου, τη βραδιά που το ’λαβα, φίλε Κωστή! – Λέει:
«- Εσυ ‘σ η πλάκα του σεβντά, κι εγώ ’μαι το κοντύλι,
κι αντάμι αντάμι γράφομε, όσα δε λέει τ’ αχείλι!» (σ.51)
που μόνο Δάσκαλος μερακλής, θα μπορούσε να συνταιριάξει!
Παραϋστερα, στη σ. 33 τη βρήκα τη μαντινάδα, που αν την είχα στο βιβλίο μου: “Τα Λαογραφικά τ’ αργαλειού”, Χανιά, 1993, θα ν’ είχεν άλλη αξία! Λέεις: «Στο αργαστήρι του σεβντά, γεμώνω τα μασούρια, ελόγου σου ανυφαντού και το φαντό ’χει φούρια».
Παρεκάτω, λαλώ σελίδα, σελίδα, κι αποδελτιώνω το Εορτολόγιο τση χρονιάς μεσ’ από μαντινάδες σου, τη Μεγαλοβδομάδα και τη Λαμπρή (σ.113 κ.ε.) του θέρους και τ’ αλωνιού τα βάσαννα (σ.204 κ.ε.) και άλλων γεωργικών εργασιών στα χωριά μας (σ. 145 κ.ε.) καθώς και των μηνών τις χαρές, (σ.232, κ.ε.). Διαβάζω κάπου εκεί, την τελευταία:
«- Καλλιά να σκάφτω, να τρυγώ, ν’ απλώνω, να θερίζω,
παρά τον μπελαλή σεβντά που ’χω και κουλαντρίζω» (σ. 145).
Στέκομαι, αποθαμάζομαι και εκτιμώ βαθιά, τ’ αμοιβαία αισθήματα και τη θέρμη σας, συλλαβίζοντας τις μαντινάδες του Κωστή:
«- Με το σεβντά εσμίξαμε στα χρόνια τα μικράτα,
κι αποκρατούν ώσαμ’ εδά, τα λόγια τα σταράτα!» (σ.212)
και φτάνω συνεπαρμένος, ως την τελευταία σου:
«- Νερατζαθέ, λεμοναθέ κι απριλοροδαρά μου!
Φούλι μου και βασιλικέ, Χιλιάκριβε σεβντά μου!» (σ.233)
Πάω να σφαλίξω το βιβλίο σου Κωστή, και η μαθιά μου πάει στο οξόφυλλο, όπου διαβάζω λίγα από το βιογραφικό σου, π’ ας είχα χώρο και θα το αναδημοσίευα ολάκερο. Για ώρας, δύο στίχους μόνο:
«…Στο Εκτο σα Διευθυντής, χαρά ’χει γαϊτάνι,
και τη Δασκαλική εκειά, στο Εκτο θα ξυφάνει.
– Ο γάμος του διπλόχαρο χαρίζει του σκουτέλι,
τσι δυό βλαστούς του, τσι δυο γιούς, το Γιάννη, το Βαγγέλη.
– Λογοτεχνία, Ποίηση είναι στην όρεξη -ν-του
κι η Κρήτη ‘ναι το πάθος του, και όλη η ζωή -ν-του.
– Ρέγεται τση Κρητόλαλης, τση παινεμένης πλέξης,
να σοντηρά η μπέναν του Κρητικοπούλες λέξεις…».
Κωστή απ’ τα Χανιά ευχές και χαιρετίσματα. Πάντα άξιος, πάντα ξεχωριστός!
– Εδώ όμως τελειώσαμε και σήμερα. Τα ξαναλέμε, συν Θεώ, την άλλη βδομάδα ως τότε γεια Σας!