Αγαπητοί αναγνώστες
Καλημέρα Σας και Χρόνια Πολλά στους εορτάζοντες.
Γράφαμε την περασμένη Παρασκευή, απ’ αυτήν εδώ τη θέση ότι μετά το καθιερωμένο εορτολόγιο των ημερών, θα συμπληρώσουμε με μερικά Λαογραφικά της ελαιοσυγκομιδής, μιας και βρισκόμαστε στην εποχή της.
Σήμερα λοιπόν (8/11), η Εκκλησία μας γιορτάζει πάνδημα τη Σύναξη των αρχιστρατήγων Μιχαήλ, Γαβριήλ και των λοιπών Αγίων Ασωμάτων και Ουρανίων Ταγμάτων.
Αύριο Σάββατο (9/11), επίσης η εκκλησία μας γιορτάζει “τον εν Αγίοις Πατέρα ημών Νεκτάριον, Μητροπολίτην Πενταπόλεως, του εν Αιγίνη, του θαυματουργού (1920), και η Τοπική μας εκκλησία, στα Παχιανά, τον περικαλλή ναό της, με το πλουσιότατο και βαρύτιμο, σωστήριο έργο που επιτελεί από της ιδρύσεώς του.
Κι εδώ, μνημονεύουμε τους διατελέσαντες ιερείς του ναού, τους ακάματους συνεργάτες της αείμν. Μαρίας Κουφάκη και των μετέπειτα αυτής συνεργατών, στο τεράστιο θρησκευτικό και κοινωνικό έργο της Ενορίας, και των Ιδρυμάτων της, από της ιδρύσεώς της και έως της σήμερον!
***
– Κι ερχόμαστε, κατά την υπόσχεσή μας, στα Λαογραφικά του λιομαζώματος, στον τόπο μας.
Μια εργασία, που απασχολεί όλα τα μέλη της οικογένειας, έχει πολύ κόπο, και διαρκεί όλον τον χειμώνα.
Σάν φτάσει Νοέμβρης κι οι βροχές γίνουν συχνές, ο κύρης κάθε νοικοκυριού τών χωριών μας, παίρνει τούς άνθρώπους τού σπιτιού και τις μαζώχτρες του και πηγαίνουν γιά τά πρώτα κοκολόγια τών ελιών.
Πρωτύτερα βέβαια, μέ τά παιδιά καί τή γυναίκα του, καθαρίσανε τή γης μέ τσουγκράνες, σκαλίδες καί παρασύρες (=σκούπες από τόν θάμνο: έρικα), άπό άγκάθια, κλαδιά, θάμνους καί πέτρες. “Ετσι ή ‘αύλή’ κάθε έλιάς είναι τώρα πεντακάθαρη.
Τό αστάχυ, εξ άλλου, δηλαδή το ορόσημο άνάμεσα σέ έλαιόδενδρα διαφόρων ιδιοκτητών, έχει τακτοποιηθεί. .”Οπου δέν συμφωνούσαν οί συνοράτορες, τά οροθέτησεν ο αγραφύλακας, ο στιμαδόρος ή δυό γέροντες τού χωριού.
Αλλού χρειάστηκαν ξυλοδεσιές γιά τά νεροπάρματα κι άλλού ολόκληρο τειχιό.
Μέ τίς έλιές, βλέπομε, δέν άπολείπουν οι δουλειές!
Στή συλλογή τού ελαιόκαρπου τώρα: Οί πρώτες έλιές πού μαζεύονται, τά πρωτολίδια, έχουν έλάχιστη απόδοση. Στό έλαιουργείο ή τήν φάμπρικα παλιότερα, τίς πηγαίνουν άμέσως, γιατί πρέπει νά γενεί τό λάδωμα, όπως λένε τήν πρώτη έκθλιψη. Ζύμη στά μυλ.άρια, λάδι στούς ντορμπάδες, στίς μηχανές, παντού, κολλάει κι ή άπόδοση τών πρώτων έλιών στό λάδωμα είναι χαμηλή, άλλά κι ή ποιότητα τού λαδιού μέτρια. Δέν παύει όμως νά ’ναι τό πρώτο λάδι. Απ’ αύτό θά πάνε στήν έκκλησία γιά τά καντήλια καί θ’ άρτύσουν τό πρώτο μαγείρεμα. Άπ’ αύτό θά δώσουν τού «διακονιάρη» καί θά πάρουν τήν εύχή του: «Καλοξόδευτο!».
