Παρασκευή, 22 Νοεμβρίου, 2024

Πνευματικά και καλλιτεχνικά γεγονότα του τόπου μας

Αγαπητοί αναγνώστες,
Καλημέρα Σας και Καλή Σαρακοστή!

Η βδομάδα μας (15-21/3) άρχισε με την Καθαρή Δευτέρα (15/3) για την οποία γράψαμε την ίδια μέρα, στη στήλη μας, τα σχετικά.
Αλήθεια, για μας τους μεγάλης ηλικίας, είναι αδιανόητο να μην μπορείς να πάεις στον Εσπερινό και ν’ ακούσεις το: “Κύριε των Δυνάμεων!”.
Πρέπει, να ‘ναι μετρηημένοι οι πιστοί που θα μπουν στην εκκλησία.
Περιορισμοί απίστευτοι. Κι εγώ να θυμάμαι τα τριάντα πέντε χρόνια στα σχολεία. Μακεδονίας και Κρήτης, Δάσκαλος, να πηγαίνω τους μαθητές μου στην εκκλησία, για τους “Χαιρετισμούς”, να ‘χω ορίσει τους δυό που θα πούν το: “Ασπιλε, αμόλυντε…” και το: “Καί δός ημίν Δέσποτα…”, που τα είχαν κάνει πρόβες στο σχολείο.
Αξέχαστα χρόνια, αλησμόνητα βιώματα…
– Αύριο Σάββατο (20/3), δεν ξεχνούμε τη γιορτή του εξ Ηρακλείου Νεομάρτυρα Μύρωνα, που μαρτύρησε για την πίστη του, στα 1793.
Νεώτατος βασανίστηκε για την πίστη του, απάνθρωπα, από τους Τούρκους της περιοχής. Τέλος, τον απαγχόνισαν 20 Μαρτίου 1793, ενώ την ίδια ώρα, πάνω από την αγχόνη, κατέβηκε φλόγα από τον Ουρανό, και τον φώτιζε.
Στην ιερή μνήμη του, ψάλλομε το απολυτίκιο, σε ήχο: πλάγιο Α’: «Ηρακλείου το άνθος, το ευωδέστατον, ως ευσεβείας σε μύρον, ύμνοις γεραίρομεν, νεομάρτυς του Χριστού Μύρων μακάριε σύ γάρ νεότητος ακμήν, υπερείδες ανδρικώς, και ήθλησας στερροψύχως. Και νύν απαύστως δυσώπει, ελεηθήναι τάς ψυχάς ημών».

***

Να δούμε τώρα και μια – δυό εκδόσεις, από αυτές που έχομε λάβει τελευταία. Ξεκινούμε από τα Χανιά μας. Στα μάτια μας μπροστά, το έργο:
Κων/νου Στ. Χαρτζουλάκη: “Τα βρώσιμα άγρια χόρτα της Κισάμου”, έκδοση: “Πυξίδα της πόλης”, Κίσσαμος, Χανιά, Δεκ. 2020, σχ. 20×29, σ. 72, έγχρωμο.
Ο διακεκριμένος και σαν άνθρωπος και σαν επιστήμονας, Κισσαμίτης γεωπόνος κ. Χαρτζουλάκης Κων/νος, εργάστηκε ως Γεωπόνος – Ερευνητής, τόσον αποδοτικά στο Ινστιτούτο Ελαίας και Υποτροπικών Φυτών, στα Χανιά, όπου και τον γνωρίσαμε, μας προσφέρει σήμερα, με την θαυμάσια έκδοση της “Πυξίδας της πόλης”, του ξεχωριστού επίσης, φίλου κ. Ματθ. Φραντζεσκάκη, “για τα βρώσιμα άγρια χόρτα των χωριών μας”, στην Κίσσαμο, έργο του κ. Χαρτζουλάκη, τόσον χρήσιμο και απαραίτητο.
Το εξαιρετικό προλογικό κείμενο (σ.7-9) του βιβλίου, μας δίνει πολύτιμες πληροφορίες για τη χρήση και προσφορά των άγριων χόρτων μας, ενώ στις σ. 10-70, μας ξεναγεί αναλυτικά, σ’ όλα μας τ’ αγριόχορτα.
Χρέος μας, να συγχαρούμε από καρδιάς ολόψυχα τον εκλεκτό συγγραφέα του έργου κ. Χαρτζουλάκη και βέβαια τον ταλαντούχο εκδότη κ. Φραντζεσκάκη, γιατί με το μόχθο τους, ο καθένας, μας πρόσεφεραν έργο, ιδιαίτερης χρησιμότητας.
– Να ‘στε καλά και στο επόμενο, χωρίς καθυστέρηση!

