Οι δύο ποθητές ημέρες
Μια εβδομάδα μες στην εβδομάδα:
Το Σαββατοκύριακο.
Εκεί που ο κάματος γίνεται χαρά κι οι
άνθρωποι ονειροπολούν και ερωτεύονται
το υγρό στοιχείο.
Σήματα μορς,τηλεπικοινωνιακά δίκτυα,modem,
υπολογιστές και σκληροί δίσκοι.
Βαφτίζονται ήρωες οι παιδαγωγοί, ξεκουράζονται κι
ετοιμάζονται με νου γεροντικό, να γίνουν έφηβοι ξανά.
Τα παιδιά συμμετέχουν στο παιχνίδι της διδασκαλίας,
μαδούν τις μαργαρίτες,ερωτεύονται τις ανεμώνες.
Οι μαύρες τουλίπες στέλνουν ηχητικά μηνύματα και
προετοιμάζουν,μαζί και προβοκάρουν,την επανάσταση.
Όταν η σχολική χρονιά τελειώσει,
το καλοκαίρι θα ‘ρθει πάλι
αμείλικτο,για να μαρτυρήσει
πως ο δρόμος της κάθε οντολογικής
ύπαρξης,περνάει πρώτα απ’τον έρωτα.
Στυλιανός Γ. Ξενάκης
Κλειδοκράτορες
Λες και γεννήθηκαν ή μυήθηκαν για το σκοπό αυτό:
να οσμίζονται πού μπορεί να υπάρχει κάποιο κλειδί.
Τότε βγαίνουν από τις υποχθόνιες κρύπτες τους
για να το αποκτήσουν
έστω αρπάζοντάς το στον αέρα,
όπως οι ανύπαντρες κόρες
κάποτε άρπαζαν την ανθοδέσμη
που πετούσε πίσω της η νύφη
-μόνο που, εκείνοι δεν αναζητούν τη θαλπωρή μιας ελπίδας,
αλλά τη βέβαιη διασφάλιση κάποιας πρόσβασης
σε όποια μορφή εξουσίας.
Πάντοτε θλιβεροί
καθώς δεν έχουν αληθινά μοχθήσει
ούτε διαθέτουν τις αρετές εκείνες
που θα διασφάλιζαν τη χρήση των κλειδιών
για το σκοπό που κάποιος τα έταξε να υπάρξουν.
Ατάλαντοι, ασυναίσθητοι,
αμέτρητοι κλειδοκράτορες
γεννήτορες μιας ειδικής συνομοταξίας
σπεύδουν να γίνουν αντιληπτοί με κάθε τρόπο
αναζητούν τις όποιες φωταψίες
αφήνοντας την τελευταία φρυκτωρία
στα νυχτωμένα ύψη
να εκπέμπει κρίσιμα μηνύματα
προορισμένα, όμως, να αγνοηθούν.
Πηνελόπη Ι. Ντουντουλάκη
Στον Ήρωα του Μακεδονικού αγώνα Ηλία Χειλαδάκη
από Στράτους Σελίνου
Ένα πουλί κελαϊδούνε στου Στράτους.
Εκ τη Βρύση για ένα Ανδριομένο ίλεγε.
Το Λία Χειλαδάκη τους Βούλγαρους,
πολέμησε εις τη Μακεδονία δίπλα στο Παύλο τον Μελά.
Όποιος φοβάται τη φωθιά τση Μωάλας,
το Ντουμάνι αφήνει την Πατρίδαν του
και του ντη παίρνουν άλλοι.
Γραμμένο από τον Μιχάλη Κασσελάκη – Κάντανος.
Ας είναι αιωνία η μνήμη και των δυο.
Οι δύο αντίμαχοι
Ζωή και θάνατος στη Γη, σ’ αιώνια είναι αμάχη
χωρίς ο ένας να μπορεί, τον άλλο να νικήσει.
Δίχως πολέμου ταραχή, δίχως καπνό κι αντάρα
σιωπηλά παλεύουνε στο πέρασμα του χρόνου
και σιωπηλά μοιράζονται τις νίκες και τις ήττες.
Γελά η Ζωή όταν νικά, δακρύζει όταν νικιέται
μα το πικρό το δάκρυ της, ο χρόνος το στεγνώνει…
Ο θάνατος μήτε γελά, μα μήτε και δεν κλαίει·
ατάραχος και σιωπηλός τις ήττες του υπομένει
και τις πολλές τις νίκες του, κι αυτές τις προσπερνάει…
Όμως κι οι δυο τους μυστικά, το τέλος του πολέμου
δεν παύουν να ονειρεύονται, τη τελευταία νίκη
θα κρίνει ποιος από τους δυο αιώνιους αντιπάλους
το φωτεινό ή σκοτεινό, θα υψώσει λάβαρό του
στης Γης την πιο ψηλή κορφή, μονάχο ν’ ανεμίζει!
Ελισάβετ Διαμαντάκη – Κωνσταντουδάκη
Μεθύστε με τ’ αθάνατο
κρασί του εικοσιένα
Στην άβυσσο μιας σκοτεινής ψυχρής νύχτας του κόσμου
Ερίζωσε και βλάστησε το πράσινο του δυόσμου
Ίσαμε τον αστεροειδή της λάμπας πετρελαίου
Στρόφαλο, στο παράθυρο μιας κόχης του Αιγαίου.
Έξαφνα απλώνει ροδαμούς στης θάλασσας τα πάθη,
Λάμνοντας ολοστρόγγυλο το φέγγος του στα βάθη,
Λικνίζοντας ναυάγια σε βυθισμένον ύπνο,
Ήσκιους στην άμμο κι όνειρα που αλώθηκαν στον ξύπνο.
Νεφέλες σμίγουν με το φως το αμυδρό στα τζάμια
Ενώ στα ουράνια σέρνουνται νήματα και πλοκάμια,
Συστρέφεται το πέλαγο στ’ αρχοντικού τον βράχο,
Μαίνεται και λυσσομανά. Το σπιτικό μονάχο,
Έρμαιο κι εφτασφράγιστο φαντάζει. Μα εντός του
Θλίψη και θρήνος, βιβλία παντού: ο αφεντικός του.
Ύστερα η πένα, το χαρτί, το χέρι κι η αφή τους
Σμιλεύοντας η τέχνη τους, τέχνη, του ποιητή τους,
Τορνεύοντας Ιαμβικά της Μάχης των Τιτάνων,
Εκεί, ωστόσο, μια σιωπή κραυγάζει: «Των Τυράννων!»
Μεμιάς στοιχειώνει το χαρτί, σαλεύει και μακραίνει
Έρπει ως το παράθυρο, το σπρώχνει, το κραδαίνει,
Τ’ ανοίγει… πέφτει στο κενό των στίχων του το αίμα
Ακροβατώντας στα νερά, του Άλλοτε ένα πνεύμα.
Θύμησες θρύψαλα κι ανθοί της μνήμης προσεγγίζουν
Ανάβοντας μικρούς πυρσούς και τα χαρτιά θροΐζουν.
Νερά ξεχύνεται η γραφή δίχως ήχον κανένα
Αργανασαίνοντας σιωπή και πένθη ιστορισμένα.
«Τι ‘ναι θανή; Τι λευτεριά; Και τι τ’ ανάμεσό τους;
Ολάνθιστο το πέλαγο νεκρούς κι εγώ εμπρός τους.»
Κρυφά ψελλίζει ο ποιητής κι ας μην ακούει κανένας
Ριγμένος σ’ άγριο πέταγμα στο φτέρουγο της πείνας.
Απάνου εκεί απότομα τελείωνει το φυτίλι·
Σβήνει η λάμπα. Ο γέροντας κοιτά προς το καντήλι
Ίσια πηγαίνοντας στο φως. «Ίτε παίδες Ελλήνων…»
Τώρα αντηχούν κάπου μακρυά, τραγούδια
των Σειρήνων,
Οι Αρμονίες, οι Ρυθμοί κι οι Τρόποι του ονείρου
Υψώνοντας τον κόσμο τους στα δάχτυλα του Ομήρου.
Εκεί ψηλά που κατοικείς, παιδί μου αγαπημένο,
Ίσως οι αρχαίοι μας θεοί να το κρατούν κρυμμένο,
Καλά, πέρα από εμφύλιους, μισή εθνικά και λάθη
Ολάκερο το νόημα της Λευτεριάς που εχάθη.
Σκλάβος ποτέ δεν θα γενώ, του Ράιχ, του Κανένα,
Ιερουργών του Σατανά σε Μάρμαρα κλεμμένα.
Έτσι το γράψανοι θεοί στη Γη τους: να ‘ναι Αιώνια,
Νεκρός κι εγ’ω να καρτερώ τη Λευτεριά στ’ Αλώνια,
Αυτό το λόγο θα σας πω, δεν έχω άλλον κανένα.