Το ψεύδος στην ψυχή
Κάποτε, πολύ μακριά στον παρελθόντα χρόνο,
ίσως την εποχή των σπηλαίων,
το ψέμμα βρήκε καιρό και θρονιάστηκε στην ψυχή
του ανθρώπου.
Έτσι μας λέει ο Πλάτωνας, μέσα απ’ το λόγο του Σωκράτη
και ο Σωκράτης μέσα από τα κείμενα του Πλάτωνα.
Εκεί, στις απόκρημνες κοιλάδες με τους πέτρινους θόλους,
οι εναλλαγές φωτός και σκότους
ζωγράφιζαν σχήματα
προορισμένα να υπόκεινται
σε άλλοτε άλλες ερμηνείες.
Τότε κάθε ψυχής οι συνιστώσες
φιλοδοξία, φιλαλήθεια και φιλαυτία
μάχονταν προσπαθώντας να αποσπάσουν
το μεγαλύτερο δυνατό μερίδιο.
Δεν ήταν δύσκολο, λέει ο φιλόσοφος,
να προκύψει το ψεύδος στην ψυχή,
εκείνο που πάγια εκφράζει
πνευματικό θάνατο.
Σχηματικά, ευγενικά και ανώδυνα
διαχώρισε η σοφή σκέψη
τα είδη του ψεύδους
αποφεύγοντας λεπτομερέστερες
-δυνητικά επιζήμιες για την ιδανική Πολιτεία-
αναφορές.
.Όμως, ο φιλόσοφος λέει και πως
εκείνος που θα βγει έξω από το σπήλαιο
εκείνος που θα αντιληφθεί την πλάνη των φωτοσκιάσεων
που ο ίδιος έχει συνθέσει
ή έχει άκριτα αποδεχθεί
οφείλει να βοηθήσει και τους άλλους να δουν
τα πράγματα έξω από τον βραχώδη θόλο.
Πέρα από την εξαγοράσιμη δόξα
πέρα από το επιλήψιμο κέρδος
πέρα από την επίπλαστη ευωχία
πέρα από την τεχνουργία της εξαπάτησης
πέρα από την αντανάκλαση που επιφυλάσσει
η επιφάνεια μιας λίμνης
στη ματαιοδοξία ενός κάποιου
θλιβερού Νάρκισσου.
Πηνελόπη Ι. Ντουντουλάκη
Ας ήταν
Ας ήταν ξάφνου ένα φως αλαργινό
να φτάσει στην ανήσυχη μάτια μου
και να φωτίσει το αιώνιο μυστικό
του Κόσμου μας, π’ απλώνεται μακριά μου.
Χρόνια παιδεύω και το νου και την καρδιά
γυρεύοντας τη δίψα μου να σβήσω
και λαχταρώ με πλήθος χρώματ’ απαλά
τον Κόσμο που θα δω να «ζωγραφίσω».
Ας ήταν μέσα στην αχλή των στοχασμών,
κάπου με την Αλήθεια ν’ ανταμώσω
και να σκορπίσει το σκοτάδι πια του νου
ολόχαρη γοργά φτερά ν’ απλώσω,
για να με φέρουνε μπροστά στο μυστικό
που δεν μπορούσα ως τώρα ν’αντικρύσω
και της λιγόχρονης ζωής μας το σκοπό
εδώ στη Γη, πριν φύγω να γνωρίσω!
Ελισάβετ Διαμαντάκη – Κωνσταντουδάκη
Καλοκαίρι 2021, απολογισμός
Στην ευδοκία του καιρού που προέκυψε
απ’ την ευλογία του Θεού αμετάθετη
στων γεωργών το σιτάρι που κάρπησε,
κι απ’ της Εδέμ τους φροντιστές
για τον χορτασμό όλων ημών
των Πιστών κραυγαζόντων Του·
Τάχυνε το βήμα προς ευχαριστία
και σπεύσε με την εκτενή σου ικεσία
στη Θεοτόκο την Προστατεύουσα αεί
στην Εορτάζουσα αέναα στα επίγεια,
στην Κατοικούσα του Παράδεισου αιώνια!
Μες στον καιρό των «παχιών αγελάδων» μας,
ως ανθοκόμοι τερπινού μας παραδείσου,
και ως γεωργοί, καλλιεργητές της Εδέμ,
και στην ώρα συκιάς μας πολύκαρπης,
μελισσοκόμοι, συγχρόνως φροντιστές
μες στον τρύγο του Ληνού του θυμού του Θεού!
Τώρα, που πέλαγα σβήνουν τις φλόγες μας
στα συμπυκνωμένα, χρυσά καλοκαίρια μας
πασών αιώνων που βάρυναν πάνω τους,
τώρα να τέρψει η πολύβουη δέηση
μες στων εσχάτων το, ως πυρ καλοκαίρι μας!
Τώρα, που ακόμη τζιτζίκι μακάριο
κι ανενόχλητο μετέχει στη μέρα μας,
που το τριζόνι κρατάει το«ίσο του»
μες στην νύχτα την απρόσβλητη ως τροπάριο.
Τώρα να γίνει η χώρα ψαλτήριο,
που στο χρυσό καλοκαίρι μας, σύμπαντα
γερνούν τα πλάσματα, κλείνουν τα σχήματα
σε ικεσία, σε δέηση για το αύριο…
Λένα Αλυγιζάκη
Πρόβλημα λίαν σοβαρό, που πρέπει μ’ άλλο μάτι,
να δούνε οι υπεύθυνοι και όχι με γινάτι,
είναι το δημοσιογραφικό, που χρόνια ταλανίζει
τη δόλια την πατρίδα μας και πίσω τη γυρίζει.
Να σκύψουνε επάνω του και να το μελετήσουν
την όποια καθυστέρηση, στην άκρη να αφήσουν.
Πολύτεκνους και τρίτεκνους, αν τώρα δεν στηρίξουν
το σκάφος της Ελλάδας μας, στην ξέρα θα το ρίξουν.
Ο πληθυσμός μας σήμερα, βαδίζει προς τα κάτω,
όμως οι Κυβερνώντες μας, μοιάζουνε των… προβάτω.
Δεν βλέπουνε τα πράγματα, απ’ τη σωστή γωνία
και αδιαφορούν γι’ αυτά, που βλέπ’ η κοινωνία.
Οι Τουρκομάνες σήμερα, γεννούν σαν τσι κουνέλες
και τα παιδιά στριμώχνονται, στα σπίτια σαν σαρδέλες.
Πολλά εκατομμύρια, τώρα μετρούν οι Τούρκοι,
π’ ορέγονται στη χώρα μας, να κάνουμε γιουρούκι.
Για να αντεπεξέλθουμε, κάνουμε συμμαχίες,
που σίγουροι δεν είμαστε κι έχουμ’ ανησυχίες.
Πολλές φορές, μας γέλασαν, στο παρελθόν ετούτοι,
φιλίες για συμφέροντα, βρωμούν πολύ μπαρούτι.
Νύχι’ αν δεν έχεις να ξυστείς και περιμένεις άλλους,
περίμενε το ξύσιμο, απ’ Αμερικανογάλλους.
Μπόσικο άμα θα σε βρουν, το αίμα θα σου πιούνε
και μόνο για τα όβολα, σε διπλοχαιρετούνε.
Εννιαχωριανός
Εξεσμηλιώσανε εδά ντεμπέληδες και κλέφτες
Δεν είμαι μούδε νομικός, μουδ’ οικονολόγος
του κάθε Έλληνα θαρρώ πως πέφτει ένας λόγος.
Εμαζωχτήκανε πολλοί εργατικοί καμπόσοι
απού θαρρούνε πως μπορεί το ψώμα να ξαπλώσει.
Ούλοι ευτοί δεν ντρέπουνται ετσάναι μαθημένοι
στο περιβάλλον που γυρνούν φαίνονται μορφωμένοι.
Τσί μέρες που ξαπλώνουνε ψάχνουν μιαν ευκαιρία
ν’ αποπλανήσουν το λαό και βγαίνουν σαν θηρία.
Ποτές δεν αποδέχουνται ότι αποφασίζουν
εκείνοι πουν’ υπεύθυνοι και νόμους καταρτίζουν.
Τσι πρώτους υποστηρικτές φτωχό λαό τσι βρίσκουν
σκαρώνουνε τα ψώματα κι’απόης τα σκορπίζουν.
Οι αφελείς κι’ αμόρφωτοι που μονομιάς τα χάφτουν
πλερώνουν ούλες τσι ζημιές, αργότερα που θα ‘ρθουν.
Σαν εύρουνε ένα λαό που τσι ψευθιές πιστεύει
κάθουνται και ξανοίγουνε το ψώμα πως θεριεύει.
Ετούτονα δα γίνεται σε τούτηνε τη χώρα
απάτες που κυκλοφορούν παντού και κάθε ώρα.
Ήθελα και να κάτεχα ετούτο που θα βγάλει
αφού οι ψεύτες χώνουνται και τη πλερώνουν άλλοι.
Ετσά χαλιέται, φθείρεται καλά η κοινωνία,
ένας λαός που πάντοτε ήθελε ησυχία.
Λαός είναι πάντοτε Χριστιανικός ωραίος
επιθυμεί να ζει καλά μη γίνεται μοιραίος.
Κάθε καλό που γίνεται πατρίδα προοδεύει
απόλαυση για το λαό πραμ’ άλλο δεν γυρεύει.