***

Κι από τα Κισσαμίτικα αγριόχορτα ας πάρουμε ανατολικά το δρόμο, και να βρεθούμε στο Μεγάλο Κάστρο. Εδώ, μας περιμένει φίλος γκαρδιακός και λογοτέχνης χαρισματικός, και ποιητής και πεζογράφος εμπνευσμένος, ο Δημήτρης ο Θεοδοσάκης, «ο παλιός του Κάστρου ταχυδρόμος».
Κρατά στα χέρια του, τη νέα του προσφορά, στα Κρητικά Γράμματα, το έργο του: “Στα μετόχια του γιαλού”, πρόσφατη έκδοση (Ηράκλειο, 2021, σχ. 8ο, σ. 208, έγχρωμο). Μια ματιά στα περιεχόμενα του έργου (σ. 7) κι αμέσως μετά, η θαυμάσια “Ανοιξη στο γιαλό” (σ.8), το λυρικό του καλωσόρισμα στους αναγνώστες του. Ψάλλει:

“- Άνοιξη, πόσο χαίρομαι όντε σε συναντήσω,
με μύρα και με ομορφιές το νου μου να μεθύσω.
Να λάχω στη δοξολογιά που μύρωσε τ’ αγέρι
και ρίχνει στο σκοτίδι φως της πλάσης τ’ αγιοκέρι.
Να δω τα σπαρτολούλουδα που λαμπροστολιστήκαν,
τις μυρωμένες λεμονιές που νυφικά ντυθήκαν,
τις προκομμένες μας ελιές π’ απλώσαν τα σεντόνια,
να δω και στις ψηλές κορφές που λιώσανε τα χιόνια.
Να δω μερθιές και χαρουπιές π’ ανάσταση στολίζουν,
ασπάλαθους που αθίσανε και και στην καρδιά μ’ αγγίζουν.
Τα κύματα της θάλασσας που ‘χουν καλοσυνέψει,
ωσάν τσ’ αγάπης τη μαθιά που ‘χει το νου μας κλέψει.
Βασιλικούς στσ’ αυλόπορτες, στη φέξη του ασβέστη,
τα εγκώμια να ψάλλουνε και το Χριστός Ανέστη.
Ν’ ακούσω των πουλιών λαλιές, τσι πέρδικες στα πλάγια
το αυγικό του κοτσυφού και τση νυχθιάς τα μάγια.
Γέρνει το καστροχάρακο το κύμα να φιλήσει,
στην «καλημέρα» τσ’ Άνοιξης έχει κι αυτό μεθύσει.
Όμορφη πού ’σαι, Άνοιξη, με χρώματα και μύρα,
σαν του γιαλού την Άνοιξη, άνοιξη ’γώ δεν είδα.
Μοιάζει πολύ του έρωτα, το νου τ’ ανθρώπου παίρνει
που ξελογιάζει, σε μεθά, μα γρήγορα διαβαίνει.”
Του Κάστρου Ταχυδρόμος (σ. 8)

Μετά τον ενδιαφέροντα “Πρόλογο” του κ. Κώστα Ηλ. Παπαδάκη, του πασίγνωστοου φιλολόγου θεολόγου, συγγραφέα της Κρήτης μας, ο αναμενόμενος “Πρόλογος”, του συγγραφέα του έργου, στις γραμμές του οποίου, μεταξύ των άλλων, διαβάζουμε:
«- Η γενέθλιά μου γη, το χωριό μου, όπου έζησα τις δυο πρώτες δεκαετίες της ζωής μου, είναι ο Χόνδρος της Βιάννου, που είναι χτισμένος σε μια καλόγεννη διπόταμη κοιλάδα σε οκτώ οικισμούς. Απέχει περίπου επτά χιλιόμετρα από τη θάλασσα του νότιου Κρητικού πελάγους.

Παλιά ο γιαλός από το χωριό λογούνταν αλάργο τόπος. Οι άνθρωποι, για να καλλιεργήσουν τα γιαλίτικα χώματά τους, θέλανε μιάμιση ώρα περίπου για να κατεβούνε με τα χτήματα ή με τα ποδιά, και άλλη τόση ώρα για να ανεβούνε στο χωριό· έτσι τους τρώγανε οι στράτες. Για να γυρίσουν τα βράδια στο χωριό, σχολούσαν νωρί­τερα από τις γεωργικές εργασίες. Δρωμένοι, κουρασμένοι από τις σκληρές ξωτάρικες δουλειές, τους φυσούσε στη χωματόστρατα το παγωμένο βοργιαέρι της Μαδάρας, τους ποντολογούσε αλλά και τους πρόσθετε περισσότερες μέρες δουλειάς και κούρασης.

Τη νησιώτική τους καρδιά δεν τήν έδενε ο κάμπος και το βουνό, αλλά ο γιαλός. Χαίρονταν, όταν έβλεπαν τη θάλασσα, αγαπούσαν να καματεύουν τα γιαλίτικα χώματά τους, τα πότιζαν με κουβάδες ίδρωτα και απολάμβαναν μεγάλη ανεβάσταξη από τα νόστιμα, πρώιμα και όψιμα αγαθόκαλα που είχαν για να πορευτούνε. Πολλοί ονειρεύονταν να χτίσουν ένα μετόχι στο γιαλό για να καλ­λιεργήσουν τα γιαλίτικα χώματα τους, αλλά λιγοστοί είχαν τη μπό­ρεση. Τα μετόχια είχαν χωματένια σκεπή και δάπεδα και τα περισσότερα ήταν μονοκάμαρα. Κάποιοι που είχαν τη δύναμη έχτι­ζαν και δικάμαρα. Αυτά είχαν ελάχιστα παράθυρα. Τα πρώτα μετό­χια δεν είχαν πράματα, αφού δεν είχαν πόρτα, λόγω φτώχειας. Τον πρώτο καιρό, όσοι ξώμεναν στο μετόχι τους, για να κόψουν λίγο την απογούρα της νυχθιάς, έβαζαν μια λιναροπαλέτσα στην πόρτα.

Κάθε που κατέβαιναν στο γιαλό, βαστούσαν όσα πράγματα χρειά­ζονταν για όσο θα ήταν ξωμονάρηδες στα μετόχια του γιαλού. Είχαν στις ψωμοσακκούλες ένα πεντακοσάρι λάδι, αλάτι, κουταλοπίρουνα και μαγεροψήματα. Μπαμπάκι για να κάνουν φτίλια στο λύχνο, το σταμνί να φέρνουν νερό και πετρολεκανιδάκια για να τρώνε. Τα βράδια, για οικονομία, πετρώνανε το φτίλι του λύχνου να καεί λίγο το λάδι, ίσα ίσα να αντιλαρίζει, να φέγγουν να ξαπλώνουν κι έπειτα σβήνανε το λύχνο και κοιμόντουσαν στα σκοτεινά. Πριν πέσουν για ύπνο, φυλάσσανε τα φτίλια του λύχνου, για να μην τους τα πάρουν οι ποντικοί. Δεν είχαν ρολόγια, μηδέ ράδια, μηδέ τηλεοράσεις, μήδε βιβλία. Ξανοίγανε τα σημάδια του ουρανού, τις πήχες, πόσα αντροστέματα έχουν βγει, αν είναι μεσούρανα, αν βγήκε ή αν βασίλεψε το μεράστρι και η Πουλιά. Ετσι στιμερνανε την ώρα οι φαμελίτισσες για να σηκωθούν, να στεσουν το τσικάλι, να μαγειρέψουν και φαγωμένοι να κινήσουν για τη δουλειά τους.
Μα τα μετόχια ήταν λίγα και ο κόσμος που ήθελε να κατεβεί από το χωριό στο γιαλό ήταν πολύς. Το καλοκαίρι η διανυκτέρευση στο γιαλό ήταν πιο εύκολη. Στους νοτερούς γιαλούς το μικροκλίμα είναι θαυμάσιο. Πολλοί έμεναν σε καλύβες, άλλοι άπλωναν κατά γης και κοιμόντουσαν κάτω από τα δέντρα, στη γυρογιαλιά, στην άμμο, εκειά που σπούσε το κύμα. Το φθινόπωρο και το χειμώνα που ο καιρός είναι κρυγιαδερός, τα μετόχια είχαν πολύ κόσμο. Επειδή πολλοί κατεβαίνανε στο γιαλό για να μαζέψουν τις ελιές τους, τα λιγοστά μετόχια γέμιζαν από πολλούς λιομαζωχτάδες. Άπλωναν κατά γης μια στρωματιά για να μείνουνε. Όποιος σηκωνόταν την νύχτα, έπρεπε να προσέχει, για να μην πατήσει κανένα, αφού ο λύ­χνος ήταν σβηστός, το μετόχι ήταν ολοσκότεινο και γεμάτο από στρωματιές, με φίλους, συντέκνους και δικούς που φιλοξενούνταν.

