Τρίτη, 12 Νοεμβρίου, 2024

Πνευματικά και καλλιτεχνικά γεγονότα του τόπου μας

Αγαπητοί αναγνώστες,
Καλημέρα σας!

Στα μέσα της λήγουσας βδομάδας (11-17/7), γιορτάσαμε πάνδημα στην αρχαία Λισσό του Σελίνου, τους Μάρτυρες της Πίστης μας: Κήρυκο και Ιουλίττα, την Πέμπτη (15/7), και προετοιμαζόμαστε για την πανήγυρη της Αγ. Μαρίνας, αύριο Σάββατο (17/7), σε πολλά μέρη των Χανίων και όχι μόνο!

Στους εορτάζοντες θερμές οι ευχές μας.
Είμαστε, λοιπόν, στα μέσα του κεντρικού καλοκαιρινού μήνα Ιούλη. Οι ζέστες του, κάπου-κάπου δυνατές, αλλά αναμενόμενες, κι οι παραλίες μας, καθώς και οι μαγευτικές βουνοκορφές μας, μας περιμένουν!
Καιρός τους είναι εξάλλου!

– Κι όσο για διαβάσματα, κάποια βιβλία είναι που μας καλούν να τ’ αναγνώσουμε, να τα χαρούμε, να ζήσουμε τα περιγραφόμενα τους. Ένα απ’ αυτά, έργο του ξεχωριστού φίλου Σήφη Ιωάνν. Πετράκη, από την χιλιοτραγουδίσμενη Ασή-Γωνιά, με τον τίτλο: “Ροζοναρίσματα τσ’ Ασηγωνιώτικης Ρίζας”, (Αθήνα, 2019, σχ. 8ο, σ.190), μας συνεπήρε από το πρώτο αναγνωριστικό του ξεφύλλισμα, ώστε, το πήραμε αμέσως από κοντά και το χαρήκαμε!

Μας ενθουσίασε προκαταβολικά και η επάξια και δίκαιη αναγνώριση της Ακαδημίας Αθηνών, με τον Γ΄ έπαινο της, για το έργο, καθώς και το: “Αντί Προλόγου” κείμενο, του αγαπητού συναδέλφου Χρ. Κωνσταντουδάκη, στις σ. 11-12 του τόμου! που μας συνεπαίρνει μαζί και με τ’ αποσπάσματα βιβλιοπαρουσιάσεων, στις σ. 13-23, που φιλοξενούνται τιμητικά στην εισαγωγή του τόμου.

Δεν θα προχωρήσουμε όμως παραπέρα, αν δεν σταθούμε στην “Αφιέρωση” του Δ. Τυραϊδή, φιλού ποιητή, που ακριβοδίκαια τονίζει: στον Σήφη:

…«Σαν φάρος, φως αιώνια, η πένα σου, θα φωτίζει,
και στις ερχόμενες γενιές, να βρίσκουν το στρατί,
να μη λοξοδρομήσουνε, να δουν το μετερίζι,
στους τόπους που έπλεξαν φωλιές της Κρήτης σταυραετοί…»

Και προχωρούμε: σχεδιάζοντας να μη γράψουμε ούτε λέξη για το περιεχόμενο του νέου μας αυτού βιβλίου, του αγαπητού μας Σήφη, λέγοντας στους αναγνώστες μας: – Πηγαίνετε στις σ. 16-17 και διαβάσετε. Τα γραφόμενα εκεί προσυπογράφονται και για το σημερινό, στα κύρια σημεία του. Είναι η συνέχεια της σκέψης του Σήφη κι ο χτύπος της καρδιάς του, σ’ όλο τους το μεγαλείο. Διαβάζομε στη συνέχεια τις σ. 52-54, συνοδεύοντας νοερά τον Σήφη που «ξεκόρφισε κι οφέτος γυρεύοντας μαλλοτήρα». Είναι η εποχή της.
Ξεκόρφισα κι οφέτος γυρεύοντας μαλλοτήρα
«- Κι ως του χρόνου…
Γή ο γάιδαρος ψοφά γή το σομάρι σπα». Δεν θα το αποφάσιζα να βγω εφέτος στη Μαδάρα για να κόψω μαλλοτήρα -εξάλλου μου υποσχέθηκε ο Σταυρούλης πως θα μου φέρει μερικά ματσάκια- μα στην κουβέντα πάνω το είχα υποσχεθεί στον Νίκο πριν μερικές μέρες, και τώρα ήταν αργά να πω όχι.
Είχα τελείως ξεχάσει την υπόσχεση και ένα τηλεφώνημα στο κινητό…
– Θείε, σε μισή ώρα θα είμαστε στη Γωνιά, Ετοιμάσου και κατά τις τρεις θα φύγομενε.
Το μόνο που σκέφτηκα αμέσως, μόλις πήρα την απόφαση, ήταν να πάρω αρκετό νερό!
Δεν θα έπρεπε να γίνει όπως εκείνη τη φορά που μέτραγα πόσες σταγόνες νερό μου είχαν μείνει στο μπουκάλι.
Υπολόγισα πως δύο μπουκάλια πλαστικά του ενός λίτρου θα ήσαν αρκετά. Σε λίγο βρεθήκαμε πάνω στο 4×4. Εγώ στο κουβούκλι με οδηγό τον Κωστή, τον πρώην πιλότο των Κορσέρ και ο Νίκος με τον άλλο Νίκο στην καρότσα.
Ο Κωστής δεν είχε ξεχάσει την παλιά του ιδιότητα. Τότε που καθόταν στο πιλοτήριο του πολεμικού αεροπλάνου και διέσχιζε τους γαλανούς ουρανούς του Αιγαίου, αντιμετωπίζοντας τα τουρκικά. Πατούσε στο φουλ το γκάζι και έφθανε το 4×4 στα όρια του, και μόνο στις στροφές ελάττωνε την ταχύτητα.
Έτσι δεν αργήσαμε να φθάσουμε στον “Πήγαδο”.
Η πλειοψηφία αποφάσισε να πάμε για μαλλοτήρα στου “Δραπανά”. Η απόσταση είναι περίπου 5-6 χλμ. από το “Σελί” και η μισή είναι συνεχής ανηφόρα. Κακοτράχαλο μονοπάτι που σου κόβει τα γόνατα.
Τα κοπέλια μπήκαν αμέσως μπροστά και σε λίγο έφυγαν από το οπτικό μου πεδίο. Μόνο ο Νικόλας γύριζε από καιρού εις καιρόν και μου φώναζε:
– Μπάρμπα Σήφη, καλά ‘σαι;
– Ναι Νίκο, μα εγώ πάω με το δικό μου τέμπο. Εσείς σαλεύετε, γιατί είστε κοπέλια!
– Ναι, στον Δραπανά θα σε περιμένω.
Το μονοπάτι ήταν αρκετά δύσκολο και ήθελε αρκετή προσοχή. Πιο παλιά -όταν ακόμα λειτουργούσε το Μιτάτο στον Δραπανά, το επισκεύαζαν οι βοσκοί και πιο παλιά οι ζευγάδες, έτσι ώστε να περνά φορτωμένος γάιδαρος, μα ακόμα και βόδι.
Ήθελε, όμως, μεγάλη προσοχή, ειδικά αν λαλούσαν φορτωμένο γάιδαρο ή μουλάρι. Αν κουτούλαγε -προσέκρουε- σε κάποιο βράχο, τότε δεν το σταματούσε τίποτα. Ήταν περισσότερο από βέβαιο πως ο γάιδαρος θα σκοτώνονταν και το φορτίο θα διασκορπιζόταν στην απότομη πλαγιά. Αυτό συνέβη, όπως θυμάμαι, τα τελευταία χρόνια με έναν γάιδαρο φορτωμένο αθοτύρους και τυριά και για πολλά χρόνια φαίνονταν τα χνάρια της καταστροφής.
Ήθελε, λοιπόν, αρκετή προσοχή, για να το διαβείς ακόμα και πεζός.
Θυμήθηκα επίσης τι μου έλεγε η μάνα μου, πως όταν ήταν ακόμα κοπελιά, την έπαιρνε μαζί της ο παππούς μου και τον βοηθούσε να ζευγαρίσει και να σπείρει το “λάκκο του Δραπανά”. Έβαζε, όπως μου είχαν πει “τα ζυγάλετρα του”, νωρίς το φθινόπωρο στο μονοπάτι, για να ξέρουν οι άλλοι πως εκείνος θα έσπερνε εφέτος τον Δραπανά.
Έτσι, δεν πήγαινε κανένας άλλος Γωνιώτης να το ζευγαρίσει.
Το 1941, είχε σπείρει πάλι τον Δραπανά. Όμως, εκείνη τη χρονιά πέθανε ο παππούς. Τα τρία από τα τέσσερα κοπέλια του, ο Γιώργης, ο Βαγγέλης και ο Βασίλης πολεμούσανε τους Ιταλούς στην Αλβανία. Έτσι, αναγκάστηκε να πάει ο πατέρας μου με τη μάνα μου. Δεν ξέρω, μα πιστεύω θα τους βοήθησαν και άλλοι συγγενείς ή φίλοι. Επειδή στον Δραπανά δεν υπήρχε αλώνι, κάνανε τα στάχυα δεμάτια και τα μεταφέρανε στο Σελί και τα αλώνισαν.
Είχα φθάσει ψηλά στο αρμάκι και κάτω φάνηκε ο Δραπανάς. Βέβαια, ούτε ίχνος από τα κοπέλια. Αυτοί θα είχαν φτάσει κιόλας στα “Βατωπά” και ίσως και πιο πάνω “στο Τριπάλι” και θα μάζευαν μαλλοτήρα.
Κάθισα λίγο, να ξεκουραστώ κάτω από τη σκιά ενός γέρω-πρίνου.
Η θέα από εκεί πάνω είναι υπέροχη και είναι ίδια, σαν να βρίσκεσαι σε αεροπλάνο.
Φαίνονταν αρκετά χωριά του Αποκόρωνα και του Ρεθέμνου και στο βάθος, κάτω μακριά το Ρέθεμνος.
Θυμήθηκα τι είχε πει κάποτε ένας Σφακιανοριζίτης.
Καθόταν σε μια ψηλή κορυφή -καλή ώρα- και αγνάντευε τα «κάτω μέρη». Διέκρινε τους ανθρώπους σαν μικρές κουκκίδες.
«Άραγε, σύντεκνε, έχουσιν ψυχή οι Κατωμερίτες;» και ο άλλος του απάντησε:
«Κι αν έχουσι θα ‘ναι σα ντου πουλιού».
Με τις σκέψεις αυτές είχα φθάσει στον λάκκο και στο παλιό Μιτάτο. Εκεί κάθισα κάτω από μια μεγάλη αχλάδα, να ξεκουραστώ και να πάρω δυνάμεις. Κοίταξα την πλαγιά πάνω από τον Δραπανά, μα ούτε ίχνος μαλλοτήρας!
Θυμάμαι, πριν από μία δεκαετία, όταν είχα ξαναπάει για μαλλοτήρα στον Δραπανά. Δεν χρειάστηκε να πάω παραπάνω, η πλαγιά ήταν γεμάτη. Φαίνεται, όμως, πως και η μαλλοτήρα λόγω της υπερβόσκησης και της υπερσυλλογής “ανεβαίνει” κάθε χρόνο και… ψηλότερα.
Έτσι, έπρεπε να ανηφορίσω για παραπάνω. Πήρα το ανηφορικό μονοπάτι μέσω ενός μικρού κατάφυτου με ασφένταμους φαραγγιού. Όταν έφτασα στα “Βατωπά” διαπίστωσα πως υπάρχει έστω και λίγη μαλλοτήρα. Άρχισα να ανεβαίνω την πλαγιά και να μαζεύω. Είχα φτάσει αρκετά ψηλά, όμως, το τσουβαλάκι δεν είχε φτάσει ούτε καν στη μέση.
Τα κοπέλια δεν φαίνονταν πουθενά. Φαίνεται πως είχαν ξεκορφίσει και είχαν φτάσει στο “Τριπάλι”.
Εγώ αποφάσισα να επιστρέψω από τον ίδιο δρόμο. Προ πολλού είχε πέσει ο ήλιος και η Μαδαρίτικη δροσεράδα ήταν αρκετά αισθητή. Στο απέναντι χάλαρο, οι πέρδικες κακάριζαν και μάζευαν τα περδικάκια τους.
Δεν ήξερα αν θα έρχονταν τα κοπέλια από τον ίδιο δρόμο ή θα ξεκόρφιζαν και θα κατέβαιναν στο Σελί από «τση Σημαντήρας τη μπλεύρα».
Εγώ δεν βιαζόμουν και το νερό ήταν αρκετό. Στη μέση περίπου του δρόμου με πρόφθασαν. Όταν φθάσαμε στο αυτοκίνητο, μου είπαν πως εκεί ψηλά βρήκαν αρκετή μαλλοτήρα. Μάλιστα, μου έδωσε ο καθένας και από ένα μάτσο!
Καβαλήσαμε πάλι το 4×4 και με “πιλότο” τον Κωνσταντή προσγειωθήκαμε σε ελάχιστο χρόνο στο χωριό.
Άντε και του χρόνου!»

*** *** ***

Γράφαμε εισαγωγικά ότι μεσοβδόμαδα γιορτάσαμε τους Αγίους μας Κήρυκο και Ιουλίττα, στην αρχαία εκκλησία τους στη Λισσό, δυτικά της Σούγιας. Χαιρόμαστε που βρήκαμε στο αρχείο μας, σχετικό μας δημοσίευμα, στο περ. “Χριστός κ. Κόσμος» της Ι.Μ.Κ.Σ., τ.27/1986, σ. 58-59. Γράφαμε:
«Στη χάρη τ άι- Κηρυκού, στην αρχαία Λισσό»
«- Τ’ απόγευμα της Δευτέρας 14 του Ιούλη, φτάσαμε μια μεγάλη συντροφιά στην ήσυχη και μαγευτική παραθαλάσσια Σούγια, για να βρούμε με το γέρμα του ήλιου καΐκι για τη Λισσό.
Απόψε κι αύριο γιορτάζει ο αρχαίος βυζαντινός ναΐσκος των αγίων μαρτύρων Κηρύκου και Ιουλίτης εκεί και είμαστε τασιμάρηδες στη χάρη των!
Σωστός θαλασσόλυκος ο Σουγιώτης καϊκσής μας, ο Ηλίας, πρόθυμος κι ευγενικός, μας πήγε κατά τις έξι το απόγευμα ως τη γραφική παραλία της αρχαίας Λισσού, επινείου της Υρτακίνας. Κατεβήκαμε κι αμέσως ανηφορίσαμε για την εκκλησία. Η διαδρομή μας από την παραλία ως τον ναό ήταν ανάμεσα από μυρωδάτα σκίνα κι ελιές πρασινόχρυσες. Το πέρασμά μας δίπλα από θρύμματα αρχαίων οικοδομικών υλικών, που ‘χουν γίνει ξέξασπρα από τον ήλιο και τη βροχή τόσους αιώνες, ίδια θαρρείς, σαν τα άταφα κόκαλα όσων χάθηκαν σ’ απάτητα βουνά μες στους πολέμους!…
Συντροφιές εδώ κι εκεί ετοιμάζουν τους καταυλισμούς των.
Στο βάθος, κοντά στο αρχαίο ασκληπείο, ακούγεται το καμπανάκι της εκκλησίας να καλεί γλυκόηχα και διακριτικά θαρρείς, μες στη σιγαλιά τ’ απόβραδου, τους πιστούς που καταφθάνουν στον άγιο του χώρο!
Ανάμεσα τους, καθώς ανηφορίζουν, διακρίνεις όλες τις ηλικίες κι είναι τούτο παρήγορο, μα κόντεψε να πω κι όλες τις φυλές, γιατί ξεδιακρίνει κανείς κι άλλων εθνικοτήτων ανθρώπους, που ήρθαν ως εδώ προσκυνητές, επισκέπτες, παραθεριστές, τουρίστες, στρατολάτες!…
Η άφιξη του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτη μας κ. Ειρηναίου, τ’ ακούραστου γέροντα ιεράρχη μας, με την επίσης σεβαστή συνοδεία του, τους ιερείς των γύρω χωριών της επαρχίας, τον Γενικό Διευθυντή της Ορθόδ. Ακαδημίας Κρήτης και όλους τους άλλους ευσεβείς προσκυνητές, που χωρούσαν στα δύο καΐκια, που ήρθαν πάλι μαζί, μας χαροποίησε.
Πήρε ζωή τώρα ο τόπος με την παρουσία των. Γέμισαν με την εμφάνιση των, την αυλή της εκκλησίας, όπου ευθύς αμέσως άρχισε ένας κατανυκτικός εσπερινός, που δεν μπορεί να τον ξεχάσει όποιος τον έζησε ποτέ!
Ψαλτάδες και κανονάρχοι όλοι οι προσκυνητές κι ο Σεβασμιώτατος με τους ιερείς γύρω του και τον κόσμο από κοντά, θαρρείς και τους έδενε τούτη την ώρα ένα αδιόρατο νήμα πίστης και αγάπης, άρχισαν μ’ ευλάβεια κι αποτελείωσαν με κατάνυξη τον εσπερινό.
