Ήμουνα, λέει, κρεμασμένος στο κενό, όχι κρεμασμένος, μα, αιωρούμενος, θαρρείς, κι ο αγέρας με πάγαινε μια νοτιά, μια βοριά, ανατολή και δύση. Κι έβλεπα από ψηλά τον κόσμο, μικρό μικρούτσικο, ίσα που ξεχώριζαν κάμποσα σημαδάκια που ήτανε σπίτια και δεντρά και χαράκια και ρεματιές κι απύθμενα πηγάδια, που κινούσαν απ’ τις κορφογραμμές των βουνώνε κι απλώνονταν ως την άλλη μεριά της γης, μια βαθουλωμένη απλάδα που πότε γυάλιζε και χαμογέλα και πότε ρυτίδιαζε και φοβέριζε αγριεμένη.
Μου άρεζε ετούτη η περιπλάνηση, να διαβαίνω πιο γρήγορα ήθελα, πετάλιζα σαν αράπικο άτι τα ποδάρια μου κι έφευγα ίδιο θαλασσοπούλι πετούμενο. Κι ένιωθα μια λευτεριά παράξενη, θαρρώ πως ήτανε μια μάγισσα κι έφερνέ μου, χαρές, μεγαλοσύνη, δύναμη και λαιμαργία για ζωή και δημιουργία.
Μονομεμιάς, χρώματα εκτυφλωτικά, πράσινα, καφετιά, μπλε, σμαραγδένια, πορφυρά και μπλαβιασμένα, βάλθηκαν να με ξεσηκώνουν σ’ ένα θεόσταλτο χορό, αγκαλιά με τούφες άσπρες αστραφτερές κι αλλού, μαύρες σαν το Χάρο.
Ένιωθα ανάκατα συναιστήματα, τρανά, απειλητικά, που με γιγαντώνανε κι ανήμπορος να τα χαλινώσω, μια έκλαιγα, μια γελούσα και πιο πολύ χαίρουμουν σαν έβλεπα όλους αυτούς, όλους εμάς, που χωνόμαστε σε μια γωνιά, αρπούμε ένα κοντύλι και μουτζουρώνουμε χαρτιά. Ολόδιοι χαρτοπόντικες του Καζαντζάκη, κοντεύαμε να γενούμε.
Κι ως φτερούγιζα, γιατί θαρρώ πως φτέρουγες μου έμπηξε ο Αίολος στα πόδια, αγκαλιασμένος με τα μπαμπακιένια σύννεφα και τ’ αφρισμένα κύματα, πλημμύρισα ήχους. Παράξενους ήχους. Πότε σαν απειλή και πότε σαν σειρήνες, απ’ όλα τα μυστικά στοιχειά της φύσης φτιαγμένους που σμίγανε, δυναμώνανε και μια ποιητική μουσική συμφωνία με υπνώτιζε.
Κι ήθελα, λέει, τούτη η αισθησιακή και πνεματική πανδαισία να βαστήξει για πάντα.
Κι υστερνά, άμα μάζωξα και χόρτασα και μπούχτισα ελευτερία, και μ’ ούλα τούτα τα αγαθά σαν οπλίστηκα, βρέθηκα γυμνός, λέει, ομπρός σε ανθρώπους πολλούς, κι όλοι να με κοιτούνε με σεβασμό, παραξενεμένοι.
Πέρναγε κι ένα αλαζονικό τσούρμο μ’ εφήμερα αθρωπάκια, με γραβάτες και στολίδια ακριβά, να αγωνίζονται, άλλο να κλέψει και να κακοφημίσει κι άλλο να γιομίσει ένα τσουβάλι πνευματοκτόνα δηνάρια κι ευχές να τα σκορπίσει περγελαστά στους ταλαίπωρους οδοιπόρους που οργώνουν νυχθημερόν τη γης, για να πληθιάνει τους οπαδούς κι υποστηριχτές του. Παράξενο όμως, όλοι ετούτοι, ούτε να με κοιτάξουν δε γυρίσανε.
Αρχίνιξα τότες να περιδιαβαίνω, μα όχι το κορμί μου, μοναχά το πνεύμα μου ελεύτερο και προβληματισμένο.
Να σα που νιώθω τούτη την ώρα στον αναγνώστη μπροστά, απροστάτευτος και απαντέχω να με τρυπήσουν τα βέλη του καλού και του κακού. Γιατί η κάθε κουβέντα, το κάθε μήνυμα, καλοδεχούμενο και σκολειό να σάξω τα λάθη μου, είναι.
Κι όλο επάσκιζα, δες, ένα μικρό, μικρούτσικο λιθαράκι βάσταγα στο δεξί και γαντζωνόμουνα με το ζερβί στα γκρεμνά, να το αποθέσω ποθούσα, σε κείνο κει το οικοδόμημα, που το λένε πολιτισμός.
Αυτή καλέ μου άνθρωπε είναι η επιλογή, η αποστολή και το χρέος για μας που γράφουμε κι άλλοι μας περιφρονούν, άλλοι μας καλοδέχονται. Γιατί φοβούμαι πως άμα λείψουμε κι εμείς θε να γονατίσει κι άλλο η πατρίδα μας.
Δεν είναι το πάθος της προβολής, μηδέ εντρύφημα ή παιγνίδι.
Το κουβεντολόι μαζί σας, δεν είναι εύκολη δουλειά αν θέλουμε και πρέπει να σεβόμαστε εμάς κι εσάς. Δεν πληρωνόμαστε, μηδέ και επαιτούμε οι πιο πολλοί. Απλά βάζουμε στην μπάντα τη σάρκα και μιαν αχτίδα πνέματος σας αποστέλνουμε.
Κι είναι λίγες οι στιγμές κι οι ευκαιρίες να βγούμε απ’ το κρησφύγετό μας, να διασκεδάσουμε, να γελάσουμε και να εκτονωθούμε. Σαν και τη χθεσινή που όλοι οι Πνευματικοί Δημιουργοί Χανίων, όπως μας χαρακτηρίζει το όνομα του συλλόγου μας, βρεθήκαμε σε μια ζεστή γωνιά και χωρίς προκαταλήψεις και συναγωνισμούς, διασκεδάσαμε σα να ’μασταν μικρά κοπέλια με αλβινικά, άσπρα μαλλιά οι πιο πολλοί.
*gkamvysellis@yahoo.gr