Αστυφιλία
Ψάχνω να βρω τι να’ ναι αυτό
π’ όλους στην πόλη φέρνει
κι όλο κι αδειάζουν τα χωριά
ρημάζει κάθε γειτονιά
και κάθε χρόνος που περνά
φθοράς σημάδια σπέρνει.
Που’ ναι οι πιο παλιοί καιροί
σ΄ αυτά που κατοικούσαν
πλήθος ανθρώποι της δουλειάς
και της αγνής παληκαριάς
και σαν κυψέλη ζωντανή
ανθρώπινη, βοούσαν!
Τάχα, την εύκολη ζωή
όλοι ν’ αναζητούνε
κάθε αγαθό της Εποχής
τούτης της Τεχνολογικής
που μες στην πόλη θα τα βρεις
να θέλουν να γενούνε;
Κι αν είναι τόσα τα καλά
οπού’ χει κάθε πόλη,
σα θα ρημάξουν τα χωριά
η γη σα πάψει να γεννά
και τ’ αγαθά της σα χαθούν,
τι θ’ απογίνουμ’ όλοι;
Ελισάβετ Διαμαντάκη – Κωνσταντουδάκη
Λαογραφικά – ριζίτικο παλιό
– Γιώργη γιάντα ‘σαι αράθυμος, Γιώργη γιάντα μαλώνεις;
– Πώς να μην είμαι αράθυμος και πώς να μη μαλώνω;
ολημερνίς στο μπόλεμο κι ουλονυχτίς στη βίγλα
και μια φορά τσ’ αγάπης μου το χρόνο μιαν ημέρα.
Παιδιά δε κράζουν οι πετεινοί, παιδιά δε ξημερώνει
να κατεβώ στο μπόλεμο να πολεμήσω πάλι.
Μαντινάδα
Όποιος στο κόσμο γεννηθεί ως ότου να γεράσει
μπονάτσες και κακοκαιριές και μπόρες θα περάσει.
Τραγούδα του Βέργα – Ρίμα
Στη μπέρα μπάντα του Μοχού μ’ έχουν χορό στεμένο
και στην εμπρός μερέ βαστά ο Βέργας ο καημένος.
Κι όξαποπίσω έπιασε ο γιος τω Γιαννιτσάρω
απομονάρης των αντρώς και τω παληκαράδω.
Κι όξαποπίσω έπιασε ο Γιασεμής τση Κρήτης
ο Κόρκακας κι ο Μαστραχάς που ‘σανε δυο στη Κρήτη.
Κι όξαποπίσω έπιασε ο Καπετάν Κακούρης
κι ομόρφησέ ντο το χορός και φανερώνε πούρι.
Κι όξαποπίσω έπιασε ο Καπετάν Ρουμάνος
κι ομόρφησέ ντο το χορός σαν να τα ‘ναι γάμος.
Κι όξαποπίσω έπιασε ο Μανουσαναγνώστης
που ‘τανε πρώτος στα Σφακιά στην ακριβή ντου νιότη.
Ο Ριζίτης Μ.Τ.
Απλά και καθαρά
Απλά και καθαρά
βάδισε πάνω στο δρόμο τον αφτιασίδωτο,
κείνον που χάραξαν τα πέλματα
κάποιας ισόβιας περιπλάνησης.
Κράτησε το νήμα της σκέψης
δίχως να χαθείς στο λαβύρινθο
της περίσπασης.
Πάντα εκεί θα υπάρχει κάποιος Μινώταυρος
χρισμένος φρουρός της όποιας ισχύος
ταγμένος να συντηρεί φόβους και μύθους
ακλόνητος εκπρόσωπος της ματαιότητας
αδρά αμοιβόμενος με αντίτιμο την απόλυτη μοναξιά.
Απλά και καθαρά
απόριψε τα προσωπεία της αλλοτρίωσης
απεκδύσου το κέλυφος της αυταπάτης
αναπαύσου στα καθάρια σχήματα των οριζόντων.
Τότε θα δεις
τη θάλασσα να κρατά την ανάσα της
τα πετεινά να τολμούν τις πιο ριψοκίνδυνες πτήσεις
τις λυγαριές να υπόσχονται Χριστούγεννα
καθώς θα ηχούν χαρμόσυνα τα “ωσαννά”
της Πλάσης που είχες πριν απολησμονήσει.
Αγκάλιασε τη στιγμή
το πιο μεγάλο δώρο
-μόνο για σένα.
Πηνελόπη Ι. Ντουντουλάκη
Η Αμοργός
Η θάλασσα του Αιγαίου που μέσα της
καθρεφτίζεται ο εαυτός μου.
Πίνω τα κρυστάλλινα νερά της Αμοργού
και ξεδιψάω με τα θελκτικά κορίτσια της.
Μου δόθηκε το θαύμα της,λεηλάτησε
την καρδιά μου και ξύπνησε τον έρωτά μου
για το γυναικείο σώμα.
Ταξίδι οι γάμπες κι οι κοπέλες
ζούν τον έρωτά τους.
Τα πνευμόνια μου φουσκωμένα και
οι κρουνοί της θάλασσας ζωγραφίζουν
την σερβιτόρα και το κορίτσι
που φλέρταρε με τα μάτια μου
στο μπαρ του νησιού.
Τώρα,θα ζήσω τον Χειμώνα
με μια γλυκιά ανάμνηση μες στην ψυχή.
Καλοκαίρι 2011* μη με ξεχάσεις
γιατί δε θα σε ξεχάσω ούτ’ εγώ.
Στυλιανός Γ. Ξενάκης
Παιγνίδια με τον κορωνοϊό
Πρόσφατα βλέπουμε κι εδώ, του κορωνοϊού παιγνίδια,
να γίνονται χωρίς φειδώ, καθημερινώς τα ίδια.
Και κινδυνεύουν τα Χανιά κι η Κρήτ’ απ’ ‘άκρη σ’άκρη,
να μην ανοίξουνε πανιά, μαύρο να τρέξει δάκρυ.
Να χάσουμε τα «όβολα», για μια χρονιά ακόμα,
να παίζουμε πεντόβολα, μ’ αραχνιασμένο στόμα.
Για τούτονα χρειάζεται, ομοψυχία πλήρης,
καθείς να συνεργάζεται, να μη βρεθεί κλινήρης.
Να μάθει με τον κορωνοϊό, παιγνίδια να μη παίζει,
γιατί τη κόρη και το νιό, εκείνος περιπαίζει.
Εννιαχωριανός
Διαλεγμένα ένα ένα