Δεν το περίμενα
Δεν το περίμενα φίλη παλιά, να με θυμάσαι ακόμα
μήτε πως κράταγες τα γράμματα, που ‘χες ανοίξει τώρα
και τα διαβάζεις πάλι απ’ την αρχή, λόγια τ’ανέμου αλήθεια! –
μα να π’ ο άνεμος δεν μπόρεσε να τα κατασκορπίσει
και ζωντανεύουν ακόμα τη φωνή, που σου μιλούσε τότε.
Ό,τι σου λένε -ας πέρασε καιρός!- ολόιδιο απομένει.
Ίδια η φωνή, ψυχή, καρδιά ο μέσα κόσμος ίδιος
μα ο έξω που τα μάτια μας θωρούν, γοργόφτερο διαβαίνει
και εμείς δεν είμαστε ψηλά βουνά, που χρόνος δεν τ’ αγγίζει
να βλέπουμε τις μέρες που παίρνουν ήλιοπεριχυμένες
δίχως να μας σκοτώνει την χαρά, το δείλι που σιμώνει…
Αλλ’ ας τ’ αφήσουμε στην άκρη αυτό, τάχα πως δεν υπάρχει! –
για να μπορούμε – όπως άλλοτε- μακριάσθε να μιλάμε
για όλα της πολύπαθής μας Γης, τ’ άσχημα και τα ωραία.
Για το «σκοτάδι» που δε σταματά, να ελέγχει τη ζωή μας
για τις ελπίδες που φυλλορροούν και χάνονται ολοένα
για την ειρήνη π’ ασταμάτητα την κυνηγούν οι λύκοι
για τα ορφανά που παραπλήθυναν και τ’ άλλα που πεθαίνουν
για τους ξεριζωμένους όπου γης, για το κακό π’ αυξαίνει…
Αλλά και για το πνεύμα που μοχθεί, ψηλά να μας σηκώνει
τους ώριους του να δρέπουμε ανθούς, που τη ζωή ομορφαίνουν
κι απ’ του καιρού την όποια σκοτεινιά, έξω στο φως την βγάζουν!
Εκεί π’ αγγίζει ο Άνθρωπος να ζει…
Ελισάβετ Διαμαντάκη – Κωνσταντουδάκη
Τεκμήρια πλούτου
Στη χώρα μας τεκμήριο, λογίζεται του πλούτου,
η ύπαρξη πολλών παιδιών και προφυλάγ’ εκ τούτου.
Ρύθμισε την απόλαυση, και πρώτιστα θυμήσου,
πως όταν έχεις αρκετά , στη ψάθα θα σ’ αφήσουν.
Ανάλογα με τα παιδιά, καταλογίζουν φόρους
και θα πληρώνεις πιο πολλούς κι απ΄ τους μεγαλεμπόρους.
Που κάνουν ένα, βία δυό, μα’ χουν μεγάλα κέρδη,
και τα στερεύουνε μετά, όπως καθένας ξεύρει.
Μα οι φτωχοί που κάνουνε, μισή ντουζίνα ίσως,
πληρώνουν φόρους με ουρά, σ’ αυτούς ξεσπά το μίσος.
Πρόβλημα δημοσιογραφικό, η χώρα μπορεί να ‘χει
μα οι κρατούντες τ’ αγνοούν και στέκονται σαν βράχοι.
Νόμους θεσπίζουν πάντοτε, που ευνοούν τον πλούτο
και μεταξύ τους χαίρονται τον ψεύτη κόσμο τούτο.
Αυξάνεσθαι πληθύνεσθαι, είπ’ ο Θεός τ’ ανθρώπου
και κατακυριεύσατε, του Γήινου μετώπου.
Όμως οι πλουτοκράτορες, έχουνε βλέψεις άλλες
και σε Κυρίου εντολές, δεν κάνουνε… σπατάλες.
Η παγκοσμιοποίηση κι η συλλογή του πλούτου,
είναι αιτία του κακού κι έγινε επί τούτου.
Ο Μαμωνάς του χρήματος, μας έχει κυριεύσει,
μα δεν πιστεύω τελικά, πως το γλυκό θα … δέσει.
Γιατί ο Παντοδύναμος, κάποτε θ’ αντιδράσει
και σε ενέργεια θα μπουν και σκούπα και φαράσι.
Εννιαχωριανός
Σίσυφος
Πολλοί ελεεινολόγησαν τον Σίσυφο
που καταδικάστηκε να επιβεβαιώνει τη ματαιότητα
την οποία ο ίδιος είχε απορρίψει.
Κάποιοι δεν έπαψαν να αναρωτιούνται
αν αυτή η απόληξη εκφράζει
τη μοίρα του ανθρώπου
ή και ολάκερης της ανθρωπότητας.
Αλλά εκείνος,
νοσταλγός των υδάτων
και γνώστης μιας άβατης αλήθειας,
περήφανα αποδέχτηκε το τίμημα
για την ασέβειά του.
Ολημερνίς ιδρωκοπώντας ωθούσε τον πελώριο βράχο προς τα πάνω
δίχως να κατορθώνει να κάνει τον πέτρινο όγκο
να υπερβεί την κορυφή του βουνού
για να μπορέσει να κυλίσει πέρα.
Η κορυφή,
εκείνο το οξύαιχμο άκρο
που προανάγγελε την περαίωση των βασάνων του,
παράλληλα εμπόδιζε την επικύρωσή της.
καθώς ο βράχος πάλι κατηφόριζε
στο σημείο εκκίνησης.
Η δύναμη και η περηφάνια
ενός δεινού αντίπαλου των ρόλων
που είχε εννοήσει
την εφήμερη φύση του ανθρώπου
τον καθιστούσαν πράγματι ευτυχή
-ίσως διότι αντιμαχόταν με περίσιο σθένος
την ουσιώδη έννοια της φθοράς-
ενώ εμείς οι άλλοι
ακόμα σήμερα διαπορούμε πώς
ένας αρνητής της ψευδαίσθησης
εντάσσεται στον απόλυτο παραλογισμό
και κατορθώνει να διατηρεί αλώβητη
την απάθειά του.
Πηνελόπη Ι. Ντουντουλάκη
Στο δέντρο
Στο δέντρο που ανταμώναμε και όρκο στο φεγγάρι
αγκαλιασμένοι δίναμε για μια αιώνια αγάπη,
τώρα σαν σκιάχτρο φαίνεται και σαν ξερό κουφάρι
γιατί ψεύτικα ήταν τα δάκρυα σου και γίνανε δρολάπι.
Ξεράθηκαν οι ρίζες του απ’ τα πικρά μου δάκρυα,
δεν έχει φύλλα ούτε κλαδιά κι όταν έρχεται η Άνοιξη εκείνο δεν ανθεί,
μήτε πουλιά μήτε ζουζούνια σταματούν, φεύγουνε μακριά∙
το ‘χει γραμμένο η μοίρα του μι(α) αυγή να ξεραθεί.
Μονάχα αγριαγκαθιές και άγριες ευδοκιμούν τσουκνίδες
που μες στις ρίζες τους κρύβονται φαρμακεροί σκορπιοί,
είναι οι όρκοι που ‘δινες κι οι μύριες σου ελπίδες
για μια(ν) αγάπη ψεύτικη ψυχρή και δολερή.
Μα ‘γω θα πηγαίνω όσο θα ζω, μη ‘ρθεις κάποιον Απρίλη
να ζωντανέψει η αγάπη μας και πάλι απ’ την αρχή
και να γιομίσει γύρω του το δέντρο μας χαμομήλι
φύλλα να βγάλει και κλαδιά να ξαναναστηθεί
Και μια ροδόπεπλη αυγή πριν σβήσουνε τ’ αστέρια
μπρος στην εικόνα του Χριστού, ω και της Παναγιάς
και κάτω απ’ το βλέμμα του Θεού, σφιχτά – σφιχτά τα χέρια,
κι οι πίκρες όλες να γενούν ανθοί της λεμονιάς.
Δημήτρης Κ. Τυραϊδής
συγγραφέας – ποιητής
μέλος της Παγκοσμίου Ενώσεως Ελλήνων Λογοτεχνών,
μέλος των Πνευματικών Δημιουργών νομού Χανίων
και άλλων πολλών πολιτιστικών συλλόγων
Σε ανάψυξη του κόσμου
Άνθη θα βγαίνουν σε δροσιά
σε ανάψυξη του κόσμου
με αειθαλή τους φυλλωσιά
σε αρετή του ευώσμου,
ωσάν κυκλάμινα μικρά
στο φως τους και στο φως μας
που δεν μαραίνονται οικτρά,
κι άκαφτος ο ουρανός μας,
μες στην άχνη φεγγοβολιά
μα ζωογόνα μπρος μας,
σε όσα του Λόγου Του η μιλιά
πλούσια ποιεί, ο Θεός μας!
Πάνω στα γήινα, ελαφρά
εδάφη της ζωής μας,
δίχως πλημμύρα, φανερά
στην ήσυχη ροή μας…
Στου Φθινοπώρου το νερό,
σε στάλες της αφής μας
κι από τον βράχο τον υγρό,
του κήπου η οσμή μας…
Σε παραδείσου αναψυχή,
σε ημισκιερές μας θέσεις
που ευδόκησαν σε προσευχή
και στις καλές προθέσεις.
Άνθη που βγαίνουν σε δροσιά
σε τόπο κοντινό μας
σε φθινοπώρου απλωσιά
καιρού προσωρινού μας…
Λένα Αλυγιζάκη
Χριστιανοί – Πατριώτες
Ένας καλός χριστιανός είναι και πατριώτης
νωρίς εβαφτηστήκανε πρώτα χρόνια νεότης.
Θεός ένας μας έμπεψε στη γης να κατοικούμε,
πατρίδα να προσέχουμε Αυτόν να προσκυνούμε.
Μιας και ο κόσμος τουτοσές ετσά είναι πλασμένος
θα πρέπει κάθ’ αείς επά να’ ναι ευτυχισμένος .
Άνθρωποι όοντεν ήρθανε γενήκανε ομάδες
πατρίδες ονομάσανε όρη, νησιά, ισιάδες.
Τα κράτη απού γενήκανε τα λέγανε πατρίδες
μερκά καλό καιρό ‘χουνε κι άλλα καταιγίδες.
Θρησκείες κάμανε πολλές καθένας την δικιά ντου
πιστεύανε ένα θεό καθ’ είς και τα παιδιά ντου.
Ούλοι ετούτηνε τη γη μάθαν και προστατεύουν
για να ‘ναι πάντα δυνατή αυτό μόνο γυρεύουν.
Μ’ αγώνες και με βάσανα, γίνηκ’ Ελλάς πατρίδα
με δυνατούς πολεμιστές αλλού ποθές δεν είδα.
Απου ξαρχής τα τέκνα τζη εις το Χριστό ταγμένα
επεράσανε πολλές σκλαβιές μα ήταν ενωμένα.
Σημαία έχουν με σταυρό, παλεύουν για πατρίδα,
απόχτησαν την Λευτεριά έχουν σ’ αυτή ελπίδα.
Οι εκκλησίες που βρίσκονται επά σ’ούλη τη χώρα
δείχνουν την πίστη στο Θεό σ’ αυτές είναι τα δώρα.
Κατά καιρούς θελήσανε πάλι να μας σκλαβώσουν
μα τα δικά μας σύνορα αντέχουν δεν θα σπάσουν.
Οι άντρες τσι πατρίδας μας πάντοτε πολεμούνε
όπου κι αν τσοί καλέσανε παλεύουν και νικούνε.
Μαδαρίτης