Μετά τά πρωτολίδια, η συγκομιδή γίνεται καθημερινό σοβαρό έργο. Οί ποσότητες είναι τώρα μεγάλες. Οί μαζώχτρες, μέ τό καλάθι της κάθε μιά, τήν ποδιά καί τό προσφάγι της, έλιές, ψωμί καί κανένα πορτοκάλλι, φεύγουν άπό πολύ νωρίς γιά τό μαζωχτό. Στό γαϊδούρι έχουν φορτώσει τ’ άδεια σακκιά, κι ό,τι άλλο.
Είναι πραγματικά κοπιαστική ή έργασία των. Αλλά εύχαριστημένες πού έχουν συμφωνήσει μέ τόν νοικοκύρη, τό δικαίωμά τους, άπό έφτά δυό, ή άπό τέσσερα ένα καί σπάνια άπό πέντε, χαίρονται γιατί έχουν ύγειά καί έργάζονται. “Ετσι, τίς άκούμε νά τραγουδούν πεζοπορώντας ώσπου νά φτάσουν στό λιόφυτο, σιγανά, μά μέ κέφι:
«Είναι δεντρά πολλά στή γης,
σάν τήν έλιά δέν είναι,
βρέχει, χιονίζει, λιάζεται,
μά πάντα δροσερή ’ναι».
«’Εγώ άγαπώ την τήν ελιά,
γιατί κάνει τό λάδι,
καί φέγγει καί στ’ άγάπης μου,
όντε δειπνά τό βράδυ».
«Δούδω δέκα χρονώ κρασί
καί τσή χρονιάς τό λάδι,
νά φέρουν τήν άγάπη μου,
νά σμίξωμεν όμάδι».
Γιά ν’ άκούσουν άπό τό βάθος τού δρόμου τόν ραβδιστή (άλλος βοηθός κι έτούτος στή συλλογή τού ελαιόκαρπου), νά τραγουδει:
«Νάμουν έλιά, μά τσουνολιά,
νά κάνω τσουνολίδια,
νά ‘ρχεσαι νά τσί μάζωνες,
μέ τ’ άσπρα σου δαχτύλια».
«Μά θά σέ πάρω θέλω ‘γώ,
γή νά σέ κλέψω θέλω,
κ’ άπού τσή μάνας σου τσ’ έλιές,
διάλε τήν μιά τήν θέλω».
«Άπης ‘ποκάμουν οι γ’ έλιές
καί φύγουν οί μαζώχτρες,
άστροπελέκια καί φωθιές,
εις τών πλουσιώ τσί πόρτες».
Ομως ή διαδρομή τελείωσε. Φτάσαμε στό λιόφυτο κι αρχίζει τό κοπιαστικό έργο. Τά χέρια γεμίζουν τά καλάθια. Κι εκείνα γεμίζουν τά σακιά, τά μιγόμια. Καί τά σακιά, δυό-δυό, γίνονται γομάρι (=φορτίο) γιά τό ζώο, πού τό πηγαίνει άντρας νέος, όχι γυναίκα, στό χωριό. Τό ξεφορτώνει στό έλαιουργείο καί έπιστρέφει, γιά νά φύγει πάλι, γιατί ωστόσο οί μαζώχτρες έχουν συγκεντρώσει τ’ άλλο φορτίο. Κι αύτή ή έργασία συνεχίζεται…
Διάφοροι είναι οί τρόποι μαζωχτού δηλαδή τής συλλογής του έλαιόκαρπου στήν περιφέρειά μας, εκτός από τή μαζώχτρα.
Οί μηχανές μ’ αγκαθωτές ροδέλες, «οί μαζώχτρες», όπως τσ’ ονομάσανε κι αυτές, σάν φανήκανε στόν τόπο μας πρίν άπό μερικά χρόνια, τσιτώνουν τίς ελιές καί τίς άδειάζουν καθώς περιστρέφονται σ’ ένα καλάθι. Δουλεύουν άποδοτικά σέ ίσια, επίπεδα χωράφια, χωρίς αγκάθια καί κλαδιά. Παραβλέπουμε πώς τρυπούν τίς ελιές, πώς συλλέγουν μαζί λιόφυλλα, χόρτα, πέτρες μικρές καί πώς άπαιτείται χρόνος πολύς γιά κοσκίνισμα καί ξεδιάλεγμα τών… συλλεγέντων!
Τά χτένια πάλι, τά χρησιμοποιούν γιά νά μαδούν τίς έλιές απ’ τά κλαδιά. Είναι μιά λύση γιά δέντρα χαμηλά καί λίγα. Μα γιά τό Σέλινο, μήν τά συζητούμε!…
Τά δίχτυα όμως, έχουν μεγάλη εξάπλωση αλλά καί μειονεκτήματα όχι λίγα. Γιά τήν ώρα, πάντως, είναι τά πιό κατάλληλα μέσα νά μαζέψουμε τίς έλιές μας, όπου οι μαζώχτρες δέν υπάρχουν. Αλλά και όπου υπάρχουν, η συμβολή τών διχτυών στήν πρόοδο τής έργασίας, είναι πολύ σημαντική, τά τρία τέταρτα.
Ο ραβδιστής -τέλος- πού έπρεπε μαζί μέ τή μαζώχτρα ν’ άναφερθεί, κρατώντας τά σύνεργά του, τίς λινάτσες, τά δεμπλάκια, τίς δέμπλες, τίς βέργες καί τά βεργάλια του, καθώς καί τήν απαραίτητη σκάλα, πηγαίνει μαζί μέ τούς άλλους έργάτες καί τίς μαζώχτρες, γιατί σέ πολλές περιπτώσεις χρειάζεται.
Συνήθως ό ραβδιστής είναι καί τιναχτής, δηλ. ό έργάτης πού ανεβαίνει στό δέντρο καί μέ τρανταγμούς κάνει νά πέφτουν οί έλιές κάτω.
Η πιό όμορφη ώρα είναι έκείνη τού κα- φαλιτή, δηλ. τού προγεύματος. Πρό πάντων όμως τού μεσημεριανού λιτού φαγητού. Κάτω άπό μιά γέρικη έλιά καί πάνω σέ θυμάρια καθίζουν. Τό γιομοσάκουλο μέ τό πεσκίρι (=πετσέτα ύφαντή) λύνει. Παξιμάδι, άλατσολιές, ζιλοκούμπι, κρομμύδι ή σκόρδο, ρέγγα πού, τσουδίζεται σέ πρόχειρη φωτιά καί κρασί πιπεράτο, γιά νά ζεσταίνει καί ν’ άνοίγει τό κέφι.
Αν ή δούλεψη προχώρησε, κι είναι όλοι εύχαριστημένοι (κι αύτό όταν ειν’ ή μέρα στεγνή κι όχι βροχερή), τότε καθίζουν λίγο παραπάνω καί καμιά φορά άρχίζουν καί τά μαντιναδάκια, γιατί «ή…φωτιά μέ τό μπαρούτι» είναι κοντά κοντά. Τότε είναι π’ αντιλαλούν τά λιόφυτα χαρούμενα:
«Γιά βάλε λάδι στήν πληγή,
νά δεις πώς θά γλυκάνει
μά ό γιατρός εις τόν σεβντά,
ίντα μπορεί νά κάμει».
«Χελιδονάκι θά γενώ,
νά κάτσω στό λαιμό σου
νά σού φιλήσω τήν έλιά,
που ‘χεις στό μάγουλό σου»
«Γή χοντρολιά, γή λιανολιά,
τή ρίχνουν στό μυλάρι,
άν δέ σέ πάρω κοπελιά,
δέν είμαι παλληκάρι»
«Άπού τή γής βγαίνει νερό
κ’ άπού τσ’ έλιές τό λάδι
κι άπού τό μαγουλάκι σου,
τό ροδοκοκκινάδι»
«Περνάς καί δέ μέ χαιρετάς,
χαράς τήν περηφάνεια
σά νά βαστάς στά χέρια σου,
βασιλικά φιρμάνια»
«Περνώ καί δέ σέ χαιρετώ
γιατί ’μαι κουρασμένη
έλιές σαφής έμάζωνα,
κι είμαι ξεθεωμένη»
(Αλλά θα συνεχίσουμε στο επόμενο)