Ανάβαση
Με τη χαρά ολάνθιστη στο πρόσωπό της
η Ειρήνη ακροβατεί
επάνω στην απόκρημνη πλαγιά.
Είναι ανηφορικό και δύσβατο
το μονοπάτι
όμως εκείνη προχωρεί
δίχως φόβο.
Και ο Αντώνης
με το βαρύ γυλιό στην πλάτη
ακολουθεί.
Βρίσκεται ήδη μεσόστρατα.
Αν χρειαστεί, γνωρίζει
τί θ’ αφήσει στην άκρη.
Κι άλλοι οδοιπόροι
πιο πίσω
διαβαίνουν με γέλια
κι αθώα πειράγματα.
Άγνωστο αν πηγαίνουν οι εκδρομείς
σε πανηγύρι Αγίου ή γάμο
σε κάποια βάπτιση ή γιορτή φίλων.
Μοιάζει σαν όλα να διαλαλούν
πως είναι η ζωή μια σπίθα
λάμψη
αστραπή
φασματικό ξέφωτο ονείρων
συντετηγμένος χρόνος
στη μακάρια γη.
Αν η καρδιά σου βρίσκεται εκεί
αξίζει
να τραγουδάς τη ζωή.
Πηνελόπη Ι. Ντουντουλάκη
Στης καρδιάς το ακρογιάλι…
Στης καρδιάς το ακρογιάλι
όνειρα για πεντοζάλι
άλλα πάνε πρίμα πρίμα
κι άλλα χάνονται τι κρίμα !
Ένα πλοίο στη γραμμή του
πόνος και έρωτας μαζί του
δεν το ξέρει που θα φθάσει
ούτε καν αν θα προφθάσει
Στης καρδιάς το ακρογιάλι
κύματα σκορπούνε ζάλη
έρωτας μες το φεγγάρι
ποιοί τον παίρνουνε χαμπάρι…
Ένα πλοίο στη γραμμή του
ήλιος σύννεφα μαζί του
δεν το ξέρει που θα φθάσει
τι φουρτούνες θα περάσει
Στης καρδιάς το ακρογιάλι
όνειρα για πεντοζάλι
άλλα πάνε πρίμα πρίμα
κι άλλα χάνονται, τι κρίμα….
Μιχάλης Παπαδερός
Γάμος στο Σηρικάρι
Σε γαμοβάφτιση προχθές, πήγα στο Σηρικάρι
κι ένα κεράκι άναψα, στ’ Οσίου μας τη χάρη.
Τρίτη φορά που βρέθηκα, σε τούτονα το τόπο,
που τον εκαθαγίασε, η πίστη των ανθρώπω.
Την πρώτη μόλις τη φορά, είχαν τεθεί οι βάσεις,
για οικοδόμηση Ναού, σε άλλες διαστάσεις.
Που αποπερατώθηκε, σε λίγο χρόνο μέσα
και τα τριγύρω του βουνά, τα γιορτινά φορέσαν.
Μα και στα Θηρανοίξια, πήγα ξανά στο μέρος,
π’ ο Νικηφόρος σαν παιδί, ζούσε χειμώνα- θέρος.
Κόσμος απ’ όλο το Ντουνιά, ήταν περμαζεμένος,
στο Κισσαμίτικο χωριό κι έφυγε μαγεμένος.
Εκεί κι ο Πατριάρχης μας, που ήρθ’ από την Πόλη,
σε τούτηνα τη μάζωξη, παρευρεθήκαν όλοι.
Μ’ από καρδιάς το ήθελα, κι άλλη να πάρω γεύση,
απ’ του Οσίου το Ναό και το γλυκό να… δέσει.
Και το κατάφερα προχθές, σε βάφτιση και γάμο
στο χώρο να παρευρεθώ και τάσιμο να κάμω.
Να ‘ρθω και τέταρτη φορά και πέμπτη στο σημείο,
όπου προσέρχονται πιστοί και κάνουνε ταμείο.
Στου Νικηφόρου του Λεπρού, το γενετήσιο τόπο,
που έγινε προσκύνημα, Χριστιανών ανθρώπω.
Εις το Ναό κι εικόνισμα, τ’ Αγίου Παϊσίου,
ο επισκέπτης που περνά, θα δει εντός «πλαισίου».
Θαρρώ ν’ ανάψ’ ένα κερί και σε αυτόν οφείλει,
που για πιστούς προσεύχεται, απ’ το πρωί ως το δείλι.
Τιμή γι’ αυτούς που είχανε, πρόσφατα την ευθύνη,
Ναός που αναγείρανε, προσκύνημα να γίνει.
Όπου συρρέουνε πιστοί, απ’ όλη την Ελλάδα
κι από το εξωτερικό κι ανάβουνε λαμπάδα.
Εννιαχωριανός
Η Μάχη της Κρήτης
Άνιση και παράδοξη μάχη εις τον Αιώνα
στην Κρήτη απάνω γίνηκε στο τιμημένο χώμα.
Στα χίλια εννιακόσια εις το σαράντα ένα
στσοι κοσιμία του Μαγιού Τετάρτη ήταν μέρα.
Πέφτουν πουλιά από παντού αρπαχτικά Γεράκια
μ’ όπλα και μπαρουτόβολα την Κρήτη για να κάψουν.
Πού πας Γεράκι του Μαγιού με τόση να βιασύνη;
Άγρυπνοι σ’ ανειμένουνε οι φρουροί τσοι Ρωμιοσύνης.
Τα χρόνια δεν λογιάζονται μουδ’ όπλα δεν μετρούνε,
μόνο ψυχές αθάνατες με πέτρες πολεμούνε.
Άντρες γυναίκες και παιδιά, γέροι και νιες βαστούνε
χέρι με χέρι, μάχουνται λεύτεροι για να ζούνε.
Άοπλοι μπαίνουν στη φωτιά με της καρδιάς τη φλόγα,
που κατακαίει τσοι τσ’ εχθρούς κι αφήνουντω τα όπλα.
Βάφτηκαν απ’ το αίμα τους οι πέτρες και το χώμα,
στο Μάλεμε το μαρτυρούν οι τάφοι τους ακόμα.
Ιφιγένεια Μπομπολάκη – Βουρδουμπά
Ίντά ’μαστε, Ιντα κάνουμε, Ίντα επιθυμούμε
Πού πάμε ίντα κάνουμε σε τουτονέ τον τόπο
ποτές δεν το σκεφτόμαστε δεν κάνουμε τον κόπο.
Ίντα ζητούμε επαδά στον τόπο απού ζιούμε;
ποιος Πλάστης δημιούργησε το σώμα που βαστούμε;
Κάθουμαι και τα σκέφτουμαι σαν είμαι μοναχός μου
πράμα δε μ’ εμποδίζει μπλιό απέναντι του κόσμου.
Όντε ξανοίγω γύρω μου μου φαίνεται πως βλέπω
ούλη τη φύση τη θωρώ και τα καλά που έχω.
Ξανοίγω, βλέπω και θωρώ βουνά, θάλασσες, δάση
μόνο εδά κατάλαβα σωστά ποιος τα ‘χει πλάσει.
Τούτος ο κόσμος που θωρώ από γενησιμιού μου
εδά που μούρχεται στο νου είναι ούλος δικός μου.
Σαν και τον κόσμο τουτονέ αλλού ποθές δεν είναι
επά μας έμπεψ’ ο Θεός κι ανέ σ’ αρέσει μείνε.
Αδέ σ’ αρέσει άστονε κι άμε να βρεις καν’ άλλο
πλούσιο πια χαρούμενο ίσως και πια μεγάλο.
Εμείς επά εμάθαμε δουλεύουμε και ζιούμε
χαιρόμαστε γλεντίζουμε και το Θεό υμνούμε.
Τον Πλάστη που μας έμπεψε και που μας ανημένει
όντε θα βαρεθούμε μπλιό φύση καταστρεμένη.
Επάχουμ’ έθιμα παλιά παράδοση βαστούμε
θα τα καλυτερέψουνε οι νιοι που θα τα βρούνε.
Τουρίστες απού έρχουνται ίσως να ξαναρθούνε,
αφού τα βρίστουν τέλεια και θα φχαριστηθούνε.
Ανέ ξανοίξουνε και δουν τσί ομορφιές του κόσμου
άρωμ’ αλλού δε βρίστουνε βασιλικού και δυόσμου.
«Μαδαρίτης»
Οι διακοπές
Τώρα, που δε δουλεύω, τα
Σαββατοκύριακα είναι πιο
γλυκά.
Είναι η ησυχία του περιβάλλοντος
χώρου, που σου θυμίζει
την έρημο.
Ο ήλιος τσουρουφλίζει την
ανθρώπινη σάρκα· οι παραλίες
γεμίζουν κι οι βουτιές
στα καταγάλανα νερά
της θάλασσας, δίνουν και
παίρνουν.
Μαζί σου ή μόνος, ζω το
καλοκαίρι στο πετσί μου.
Σαν έτοιμος από καιρό
για τη φιλοσοφία του νου
χαράζω μαζί με τον ήλιο,
και τραγουδάω σαν ερωτευμένος
της ζωής το θαύμα.
Ερωμένες, μούσες και θηλυκά
εν γένει: Ήρθε η ώρα, για
ενδοσκόπηση στο κάτοπτρο
της άμμου, που μέσα του,
καθρεφτίζεται ο εαυτός μας.
Σας ευχαριστώ πολύ όποτε και να διαβάσω κατι αναζωογονούμε αλλά και αυτοί που με ακούνε