Πουλιά σιγαλοτιτιβίζοντας, πέρδικες στα πλάγια με τον γλυκόηχο σκοπό τους, τζιτζίκια ασταμάτητα, λεράκια και κουδούνια, σκλαβέρια και καμπανέλια, περασμένα στους λαιμούς των κατσικιών που βόσκουν ανέμελα ολόγυρα στον τόπο, συμπλήρωναν την υπερκόσμια μουσική πανδαισία της βραδιάς. Και το νερό ακόμα σιγομουρμουρίζοντας στα πολυτρίχια, τα νέα της ημέρας, ξεκινημένο από τα σπλάχνα του αρχαίου ασκληπείου, υπέγραφε για τη μαγεία της βραδιάς.
Κι ήρθε η σειρά για το κήρυγμα του Δεσπότη. Καθισμένοι όλοι γύρω του στην αυλή της εκκλησίας, στα παραπέζουλα και χάμω, ακούμε με προσοχή τον θείο λόγο του, υποθήκες αιώνιες για την πίστη μας την αγία και για το πρόσωπο της Κρήτης μας, το γνήσιο, και μας καλούσε να μην τ’ αφήσουμε να αλλοιωθούν από τις σειρήνες που πολιορκούν ασφυκτικά γύρω μας…
Κι ύστερα, στο φιλόξενο πατροπαράδοτο τραπέζι της αγάπης στο πανηγύρι για τη χάρη τ’ αγίου. Εδώ, ανάμεσα στο φαγητό και στο ριζίτικο, γίνεται και γόνιμη συζήτηση για τον τόπο και το προσκύνημα, για τις προοπτικές και το μέλλον, για τα προβλήματα και τις αγωνίες των λιγοστών ξωμάχων που φτάνουν ως εδώ, για να καλλιεργήσουν γης, να μαζέψουν ελιές, να φυτέψουν κηπικά και να καλημερίσουν τον πιστό φύλακα του τόπου, Λουγιάκη…
Μες στη νύχτα, στην παράκληση, κόσμος πολύς. Το ίδιο και το πρωί στη θεία λειτουργία. Κι ήταν όλα μαγευτικά. Γι’ αυτό είναι και αξέχαστα τα πανίσχυρα βιώματα που διαφεντεύουν την ψυχή μας από τότε. Γιατί: Μας «ενέπλησεν θείας χαράς» τούτο το εξοχικό πανηγυράκι. Μας έφερε προσκυνητές σ’ εκκλησάκι χιλίων τετρακοσίων χρόνων. Μας οδήγησε τα βήματά μας σε στράτες αρχαίων προγόνων μας. Μας έδειξε βυζαντινές τοιχογραφίες και ψηφιδωτά, αρχαίους ναούς και τάφους, θεραπευτήρια και ασκληπεία, πολιτισμούς και κατάλοιπα είκοσι πέντε και πάνω αιώνων παρουσίας τ’ ανθρώπου σ’ αυτόν τον τόπο, τον ξεχασμένο κι έρμαιο της φθοράς του χρόνου!
Πάντως αυτό που ζήσαμε ήταν αξέχαστο, ωραίο, θαυμάσιο κι ευχόμαστε σ’ όλους να το ξαναζήσουμε του χρόνου και τ’ αντιχρόνου κι όσο καιρό μπορούμε να φτάνουμε στη χάρη του άι-Κηρυκού και Ιουλίτης στην αρχαία Λισσό. Εκείνοι ασφαλώς θα μας περιμένουν!…»
Εδώ όμως, λέμε να βάλουμε τελεία. Τα ξαναλέμε -συν Θεώ- την επόμενη εβδομάδα!
Γεια σας και καλό Σαββατοκύριακο!».


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα