Αχ ψεύτη κι άδικε ντουνιά…
(Αφιέρωμα για τον θάνατο του Μίκη Θεοδωράκη)
Σε τραγουδούνε τα πουλιά ήλιε βασιλεμένε
και τ’ όνομά σου προσευχή το κάμανε τ’ αηδόνια,
γιατ’ ήσουν πάντα σαν το φως, σαν πίστη και σαν πνεύμα
κι όλα στη γης σ’ αγιάσανε, σε τραγουδούν αντάμα
κι έχεις το νάμι απου ‘χουνε τση γης η γι αντρειωμένοι.
Μιαν ταχινή απου ‘λεγες τραγούδια παινεμένα
ο Χάρος σ’ ανεριάστηκε ο μαύρο καβαλάρης
κι εβγήκε απού τα πόρτεγα κι εστάθηκε στσι βίγλες
εστέλιωσε τσ’ αμάτες του κι εγριλωξάνοιξέ σε…
Ήρθε τ’ ανήμερο θεριό τση σκοτεινιάς ο δράκος
‘που γιουρουντά κατσαχωστά και δραπανοθερίζει
τση κούνιας μωροκόπελα κι άντρες μπεγεντισμένους
κι έριξε τον ψηλό δριγιά, π’ άδικο να του λάχει
κι οι κανναβοί να κάτσουνε στην κεφαλή ντ’ απάνω…
Με δίχως λόγο κι αφορμή, σου ‘σπασε τσι φτερούγες
και σ’ έβαλε στη βούργια ντου, πιστάγκωνα δεμένο
δεντρί κομμένο σύρριζα και κουρσεμένο κάστρο…
Ο Χάρος είν’ επίβουλος και κυνηγός παιγνιώτης
κι όπου κι αν πας κι όπου σταθείς, όβγορος είν’ ο τόπος
παρακατσεύγει, αντρειεύγεται και καιρομπροσκαδιάζει
κι όπως σαμέρνουν τα οζά, ούλους μασε σαμώνει…
Ποιος πρώτος και ποιος ύστερος, φαρμάκι το γραφτό μας…
Καημίς του το που θα βρεθεί εις την πορπατηξιά ντου
κι αν είναι νιος και δυνατός αϊτός, γεράκι αν είναι
τούτο τ’ αμέρωτο θεριό δεν είναι του χεριού μας…
Ήρθ’ ένας μαύρος ασκιανιός κι έκατσε στην καρδιά μας
κι εδιπλοκλείδωσέ τηνε μέσα στσι κατσιφάρες
πουλιά κι αγρίμια σύθρηνος εστέσανε στην πλάση…
Μ’ ο Χάρος κι αν ορέχτηκε τ’ ώριο πουλί απου πήρε
ιντά ‘ναι το καζάδιο ντου, ποιο ‘ναι το διάφορό ντου;
απου τ’ αηδόνι δε λαλεί σαν είν’ φυλακισμένο;
Πιάνει το λαιμουδάκι ντου στ’ ανυχοπόδαρά ντου
κι η γι εμιλιά ντου χάνεται κι η γι αναπνοιά ντου σβήνει
κοιμάται και δεν ξεξυπνά να κουζουλάνει κόσμο…
Νύχτα βαθιά, μεσάνυχτα στου Χάρου το κονάκι
και τα πουλιά που κουβαλεί, είναι φτερά – κουβάρια….
Ο πάνω κόσμος ούλος φως, κι ούλα στο φως λουσμένα
μόνο π’ ο Χάρος πορπατεί κι ούλα τα διαγουμίζει
κι αφήνει πίσω ντου πληγές, συντρίμμια και σημάδια
κι είναι τ’ αμάρτημα βαρύ, συχωρεμό δεν έχει…
Έφταξ’ η γι ώρα κι έγειρες, ήλιε λαμπρέ στη Δύση
μα τ’ αντρειωμένου ο θάνατος, θάνατος δε λογάται
Σε τραγουδούνε τα πουλιά, στση ταχινής το δρόσος
σα να μη χάθηκες ποτέ και σαν να ζεις ακόμης…
Σπουδαίοι άνθρωποι αλλά… θνητοί.
Αντωνία Μυλογιαννάκη
Στον Μίκη Θεοδωράκη
Μεγάλος ήταν μουσικός σε ούλη την Ελλάδα
Αγγέλων πήγε γειτονιά αυτή την εβδομάδα.
Τέθοιοι δεν ήτονε πολλοί που μουσική τιμούσαν
πολλοί θνητοί στο διάβα τους ούλοι τον χαιρετούσαν.
Κάμποσα χρόνια στη βουλή ετίμησε το Έθνος
σύνολο θα τον σέβεται τουλάχιστο ένα έτος.
Σημαία μας μεσίστια θα είναι τρεις ημέρες
τραγούδια του θα παίζουνε αιώνια φλογέρες.
Ετσά προσωπικότητα που γνώρισε ο τόπος
δεν φεύγει, δεν ξεχνιέται μπλιο σα δεν υπάρχει τρόπος.
Στη Χίο εγεννήθηκε στο Γαλατά ‘χε σπίτι
το χάρισε στο δήμο μας πράμα να μην του λείπει.
Καταγωγή από Εννιά Χωριά φτωχά Κισσάμου
ούλο τον κόσμο τίμησε, δόξασε τη γενιά ντου.
Το έργο απου έκαμε επέτυχε και μένει
η δόξα εξεπέρασε ούλη την Οικουμένη.
Ήταν τρανός στη σύνθεση φίλος με τσι αθρώπους
θα μένει αιώνες ζηλευτός έκαμε τόσους κόπους.
Ακρόπολη τση μουσικής μερκοί τον ονομάσαν
κι όσοι πιστεύουνε σ’ αυτό πολύ τονε θαυμάσαν.
Θέατρα τον γνωρίσανε τραγουδιστές μεγάλοι
πια θαυμαστός παγκόσμια θαρρώ δε θάρθει πάλι.
Ετσά λεβέντες βγάνουμε σε τουτηνέ τη χώρα
που βγαίνουνε απου γενιές πουν’ φημισμένες τώρα.
Ο Μίκης μόλις έφυγε στα ενενήντα έξι
ελπίζουμε η νια γενιά έργο ντου να προσέξει.
Μαδαρίτης
Για τα Μαθητικά χρόνια
Τα χρόνια τα μαθητικά
Ανέμελα περνουνε.
Για αυτό και μεγαλώνοντας
Όλοι τα νοσταλγουνε.
Κάθε Σεπτέμβρη έπαιρνα
Την σάκα μου στο χέρι.
Την Αλφαβήτα διάβαζα
Μήπως γινω ξεφτερι.
Αρχαία και Λατινικά
Άλγεβρα και Χημεία.
Και στα διαγωνίσματα
Σκονακια στα θρανία.
Την ώρα του διαλείμματος
Κυνηγητό και μπάλα.
Και σκανταλιές αν κάναμε
Μας μάλωνε η δασκάλα.
Μακάρι να γινόμασταν
Όλοι ξανά κοπέλια.
Και στου σχολείου την αυλή.
Να παίζαμε με γέλια.
Νεκταρία Θεοδωρογλάκη
Νεανικός έρωτας
Δέρμα νεανικό σφριγηλό· στο διάλειμμα
που την είδα, μου θύμισε την Ήρα.
Της μίλησα και μου μίλησε.
Φιλόλογος με ατσάλινα νεύρα, σε
παιδιά με ιδιαιτερότητες μεμονωμένες.
Εκεί, στο σχολείο, με ύφος σοβαρό και προβληματισμένο.
Ξέρω λίγα πράγματα γι’ αυτήν
κι όμως το σώμα μου, την έχει ερωτευτεί.
Το πνεύμα, για άλλη μια φορά θα με σταματήσει
και ‘γω θα σταθώ προσοχή.
Η Εύη· με όνομα ανθοφόρο και φόντο μαθητικό.
Εκτιμάω ότι θα τη δω στο παλιό
λιμάνι, με ή δίχως σύντροφο.
Θα δοθεί, στο χώρο του αοράτου
σ’ αυτόν που ο Θεός όρισε, ενώ
εγώ θα διαβάζω αδιάκοπα, μιμούμενος
τον σοφό και ενάρετο κληρικό, που
τώρα, κατοικεί στον ουρανό και
απολαμβάνει τις χαρές της αιωνίου ζωής.
Στυλιανός Γ. Ξενάκης
Έκθεση ζωγραφικής στην Κατρέ
Σε χώρο καταπληκτικό και υπερυψωμένο
μια έκθεση ζωγραφικής σ’ αφήνει μαγεμένο.
Ένα χαμάμ εις την Κατρέ εις την παλιά μας πόλη
γνωστή μας καλλιτέχνιδα, το ‘κανε… περιβόλι
Έκθεση «Μνήμης παιχνιδιών», Χριστίνης Κανιτσάκη
μ’ ένα παλιάτσο κουρδιστό και κούκλες και τρενάκι.
Αντίκες αυτοκίνητα, θωρείς που σου θυμίζουν
μια εποχή που πέρασε κι απόλαυση χαρίζουν.
Εν’ αλογάκι που κουνά, καρουζέλ κι ένα πλοίο
έργα της καλλιτέχνιδας, γεμάτα μεγαλείο.
Σε ταξιδεύουν σε παλιές εικόνες με τη σκέψη
και δίνουνε την αφορμή οπίσω για να τρέξει.
Σε περασμένες εποχές σε χρόνια που ‘χουν φύγει
και αναμνήσεις παιδικές ξυπνούν που φέρνουν ρίγη.
Η τέχνη της μοναδική στο να αποτυπώνει
την κάθε λεπτομέρεια χωρίς να αλλοιώνει.
Εκείνο που αισθάνεται και θέλει ν’ αποδώσει
μπορεί με το πινέλο της ατόφιο να το δώσει.
Για ν’ απομείνουν ζωντανά τα παιδικά παιχνίδια
εις τις επόμενες γενιές τση νιότης τα στολίδια.
Δεν είμ’ εγώ ο ειδικός που θ’ αξιολογήσω
μια έκθεση ζωγραφικής κι ούτε θα προσπαθήσω.
Διαπιστώσεις μοναχά σ’ αυτή τη ρίμα γράφω
που ‘καν’ ιδίοις όμμασι κι είδα και τη ζωγράφο.
Αθάνατος Ειπα ξανά θα μείνει πάντα μες στις καρδιές μας και είμαστε πολύ περήφανοι μάς άφησε πάρα πολλά όμορφα πράγματα δεν θα τον ξεχάσουμε ποτέ