Ο γιαλός τον χειμώνα ήταν καταφύγιο για τους φτωχούς φαμελί­τες, με το ζεστό καιρό και την πρωιμότητά του. Χαρά σε εκείνον που είχε ένα μετόχι να ξεχειμωνιάζεται. Τις κρύες και βροχερές χειμωνιάτικες νύχτες, που διανυκτερεύανε στο γιαλό, δεν άφηναν τα ζωντανά τους έξω να βρέχονται και να κρυώνουν. Τα βάζανε στα μονοκάμαρα μετόχια τους σε μια γωνία, για να μη βρέχονται και να μην κρυώνουν, και στην άλλη γωνιά, έμεναν εκείνοι. Ζώα και άνθρωποι ήταν πολύ κοντά».

Και επιλογικά, λίγο παρακάτω:
«…Όπως και στο χωριό, που ορισμένα σπίτια ήταν τα γειτονόσπιτα, έτσι και στο γιαλό, σε ορισμένα μετόχια μαζώνονταν οι μετοχάρη­δες και κάνανε αποσπερίδες. Λέγανε παραμύθια, δημοτικά τραγού­δια, μαντινάδες, ιστορίες για φαντάσματα ή ιστορίες του στρατού οι άντρες. Ιστορούσαν τον βίο και την πολιτεία κάποιων χωριανών προς αποφυγή ή για παραδειγματισμό. Έτσι γήτευαν οι φτωχικοί μετοχάρηδες τα κοσμοκαλογερικά βράδια τους στον τότε ερημικό γιαλό. Σε εκείνες τις γιαλίτικες αποσπερίδες τιμητική θέση είχε ο λόγος, γι’ αυτό θα μπορούσαμε να τις ονομάσομε λαϊκές λογοτε­χνικές αποσπερίδες. Όσοι έζησαν εκείνες τις γλυκύτατες αποσπε­ρίδες στα φτωχικά μετόχια και ερημικά μετόχια του γιαλού, όταν τους πνίγει η μοναξιά της τσιμεντένιας πολιτείας, νοερώς ξαναγυρίζουν σε εκείνες τις ακατάλυτες παιδικές μνήμες, για να παρηγορηθούνε, τότε που οι άνθρωποι καταλούσανε συντροφιαστά τη ζήση τους. Είχαν μάθει να κουβεντιάζουνε. Είχαν μάθει να ακούνε. Η δύναμη του λόγου ήταν γιατρικό, που γήτευε τη μοναξιά και χόρ­ταινε την ψυχή, γλύκαινε τα πικριά, άνοιγε το τριαντάφυλλο της καρδιάς κι ολόρθη κρατούσε την ψυχή τους». (σ.15)

Στις επόμενες σελίδες του τόμου (σ. 16-207), φιλοξενούνται πλούσια εικονογραφημένα και έγχρωμα τα διηγήματα:
1. Η Τσιτσιμιά του Ζαϊμογιάννη,
2. Τα παράστημα του Αχεντριανάκη,
3. Το φαμεγιάκι.
4. Σχολή Ραπτικής Σίγγερ.
5. Στ’ Ανεπολιώτη το μετόχι.
6. Το παράπονο του Μαντοζαχάρη.
7. Ο Γιάννης του Ζαχαρία.
8. Τα δασκαλάκια του γιαλού.
9 Η θυγατέρα του καπετάν Σπυρίδωνα.
10. Για το χατίρι της θυγατέρας.
11. Από τον οικισμό του Θυμιανού.
12. Το Στερνοβίζι της Φραγκοπούλας.
13. Το Φωτεινώ της Αντραίνας.
14 Τα Χριστούγεννα της αγάπης.
15. Του καπετάνιου το μετόχι. 16. Στο Λιμεναρχείο.

Ηταν οι τίτλοι των δέκα εξ συναρπαστικών διηγημάτων, που μας χάρισε ο αγαπητός φίλος Δημήτρης Θεοδοσάκης, από τον Χόνδρο της Βιάννου.
Τιμά τ’ όνομά του, το χωριό του, τη χαρισματική τέχνη του.
Πάντα άξιος, να συνεχίζει το έργο του.
Εδώ, σας αφήνομε, ευχόμενοι Καλό Σαββατοκύριακο. Πρώτη Κυριακή των Νηστειών – Κυριακή της Ορθοδοξίας και ευχόμαστε η βοήθεια του Θεού, να μας προστατεύει από τις δυσκολίες που βιώνουμε!.


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα