«Επίκτητη φτώχεια» (Το χρονικό)
Ολοκάθαρα θυμάμαι σαν και τώρα,
όπως εγώ και εσύ γεννήθηκες γυμνός.
Στην πορεία σου προσφέραν πολλά δώρα.
Μα’ γω παρέμεινα, πεισματικά αγνός.
Απ’ το σύμπαν ένας ήλιος πυρωμένος,
για όλους είχε και από λίγη θαλπωρή.
Της απληστίας σου, με σκίασε το μένος
κι ακόμη ψάχνει χαραμάδα να χωρεί.
Και οι βάσεις, για καλά έχουνε πέσει.
Οι ευκαιρίες, σου δόθηκαν πολλές.
Κανείς δε βρέθηκε όρια να θέσει,
ν’ αναστρέψει τις δουλειές σου τις θολές.
Η νέα μέρα, για σένανε ξυπνούσε.
Εδραιώθηκε η τόση διαφορά.
Ό,τι απέκτησες, λες πως δικαιούσαι.
Κι εγώ εισέπραττα, την άνυδρη σπορά.
Τον κόσμο, ό,τι γυαλίζει τον μαγεύει.
Εξελέγης της καρδιάς του ο εκλεκτός.
Απλόχερα, με καμάρι σε παινεύει
κι εγώ παρέμεινα, ερμητικά εκτός.
Και ξαφνικά, δε γεννιόμαστε το ίδιο.
Οι απόγονοι οι δικοί μου, είν’ γυμνοί.
Οι δικοί, απόκτησαν μπλε γονίδιο
και όλος ο κόσμος, το χρήμα σου υμνεί.
Επιδόματα για φτώχεια τώρα παίρνω.
Λίγα κουπόνια προσφοράς για φαγητό.
Ανεργίας την ντροπή, στους ώμους φέρνω
και με σκυμμένο το κεφάλι τα ζητώ.
Πως να ορθώσω κορμί κουρελιασμένο;
Με μια ελπίδα προδομένη, να θρηνεί.
Στο περιθώριο να μ’ έχουνε δεμένο.
Κι η ζωή μου, σα να εκτίω, μια ποινή.
Μαίρη Κουτρούλη
Στην ουσία
Μάτια μου, αγαπημένα
ολόγλυκα χαριτωμένα
και ποτέ σας, νικημένα
τη καρδιά πως να γλιτώσω;
Ετρελάνατε την τόσο
ολονύχτια μανία
επιασέ με αγρυπνία
από σένανε κρατιέμαι
αποτυγχάνω ή κινιέμαι.
Δώσ’ μου λίγη σημασία
να πάρω σα δέντρο
πάνω στην ουσία.
Πόσα άτυχη περνάς
Μάτια μου, αγαπημένα
ενοχλιόμουν προ πολλού
και η σκέψη η δική μου
κάπως πήγαινε άλλο.
Όμως είναι αμαρτία
δίχως λόγο να ξεσπώ
στη δική μου αγαπημένη,
μη καταλαβαίνων πως;
Ν’ άρχονται άλλα στο μυαλό μου
ασφαλώς σατανικά…
και να φταίω, που δεν έχω, πια φερσίματα γλυκά.
Δε τα θέλει ο εαυτός μας
αλλά και κάθε ψυχή
χωρίς χαρίσματα ……. άδεια,
η δική μου τακτική.
Δ’ εξετάζει το μυαλό μας
όμορφα το κάθε τι,
κατανοώντας να πονάει
όμως γι’ αυτό γιατί;
Ω γλυκιά μου, αγαπημένη, πόσα άτυχη περνάς
ο άσχημος ο εαυτός μου, τόσο να σε τυραννά.
Θέμα ανοιχθή σοβαρά
Πως να μη δώσω σημασία
στη πιο όμορφη απ’ το χωριό
Μέλι χει ……ουσία
Με συμπαθεί και κείνη, προχωρώ.
Διστάζω τα κακά τα μάτια,
δ’ επιθυμώ να μας σε βρουν…
Τάζ……, πλούτη και παλάτια
δεν χωρισμένους να μας δουν
Ποιος να’ χει τους, εμπιστοσύνη
που σ’ άλλους κόψαν τη χαρά
ουδείς σ’ αυτούς αγιοκλίνει
θέματα ανοίχθησαν σοβαρά.
Με στολίζει
Με στολίζει εκεί το λουλούδι
ο πραγματικός π είναι χρυσός
δ’ έχει εμπορική τιμή και άλλα
ένα γνήσιο, ένα όμορφο δοσμένο μ’ ένα, εαυτό.
Εμπρός;
Απ΄ τα σίδερα προβάλει
σίδερα, της φυλακής.
Άλλη αγάπη; Είναι άλλη;
Δ’ είν’ η εικόνα της γλυκή.
Και μαύρο συννεφιασμένη.
Αχ εβγαίνει και καπνός.
Αδικία φορτωμένη
εις αυτήν να πούμε, εμπρός;
Αγάπη συμπτωματική
βεβαίως και υπάρχει…
ολίγος χρόνος τη δημιουργεί
απ΄ τα χαρίσματα εστεύφθη.
Ουδείς επούλησε ποτέ
‘υτά τα χαρίσματά του.
‘Υτή είναι ψυχή και άρωμα
δι…………, κοντά τους.
Άλλον αγάπαγες, γι’ αυτό
σκεφτείς να καταστρώσεις,
σχέδιο, τη χαριστική,
βολή για να με δώσεις.
Δεν σ’ ένοιαξε ότι να συμβεί
εάν θα πάρω πόνο.
Συ να μη πάθεις, αγάπης ζημιά
να γειά, φείχαμε μόνο.
Εγώ σε εκαμάρωνα
ήθελε, η καρδιά προσβάσεις…
Μα από τη πρώτη τη στιγμή
πολλά φθύς είχε χάσει.
Δώστε στο γέρο μερακλή
ολίγη σημασία
γιατί παραπονεύεται
και σας κρατεί κακία.
Θέλει ο παππούλης στο χορό
τα νιάτα να ‘χουν κέφι
και να πυκνώνουν τον, εκεί
καθώς διαρκεί το γλέντι.
Ποτέ του γέρου μερακλή
εσείς μη τη χαλάτε…
Τη διάθεση του δυστυχή
με τα νερά του, πάτε.
Κι’ ακόμη κι αν σηκώσει σας
ετούτος με, το ζόρι
θέλει προπάντων, εύσημο
και γρήγορο τ’ αγόρι.
Μη τον αφήσετε αυτού…
αποτυχών σ’ αυτά τα σχέδιά του.
Ας πάρει κείνου, μια φορά χαρά
έπειτα η καρδιά του.
Εκτίμηση και σεβασμό
θέλει του, η ηλικία
μη η συνάντηση αυτή
εικόνα πάρει πρικία.
Νίκος Ι. Φιλιππάκης
Λευκή αγάπη
Εσύ και εγώ ποτέ δεν ξεπεράσαμε
τα σύνορα της πιο αγνής αγάπης.
Σ’ όλο το δρόμο μέχρι εδώ που φτάσαμε,
κάτασπρα παραμείναν τα φτερά της.
Να την αγγίσει ρύπος δεν αφήσαμε
της ομορφιάς της τ’ άνθος μη μαράνει.
Ξεχωριστή στο χρόνο την κρατήσαμε
για τούτο και δε λέει να πεθάνει!
Από τα βάθη της ψυχής μας έρχεται
και πάντα η ψυχή την παροτρύνει
τα χαμηλά να μην τα καταδέχεται
μα στο ύψος που την έταξε να μείνει.
Για μας εκείνο της ψυχής το πρόσταγμα
έγινε φωτεινός σηματοδότης
και η αγάπη μας, -γλυκό ψυχής απόσταγμα-
δεν έχασε το χρώμα το λευκό της.
Και όσο ακόμα εδώ στη Γη θα μείνουμε
διαβάτες κι οδοιπόροι αποσταμένοι,
μες του καιρού τις «πάχνες» κι αν βαδίζουμε
λευκή και πανωραία θε να μένει!
Ελισάβετ Διαμαντάκη – Κωνσταντουδάκη
Εάν
Εάν βασίλευε παντού επάνω στον πλανήτη,
ειρήνη και ομόνοια, χωρίς να ανοίγει μύτη.
Εάν δεν ήθελε κανείς, κακό ανθρώπου άλλου,
και αυτό μεταλαμπάδευε, δίκην καλού δασκάλου.
Εάν άνθρωποι και λαοί, είχανε εμπεδώσει
πως η αγάπη μοναχά είναι φαρμάκου δόση.
Εάν καθένας έβλεπε, τ’ άλλου ην δυστυχία,
με πλήρη κατανόηση και μεγαλοψυχία.
Εάν στο πόνο του ενός, υπέφερε κι ο άλλος,
σαν φίλος του πραγματικός και ο αδερφός μεγάλος.
Εάν από τον κόσμο μας, έλειπε η κακιά
κ’ ήτανε λέξη άγνωστη για μας η αδικία.
Εάν απ’ το υστέρημά και στον πλησίον δίνεις
και νηστικό ουδέποτε και μόνο δεν αφήνεις.
Εάν τον μόνο κι έρημο, τον έχει στο πλευρό σου
και τον προσέχεις ακριβώς, όπως και τον δικό σου.
Όλος ο κόσμος θα ‘τανε, ολάνθιστο περβόλι,
που μέσα στις αγκάλες του, θα εχωρούσαν όλοι.
Θα ‘μοιαζε κήπος της Εδέμ, τότε η ανθρωπότης
και ο καθένας του Χριστού θα ήταν στρατιώτης.
Εννιαχωριανός
Με αφορμή τα κορίτσια του μεγάλου ποιητή
Τα κορίτσια μου τα ‘δωσε το Αιγαίο·
τα λικνίσματά τους, τις φωνούλες τους
τα στήθη, τα μαλλιά και τις γάμπες.
Θα γίνω ασκητής του φύλου τους
σε σπηλιές παραδεισένιες, με σταλακτίτες
και σταλαγμίτες.
Θα προσεύχομαι, θα νηστεύω και
θα εκκλησιάζομαι, για να ‘ναι
η ένωσή μας ιερή και το φεγγάρι
να δακρύζει κάθε ξημέρωμα
που ο ήλιος θα μας βρίσκει γυμνούς
στις παραλίες των ονείρων μας.
Έτσι, τα καλοκαίρια θα περνούν αργά
κι οι χειμώνες γρήγορα.
Τα κορίτσια δε μού τα ‘δωσε η Αθήνα·
τα κορίτσια μού τα ‘δωσε το Αιγαίο.