Ολυμπιακοί Αγώνες
Οχτώ αιώνες προ Χριστού και προς τιμή του Δία
«Αγώνες Ολυμπιακούς» κάναν στην Ολυμπία
που είναι «της Γης το Ιερό», το «Άγιο φυλακτό της»
η Οικουμένη ολόκληρη, μαζί με το όνειρό της.
Στην Ολυμπία δηλαδή πριν τρεις χιλιάδες χρόνια
γεννήθηκαν και θέριεψαν με της ελιάς τα κλώνια.
Κι ο μέγας; Θεοδόσιος, χωρίς καμιά αιτία,
με νόμο τους κατάργησε εις την χιλιετία.
Σε κώμα παραμένανε για χρόνια οχτακόσια
και πέντε χρόνια πριν να μπει το χίλια εννιακόσια
ήρθε ο Βαρώνος Κουμπερτέν, φιλί ζωής τους δίνει
κι από το κώμα που ήτανε ευθύς τους αναστήνει.
Δυσκολευτήκαν στην αρχή από πολλούς ανέμους…
κτυπήθηκαν κι από τους δυό παγκόσμιους πολέμους,
μα τελικά νικήσανε και καθιερωθήκαν
«θρησκεία πανανθρώπινη» μετά αναδειχτήκαν
το πιο ωραίο γεγονός σ’ όλης της Γης τους τόπους,
για άσπρους, μαύρους, κόκκινους και κίτρινους ανθρώπους.
Μα όσο κι αν αναδειχτούν κι όσο κι αν δοξαστούνε,
απ’ τους αγώνες τους παλιούς, πάντα θα υστερούνε,
γιατί παλιά, να μάχονται όλοι τους σταματούσαν
όταν οι Ολυμπιακοί αγώνες ξεκινούσαν∙
ενώ εις τους σημερινούς, πολέμους ξεκινούνε,
τους αθλητές, στο Στάδιο μέσα τους εκτελούνε
κι οι τρομοκράτες με τυφλό κτύπημα απειλούνε
«την Τελετή της Έναρξης». Θεέ, μην το αξιωθούνε!…
Παύλος Πολυχρονάκης
(Το παραπάνω ποίημα βραβεύτηκε με χρυσό μετάλλιο από την Πολιτιστική Ολυμπιάδα της Αγγλίας στην έναρξη των Ολυμπιακών Αγώνων του Λονδίνου το 2012)
Ετσάναι ατόφιος Κρητικός
Απού μιτσός σά γεννηθεί κι επάτησε το χώμα
έχει το χάρισμα θεού τση Κρήτης μας ακόμα.
Όντε θα νέρθει ο καιρός που βρίσκεσαι να μάθεις
ξανοίγεις πάντα γύρω σου θέλεις ούλα να τάχεις.
Εις το σκολειό σε μπέψανε τα μάθια σου νανοίξουν
να δεις πιά είναι τα καλά για να σε ωφελήσουν.
Καθ’ εποχή απού περνάς χειμώνα καλοκαίρι
μαθαίνεις ποιόναι άχρηστο και ποιο καλό θα φέρει.
Όντε θα μεγαλώσεις μπλιό γνωρίσεις την Ελλάδα
θα μάθεις πολλοί Έλληνες καλιάχουνε λιακάδα.
Σήμερο λίγοι ειν’ αυτοί που θέλουν να δουλέψουν
τα μέλη τσ’ οικογένειας σωστά να συμβουλέψουν.
Μα η πατρίδα τουτηνέ Κρήτη όπως τη λένε
θέλει τα τέκνα τζη γερά να μην γροικά να κλαίνε.
Ετσά ο βέρος Κρητικός πατρίδα π’ αγαπάει
θέλει την οικογένεια προς το καλό να πάει.
Ο γνήσιος ο Κρητικός παίρνει Κρητικοπούλα
γιατί κατέει πως μιτσή τα έχει μάθει ούλα.
Οι νιοί μας προτιμούνε ντα τση Κρήτης τα συνήθεια
και κάνουνε βίο καλό όσοι πορεύουντ’ ίσια.
Πάντα θεός τσοί ευλογεί ζούνε ευτυχισμένοι
γιατ’ είναι πάντα εξ αρχής με το Θεό δεμένοι.
Μαδαρίτης
Αφοί Αντετοκούμπο
Έλληνα με χρώμα μαύρο,
δυνατό όπως τον ταύρο,
Γιάννη λεν’ Αντετοκούμπο.
Στους Μιλγουόκι παίζει μπάλα,
του Λεμπρόν πήρε τα ζάλα
και τρελαίνει τον κοσμάκι,
τούτο τ’ Αντετοκουμπάκι.
Έχει κι αδερφό Θανάση
που πιστεύω να τον φθάσει
και στο Ν.Β.Α. κάποια ημέρα,
να σηκώσουνε μπαντιέρα.
Κι ίσως έρθει και το τρίτο,
Αριάδνης αν βρει μίτο
και οι τρεις να γίνουν τότε
της Ελλάδας αιμοδόται.
Η ομάδα που ’χε Γκάλη
και Γιαννάκη για αστέρια,
ν’ αποκτησ’ Αντετοκούμπια
και να βγει απ’ τη μιζέρια.
Νέα εποχή ν’ αφήσει
και να ξανακατακτήσει,
τρόπαια εις την Ευρώπη,
που ‘ναι άσπλαχνοι ανθρώποι.
Οι πολιτικοί βεβαίως,
π’ εκτινάξανε το χρέος,
τση πατρίδας μας στα ύψη
και κοντεύει να εκλείψει.
Αίγλη να τση ξαναδώσουν,
σε μνημόνια μην ενδώσουν,
όπως τσι πολιτικάντες
που τους κράτησαν… αβάντες.
Και μας φέραν στο σημείο,
άδειο να ‘χουμε ταμείο
κι από τούτη τη μιζέρια
να μας βγάλουνε τ’ αστέρια.
Τ’ αδερφάκια που το τόπι,
το ‘παιζαν σε βοσκοτόπι,
κι είναι τώρα σταρ μεγάλοι,
να μας σώσουν απ’ το χάλι.
Εννιαχωριανός
Τι σοφή, τι μεγάλη
Μυστική μελωδία
με του ήλιου το χάδι,
πως ξυπνάει στα δέντρα
της ζωής τη λαχτάρα!
Τα γυμνά τους κλωνάρια
τα γεμίζουν με φύλλα
και μ’ ανθούς ευωδάτους
το ηλιοφώς χαιρετάνε.
Πεταλούδες, μελίσσια,
μ’ ευωδιές τα καλούνε
απ’ το ωριό ποτηράκι
να ρουφήξουν το νέκταρ
και μ’ ολόχρυση γύρη
απ’ τους στήμονες πάνω
δίχως έγνοια δική τους
το κορμί να γεμίσουν.
Σ’ άλλα δέντρα πετώντας,
απ’ ανθάκι σ’ ανθάκι,
η πολύτιμη γύρη
πα στον ύπερο μένει…
Έτσι φρόντισε η φύση
η Μεγάλη Μητέρα
και καρπούς να μας δίνει
και ζωής ν’ ανασταίνει.
Τί σοφή, τί μεγάλη
κι ασταμάτητη που ‘ναι
η φροντίδα της φύσης
στης ζωής την πορεία!
Ελισάβετ Διαμαντάκη – Κωνσταντουδάκη
ΕΘΝΙΚΗ ΠΑΛΙΓΕΝΝΕΣΙΑ: 25η Μαρτίου 1821
Ήταν εικοσιπέντε του Μαρτιού.
Η φύση άπλωνε με σκέρτσο τα προικιά της|
και σπαρταρούσαν οι αισθήσεις του κορμιού
μα μέτραγε η ζήση τα κεριά της.`
Φωνή του Ρήγα, σάλπισμα τρανό
ο Κοραής στης γνώσης το τιμόνι.
Η Εθνική ταυτότητα αληκτά
το φλάμπουρο μεσούρανα υψώνει.
Το καρυοφύλλι ξεκρεμά ο νιος
στο «ελευθεριά ή θάνατος» ταγμένος
Να πάψει να΄ναι δούλος και ραγιάς,
αφού με λευτεριά ‘ναι ζυμωμένος.
Στύλωσε το ανάστημα ο λαός
πάθος τετρακοσίων χρονών φουντώνει,
άτακτο πλήθος, άοπλο και φτωχό,
το πύρωμα όμως την καρδιά αρματώνει
Να ‘την πετιέται ορθή η λευτεριά
Μεσ’ των παιδιών της τα αίματα λουσμένη
σπάζοντας αλυσίδες, και λουριά
της ιστορίας τα διάσελα διαβαίνει.
Η δάφνη στην Ελλάδα πάλι ανθεί ,
σε νέους ήρωες φορεί στεφάνι,
φωνή προγόνου γίνεται κραυγή
Το χαίρε ω χαίρε λευτεριά τραγούδι κάνει.