Αγαπητοί μας αναγνώστες, Καλημέρα σας. Καλό μήνα με Υγεία!
Είμαστε -συν Θεώ- στον Νοέμβριο, απ’ αρχής της βδομάδας.
Ήδη, την πρωτομηνιά του (1/11), γιορτάσαμε Κοσμά και Δαμιανό, τους Αγίους Αναργύρους, εκκλησιαστήκαμε στην ιστορική αρχαία εκκλησία Τους, στην συνοικία Σπλάντζια της παλιάς πόλης των Χανίων, και στις 3/11 είχαμε τη γιορτή του Άι – Γιωργιού του “μεθυστή”, όπως λέει ο λαός μας, για κείνην τη μέρα, όπου μετά τη θεία λειτουργία, μέρα που γιορτάσαμε την ανακομιδή των λειψάνων του Αγ. Γεωργίου κατά τα εγκαίνια του νεόδμητου ναού του, στη Λύδδη.
Την ίδια μέρα, ανοίγονται τα βαρέλια με το εφετινό νέο κρασί. Ευνόητο, πως οι πανηγυριώτες με το δοκίμαζε – δοκίμαζε, κατάληξαν να γίνουν όλοι τους “τούφι” στο μεθύσι.
Το τραγούδι όμως τ’ Άι – Γιωργιού του Μεθυστή, δεν το ξέχασαν.
Έτσι τραγούδησαν πολλούς από τους θαυμάσιους στίχους του:
«Πάντα στσι τρεις του Νοεμπριού κι εις τσ’ εικοστρείς τ’ Απρίλη
πανηγυράκι γίνεται στ’ Άι – Γιωργιού τη χάρη.
Κι η κόρ’ απού ‘χε τη γιορτή κι απού τον ελουτρούγα
μήδ’ έτρωγε μήδ’ έπινε μηδέ κι εχαροκόπα.
Σφάζει τρακόσα πρόβατα και πεντακόσια γίδια,
εννιά χωριά εκάλεσε, χιλιάδες παλικάρια:
“Τρώτε και πίνετε, παιδιά, κι έχετε και την έγνοια
μην έρθ’ ο Χάρος να μας βρει να μάσε διαγουμίσει,
να πάρει άντρες για σπαθί και νιους για το μαχαίρι”.
Κι όντεν το λόγο κι ήλεγε, ο Χάροντας προβαίνει:
“Ποιος έχει μπράτσα σίδερα και πόδια ατσαλένια
να πάμε να παλέψομε στο σιδερόν αλώνι;”
Κι άλλος και δεν του μίλησε, δεν του ‘πε πώς θα πάει,
μ’ ο Διγενής, τση χήρας γιος, εβγήκε στ’ αντροκάλιο:
“Εγώ ‘χω μπράτσα σίδερα και πόδια ατσαλένια
να πάμε να παλέψομε στο σιδερόν αλώνι”.
Και πάνε κι απαλεύγανε απ’ το ταχύ ως το βράδυ,
κι ή μάναν του του Διγενή στέκει στη μιαν του μπάντα,
τριώ λογιώ κρασί βαστά, τριώ λογιώ φαρμάκι,
κι άνε νικήσ’ ο Διγενής, κρασί να τον κεράσει,
πάλι και δε, να πιει ευτή ντελόγκος το φαρμάκι.
Κι οι δυο σφιχτοπαλεύγανε κι οι δυο αγκομαχούσαν,
ο πάτος και οι γύροιν του του αλωνιού ετρίζαν.
Πολύν καιρό ‘παλεύγανε, κιανείς των δεν ενίκα,
κι ο Χάροντας με μπαμπεσιά βουλήθη να νικήσει,
βάνει πόδα του Διγενή και κάτω τόνε βάνει,
κι η δόλια η μανούλαν του ήπιεν το το φαρμάκι» (Σ.Α.Α. “Ριζίτικα”, σελ. 37)
Ακριτικό, ηρωικό τραγούδι, δε λείπει από τις σελίδες όλων των Κρητικών συλλογών μας: Γιάνναρη 1876, σελ. 214, Κριάρη 1920, σελ. 373- 4, Παπαγρηγοράκη 1957, σελ. 262-3, Αποστολάκη 2010, σελ. 37.
Κι όλοι οι συλλογείς και ειδικοί μελετητές, τονίζουν εισαγωγικά στην ενότητα π’ ανήκει το ως άνω τραγούδι, δηλ. στα Ακριτικά – Ηρωικά, ότι:
«Τα ακριτικά είναι αφηγηματικά τραγούδια που, μαζί με τις παραλογές, ανήκουν στο αρχαιότερο στρώμα των δημοτικών μας τραγουδιών, με τα οποία ο ποιητής λαός ψάλλει γεγονότα που έχουν σχέση με τη ζωή, τις περιπέτειες και την καθ’ όλου έντονη παρουσία και δράση των ακριτών.
Ακρίτες ήταν οι φύλακες των άκρων της βυζαντινής αυτοκρατορίας, που διαφύλαγαν τα ανατολικά σύνορα από τις εισβολές των Σαρακηνών. Ακριτικά ονόμασαν οι φιλόλογοι τα μεσαιωνικά επικά τραγούδια που θεώρησαν πως σχετίζονταν με τις περιπέτειες των ακριτών και μάλιστα του Βασιλείου Διγενή Ακρίτα, ήρωος του γνωστού από τη γραπτή παράδοση μυθιστορήματος. Ωστόσο πρωταγωνιστές στα ακριτικά δεν είναι μόνο ο Διγενής και οι άλλοι ακρίτες, αλλά μια σειρά από πρόσωπα, που όπως υποδηλώνον τα ονόματά τους (Πορφύρης, Θεοφύλακτος, Κωνσταντίνος, Αρμούρης κλπ.) συνδέονταν με τις ισχυρές τοπικές οικογένειες της Μικράς Ασίας, τους Δυνατούς […] Σύμφωνα […] με το περιεχόμενό τους τα ακριτικά τραγούδια πρέπει να χρονολογηθούν στην ακμή της βυζαντινής “φεουδαλικής” τάξεως στη Μικρά Ασία, δηλαδή από τον 9ο περίπου ως τον 14ο αι.» (Όπ. παραπάνω σελ. 1)
Κι ερχόμαστε τώρα στα λαογραφικά της γιορτής τ’ “Άι – Γιωργιού του Μεθυστή”. Σας μεταφέρουμε σχετικό απόσπασμα από το συναρπαστικό έργο του αγαπητού Γιάννη Π. Τσακπίνη: «Βιώματα της Κατοχής» (Ρέθυμνο, 2015, σχ. 8ο, σελ. 196) των σελ. 13-14.
Γράφει:
«…Μετά το τέλος της λειτουργίας ο παπάς βγαίνει έξω και ευλογεί τους προσφερόμενους υπέρ υγείας άρτους. Στη συνέχεια αναφέρεται στην ευαγγελική περικοπή του Αγίου, λέγοντας, μεταξύ άλλων, ότι σήμερα εορτάζεται η μεταφορά των λειψάνων του Αγίου εις τους Αγίους Τόπους της Παλαιστίνης. Επειδή όμως η γιορτή του Αγίου Γεωργίου συμπίπτει χρονικά με το άνοιγμα των βαρελιών και τη δοκιμή του νέου κρασιού, αυτή η παράδοση έφερε τον Άγιο Γεώργιο στη συνείδηση του κόσμου, σαν “ο Μεθυστής”.
Το άνοιγμα των βαρελιών με το καινούριο κρασί ήτανε πάντα μια σπουδαία εορτή, γνωστή από την αρχαία Ελλάδα. Το έθιμο είναι σχεδόν πανελλήνιο. Στην Κρήτη η διαδικασία αυτή έπαιρνε παλαιότερα πανηγυρικό χαρακτήρα, με όργανα και χορούς όλη την ημέρα. Ακόμα και στη Γαλλία γιορτάζουν τα νέα τους κρασιά κάθε χρόνο, την 3η Πέμπτη του μήνα αυτού, ακριβώς ως έχει και το δικό μας έθιμο, του Αγίου Γεωργίου του “Μεθυστή”.
Κάθε χρόνο ο ιερέας μας λέει μια παραβολή: για ένα πλούσιο παχύσαρκο και για ένα φτωχό πολύ αδύνατο, που και οι δύο πήγανε στο γιατρό για το πρόβλημά τους. Ο γιατρός εντόπισε ότι η αιτία είναι η διατροφή τους. Οπότε τους ενημέρωσε, ότι εάν ο πλούσιος τρώει το μισό φαγητό του και το άλλο μισό το δίνει στον φτωχό, τότε κανείς τους δεν θα έχει πρόβλημα υγείας. Στο τέλος ο παπάς μάς εύχεται να είμαστε όλοι μας καλά και του χρόνου πάλι μαζί να γιορτάσουμε τον Άγιό μας. Αμέσως μετά μας δίνει το αντίδωρο και ο επίτροπος τον άρτον σε όλους μας. Στη συνέχεια πραγματοποιείται στον προαύλιο χώρο, κάτω από το κιόσκι, στο μεγάλο τραπέζι, το έθιμο του ανοίγματος των βαρελιών των νέων κρασιών των χωριανών.
Η κάθε οικογένεια κρατά μαζί της μπουκάλια ή μπετόνι με το νέο κρασί και άφθονους μεζέδες. Σε ελάχιστο χρόνο το τραπέζι γεμίζει: κουνέλια ψημένα, κρέας βραστό και ψητό, βραστή χοιροκεφαλή, τυρί, άφθονες πίτες και πολλά άλλα. Το φαγοπότι αρχίζει με όρεξη, αστεία και πολλές ευχές στις οικογένειες που φέρανε το νέο κρασί. Να είναι πάντα καλά και να το καταναλώσουν μόνο με χαρές. Ο χώρος έχει πλημμυρίσει από τις μυρωδιές των καλομαγειρεμένων φαγητών. Αυτό δηλώνει ότι οι γυναίκες που τα ψήσανε έχουν καλές γνώσεις και διατηρούν ακόμη την παλιά μαγειρική των μανάδων και γιαγιάδων τους. Πολλές κυρίες, με το μπουκάλι το κρασί και άλλες με το ταψί στο χέρι, περιφέρονται, κερνούν και παρακινούν να πίνουν και να τρώνε όλοι, λέγοντας ότι αν δεν τελειώσουν όλα, δεν θα φύγει κανείς μας από εδώ».
Αγαπητοί αναγνώστες, με τη χάρη τ’ Άι – Γιώργη του Μεθυστή (3/11) σας καταθέσαμε τα παραπάνω.
Στο λίγο χώρο που μας μένει, έχομε να αναφερθούμε σε πολλά! Όμως, νομίζομε, πως πάντων προέχει να θυμηθούμε τ’ Αρκάδι, που γιορτάζεται μεν την άλλη βδομάδα (9/11), όμως προεόρτια έχομε χρέος, για τα παρακάτω: Είμαστε λοιπόν στα Χανιά και ξεκινούμε για το Ρέθυμνο. Διαδρομή εύκολη, και η συνέχισή της ευκολότερη. Έτσι, ακολουθώντας το δρόμο νότια και περνώντας από το χ. Κυριάνα, όπου ο ναός της Παναγίας που σταματούμε για προσκύνημα, συνεχίζομε και φτάνομε στ’ Αρκάδι! Είμαστε λοιπόν, στην είσοδο ενός από τα σημαντικότερα μνημεία της Ιστορίας μας, ανακηρυγμένο, ως γνωστόν, από την Ουνέσκο, ως Ευρωπαϊκό Μνημείο Ελευθερίας. Εισερχόμεθα με ευλάβεια, προσκυνούμε, συνεχίζουμε το προσκύνημά μας με συγκίνηση στο Ηρώο, στις ανατιναγμένες πυριτιδαποθήκες, παντού. Κι ύστερα καθίζομε στην αυλή, ανοίγομε τα σχετικά βιβλία που κρατάμε, με την συγκλονιστική ανατίναξη και βέβαια πολλά σχετικά ποιήματα και ρίμες.
Η στήλη μας θα σταθεί για σήμερα -εισαγωγικά- στην πασίγνωστη ιστορική ρίμα, για το «Ολοκαύτωμα της Ι. Μονής Αρκαδίου το 1866!»
«Κάθε ταχύ με το δροσιό π’ ανοίγει το λουλούδι,
αφουγκραστείτε να σας πω του Αρκαδιού τραγούδι,
τραγούδι να το μάθετε, τραγούδι να το λέτε
τ’ Αρκάδι το περίφημο να κάθεστε να κλαίτε.
Στα χίλια οκτακόσια εξήντα εξ απάνω,
οι Κρητικοί εκάμασι πόλεμο του Σουλτάνο,
τον πόλεμο αρχίξασι στα τρία βιλαέτια
στο Ρέθεμνος εις τα Χανιά και εις το Κάστρο μέσα.
Χατζή – Μιχάλης έμπεψε χαιρετισμό τσ’ αγάδες,
“οι Χρισιανοί δε θέλουσι να λέγουνται ραγιάδες”,
στο Ρέθεμνος και στα Χανιά έμπεψαν ένα γράμμα
οι καπετάνιοι να ‘ρθουνε δίχως κανένα πράμα,
λόγο για να μιλήσουνε, πρώτας να ορκοθούνε,
ογιά να μη φανερωθεί ο λόγος που θα πούνε.
Μα ο Σουλτάνος έμαθεν η Κρήτη θα χαλάσει,
μπέμπει το Μουσταφά πασά να ‘ρθει να την εσιάσει,
λέει του Μουσταφά πασά, πήγαινε στη δουλειά σου,
τσοι Κρητικούς σαν παλαιά έχεις σαν τα παιδιά σου.
Κι ο Μουσταφάς σαν άκουσε η Κρήτη πολεμάται,
παίρνει ασκέρι κι έρχεται τσοι Τούρκους του λυπάται·
παίρνει ασκέρι κι έρχεται την Κρήτη να νικήσει,
κι όμως ολίγον έλειψεν το αίμαν του να χύσει.
– Καπεταναίοι πείτε μου τι ‘ναι το ζήτημά σας,
να σας το δώσ’ ο βασιλιάς να πάτε στη δουλειά σας.
– Τριάντα δυο ζητήματα σήμερο σου ζητούμε,
κι αν δεν τα δώσ’ ο βασιλιάς ούλοι θα σηκωθούμε.
Σαν έμαθε τη γνώμην του, τ’ ασκέρι του μαζώνει,
περνά τον Αποκόρωνα, στο Στύλο τσαντιρώνει,
κι αποδεκεί σηκώνεται και πάει εις την Μέση,
και βρίστει ‘να χωριό καλό, τον τόπο να τ’ αρέσει,
φωνιάζει του γραμματικού να πάει στο Καστέλλι,
κι έγραψε γράμμα γρήγορα στ’ Αρκάδι και το στέλλει.
Και του Γουμένου μήνυσε αν θέλ’ ας προσκυνήσει,
το Μοναστήρι άκαγον αν θέλει να τ’ αφήσει.
Κι ο Γούμενος του μήνυσε εμείς δεν προσκυνούμε
τ’ ασκέρι σου το ξακουστό φέρε το να το δούμε
εγώ ‘χω άνδρες δυνατούς τρακόσα παλικάρια,
που δεν φοβούνται την Τουρκιά, αν είναι και λιοντάρια.
Μ’ εφτά σειράδες τακτικό ζώνει το Μοναστήρι,
και του Γουμένου φώνιαξε να πέσει του Βεζύρη,
έσερν’ ασκέρι τακτικό ως δεκοχτώ χιλιάδες,
σέρνει πολίτες τακτικούς μα και στραβοφελάδες·
δυο μέρες κάνουν πόλεμο δυο νύχτες πολεμούνται,
και οι καημέν’ οι Χριστιανοί δεν τρώνε δε κοιμούνται.
– Αλλάχ, Αλλάχ, φωνιάξανε τ’ ασκέρι του Βεζίρη
– εμείς δεν το πατούμενε τούτο το Μοναστήρι
– εσείς θα το πατήσετε τούτο το Μοναστήρι,
ένας σας εις το Ρέθεμνο να μη ξαναγιαγίρει.
Παπά Κρανιώτης έπεσε κατ’ απού το μπεντένι,
πάει στο Μυλοπόταμο να δώσει το χαμπέρι,
τ’ Αρκάδι επατήθηκε Τετάρτη μεσημέρι.
Σαν είδασιν οι χρισιανοί πως θε να τσι πατήσου,
δίδου του τσεναπέ φωθιά για να τσ’ ανωκατίσου,
και σέρν’ ο Δράκος το σπαθί κι ο Ξάνθης το μαχαίρι,
κι οι δυο γιουρούσ’ εκάμανε στο Τούρκικον ασκέρι·
μαζί συμπορπατούσανε κι εσπάσαν τα σπαθιά των,
Δράκε, περιφημότατε και Ξάνθε παινεμένοι,
αφήσετε το χάροντα κι επήρε σας καημένοι;
Σκοτώθηκε Τουρκιά πολλή, ως χίλιοι εξακόσιοι,
και ψυχομέτρι χρισιανοί χαθήκαν εννιακόσιοι,
κι επιάσασι και ζωντανούς σαράντα δυο νομάτους,
στο Ρέθεμνος τους έμπεψε κι επήρε τ’ άρματά τους.
Κλαίει κι ο κύρης του Σκουλά του καπετάν – Μανώλη
π’ όσοι τον εγνωρίσασι του συχωρούσιν όλοι,
όσοι εσκοτωθήκασι να δούνε μακαρία,
και όσοι πάλι εζήσασι να δουν ελευθερία!»
(Από την Συλλογή “Κρητικών Ασμάτων” Αρ. Κριάρη σελ. 140).
Εδώ όμως για σήμερα, σταματούμε. Η ιστορική ρίμα που αναδημοσιεύσαμε πιο πάνω, μας κατασυγκίνησε! Χρέος μας μεθαύριο, να τιμήσουμε την επέτειο· κι όσοι δυνάμενοι ας φτάσουν ως τ’ Αρκάδι, προσκυνητές! Γεια σας και του Χρόνου!
Εύχομαι στον πάντα αγαπητό από τά παλιά, Σταμάτη Αποστολάκη, να παραμένει γερός , χαλκέντερος ,καί αναζήτηχτος, στό *έργον ζωής και αποστολής* πού για χρόνια επιτελεί, γιά τήν αποθησαύριση καθώς καί ζωντανή και διαρκή υπόμνηση πρός την νέα γενιά, αλλά και προς τούς παλαιότερους, όλου τού ανεκτίμητου πλούτου πού μάς κληροδότησε η μακραίωνη κρητική λαογραφική μας Παράδοση.
Κυριάκος Ροδουσάκης, Αθήνα