Αγρίμια κι αγριμάκια μου…
Κύριε διευθυντά,
Το παρακάτω δίστιχο μου ρο αφιερώνω στη μνήμη (;) των υπερήφανων και πανέμορφων αγριμιών του Κήπου της πόλεως Χανίων, με την ευκαιρία της πρόσφατης εξαφάνισης τους.
Αγρίμια κι αγριμάκια μου
του Κήπου ξακουσμένα
φοβούμαι μη σας έχουνε
…στιφάδο καμωμένα.
Γιώργος Λέανδρου Κοκολογιάννης
Η πορεία του Ελληνισμού
Ως κι αν διαβαίνουν οι καιροί κι αλλάζουν οι αιώνες
στη θύμηση μας ξαγρυπνούν, του Έθνους, οι αγώνες.
Που δώσανε οι Έλληνες και προ Χριστού ακόμα,
ελεύθερο για να κρατούν, τσ’ Ελλάδας τ’ Άγιο χώμα.
Το ίδιο και μετά Χριστόν, μέχρι και το Σαράντα
που ούτε τον Δικτάτορα, δεν κράτησαν αβάντα.
Του Μουσολίνι το στρατό, στη θάλασσα τον ρίξαν,
το θάνατο αψήφισαν, φιλοπατρία δείξαν.
Η άμυνα στους Γερμανούς και ειδικά στη Κρήτη,
δεν άφησ’ ασυγκίνητο, ολόκληρο Πλανήτη.
Μα και στο ενδιάμεσο, εκείνων των αιώνων,
αγώνες δώσανε σκληρούς, οι γενεές προγόνων.
Χριστιανούς Ορθόδοξους, με Μέγα Κωνσταντίνο
και Νικηφόρο το Φωκά, στη σκέψη σας αφήνω.
Ηράκλειος και Κομνηνοί και οι Παλαιολόγοι,
γενναία πολεμήσανε, αφού υπήρχαν λόγοι.
Οι Πέρσες παλαιότερα, με Ξέρξη και Δαρείο,
στο έθνος επιτέθηκαν, σαν άγριο θηρίο.
Όμως τους αποκρούσανε, δυο ελληνίδες πόλεις
σε Μαραθώνα, Πλαταιές, εξ όλης και παρόλης.
Θεμιστοκλής το στόλο τους, σε ναυμαχία πνίγει,
στση Σαλαμίνας τα στενά, μα σαν εχθρός θα φύγει.
Κάποιοι τον κατηγόρησαν, γι’ εσχάτη προδοσία
και αυτοεξορίστηκε, εις τη Μικρά Ασία.
Ο Μεγαλέξανδρος μετά, θα τους κατατροπώσει,
το καίριο το χτύπημα, στη χώρα τους θα δώσει.
Τούρκους ξεφορτωθήκαμε, μετά το τετρακόσα,
χρόνια που ‘ταν στο σβέρκο μας και πέρνανε τα γρόσσα.
Ηγέτης ήταν Θοδωρής, Κολοκοτρώνης τότε,
μα τον καταδικάσανε, ανθέλληνες προδόται.
Ως και τον Ελευθερωτή, Λευτέρη Βενιζέλο,
κάποι’ αναθεματίσανε και με το έτσι θέλω.
Αυτά για να γνωρίζουμε, δική μας ιστορία
ως κι αν διαβαίνουν οι καιροί, στου χρόνου την πορεία.
Εννιαχωριανός
Ο δεσμός των ανθρώπων
Κοιτάζω μέσα μου καθώς η ψυχή μου
ανοίγει για να χωρέσει την αγάπη.
Η μικρή φιλόλογος που αγαπάει τον Καβάφη.
Συντρίμμια- κομμάτια
στα περίχωρα του στρατοπέδου
κι η κατάληψη των μαθητών που μετρούν
την καθαριότητα της εφηβείας τους.
Οι πρόγονοι μας: ο Όμηρος,
ο Ησίοδος, ο Παρμενίδης.
Τα λάθη που στοιχίζουν ακριβά και το δαχτυλίδι
της ελευθερίας που περιμένει να το φορέσω.
Θ’ ανοίξω το κουτί των δακρύων για να
καθαρίσει η καρδιά μου από
τις αμαρτωλές προσμείξεις.
Τώρα, το στεφάνι του μαρτυρίου έγινε φυλαχτό
και ιερό σύμβολο.
Η αγάπη εξακολουθεί τον δρόμο της, καθώς
οι ερωτευμένοι παντρεύονται κι οι μονήρεις
πελεκάνοι στοχάζονται, πότε κι αυτοί
θα ζευγαρώσουν.
Στυλιανός Γ. Ξενάκης
Ευλογία Θεού
Τον άθρωπο απούβαλε στη γη να κατοικήσει
ο Πλάστης και Δημιουργός τον είχε ευλογήσει.
Η ευλογία του Θεού στον κόσμο είναι μία
αυτός που την ακολουθεί κοντά του έχει τα θεία.
Είπε ντου νάναι τίμιος εργατικός και ντρέτος
ανέ ζητά την προκοπή να έχει κάθε έτος.
Αυτή δεν ήτονε σκληρή μου δ’ άπιαστη κουβέντα
για κείνονα που δούλευε απούσκαβε γη εκέντα.
Ούλα καλά πηγαίνανε στσοι πρωτεινούς αθρώπους
απούχανε καλή καρδιά ευγένεια και τρόπους.
Ο κόσμος πήρε και χαλά σαν τρύπωξε και μπήκε
ο δαίμονας στη ζήση μας ψευτιές και λόξες είχε.
Σαν μπήκε και πορπάτηξε οξ’ αποδώ κοντά μας
χάλασ’ η κοινωνία μας χάθηκ’ η αθρωπιά μας.
Καθένας νιός θωρρεί εδά και βλέπ’ αλλιώς τη γη μας
πράμ’ άλλο πια δε σκέβεται χρήματα νάν δικά μας.
Η τεμπελιά, τα χρήματα, είναι παραγγελίες
απούδωκε ο Πλάστης μας σε ντρέτες κοινωνίες;
Τσοι καοινωνίες κεινεσάς πούταν ευλογημένες
μ’ αγάπη τιμιότητα απ’ το Θεό σταλμένες.
Σήμερο πάσχει, θλίβεται η παρούσα κοινωνία
δε προσκυνάνε ούτε Χριστό απού γίνηκε θυσία.
Αν δεν αλλάξουμε σκοπό και δούμε την αλήθεια
δεν έχουμε ούτε ζωή ούτε θεού βοήθεια.
Μαδαρίτης
Πέλαος
Πέλαος, όταν σε θωρώ μαγεύεται η ψυχή μου,
ζηλεύω όλα τα πλάσματα που ζούνε στα νερά σου,
όμως μια θλίψη ανείπωτη τυλίγει το κορμί μου
για τις μεγάλες συμφορές που κρύβουν τα σωθικά σου.
Μαγεύομαι απ’ τα περιγιάλια σου όταν βρεθώ κοντά σου,
απ’ τις σπηλιές στα βράχια σου κι από τις αμμουδιές σου,
μα πάλι θλίβομαι πικρά που κρύβουν τα νερά σου
αγαπημένα πρόσωπα… κι από την απονιά σου!
Όνειρο είναι τα κρινάκια σου στις ώριες ακρογιαλιές σου,
μέσα στην άμμο την καυτή δίχως νερό ανθούνε
και δίνουν όψη ξέχωρη στις μύριες ομορφιές σου…
και του Μεγαλοδύναμου το θαύμα μαρτυρούνε!
Κι όταν μ’ αγκαλιάζουνε τα δροσερά νερά σου
νιώθω μι(α) αγάλλιαση γλυκιά βαθιά μες στην ψυχή μου,
πνίγονται όλες οι πίκρες μου στα βύθια τα δικά σου
κι ανέμελη νιώθω να περνά η μέρα κι η ζωή μου.
Μα όταν ξαπλώνω σε σωρούς απ’ τα ξερά σου φύκια
οσφραίνομαι την αλμυρή που ‘χουνε ευωδιά
κι αν γείρω να ξεκουραστώ κάτω απ’ τ’ αλμυρίκια
στο κύμα νιώθω πως ακούω του Πλάστη τη μιλιά.